Ο Δημήτριος Υψηλάντης, o μέχρις αυτοθυσίας πατριώτης, αφιέρωσε την περιουσία του και την ίδια τη ζωή του στην Επανάσταση του 1821. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1793 και ήταν δεύτερος γιος του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνου εύπορης και ισχυρής φαναριώτικης οικογένειας Κωνσταντίνου Υψηλάντη και της δεύτερης συζύγου του Ελισάβετ Βακαρέσκου. Η οικογένεια των Υψηλαντών ήταν Ποντιακής προέλευσης, και ήσαν παρόντες στους Αγώνες του Έθνους από τον 9ο αιώνα. Αδελφός του ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Ένας εκ των πρώτων δασκάλων του ήταν ο Μακάριος Καββαδίας. Στάλθηκε στην Γαλλία για να σπουδάσει σε στρατιωτικές σχολές και στη συνέχεια κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά του Τσάρου στην Πετρούπολη, φτάνοντας έως τον βαθμό του λοχαγού.
Το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Από τον Οκτώβριο του 1820 και ως την έναρξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, υπηρετούσε στο Κίεβο ως υπασπιστής του στρατηγού Ργέφσκυ. Οι εκ των ηγετών της Φιλικής Εταιρείας Ξάνθος, Παπαφλέσσας, Αναγνωστόπουλος, Τυπάλδος έπεισαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη παράλληλα με την Επανάσταση στο Ιάσιο να αποστείλει στην Πελοπόννησο ένα εκ των αδελφών του, να ηγηθεί της εκεί Επανάστασης ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Αρχής στην Πελοπόννησο. Ο μόνος εύκαιρος ήταν ο Δημήτριος, ο οποίος είχε παραιτηθεί του ρωσικού στρατού για να διαχειρίζεται, κατά την απουσία των αδελφών του, τα του Οίκου των Υψηλαντών. Αφού συγκατατέθηκε ο Δημήτριος έπρεπε να πείσουν και την μητέρα του Ελισάβετ, που αν εκείνος έφευγε θα έμενε μόνη, με τα δυο της κορίτσια και τον ανήλικο γιό της. Έγινε οικογενειακό συμβούλιο και η μητέρα συγκατένευσε λέγοντας: «Όταν είναι να ελευθερωθεί η Ελλάς από την αποστολή και αυτού του παιδιού, που μου έμεινε, στερούμαι και αυτό. Ας υπάγει με την ευχή μου!» (Ιωαν. Φιλήμονος «Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως», (Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, Τόμος Γ΄, 1860, Κεφάλαιο ΙΓ΄).
Η καθόδος στην Ελλάδα
Πραγματοποίησε αρχικά ένα σύντομο ταξίδι στην Οδησσό με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων από τους Έλληνες της εκεί κοινότητας, δανείστηκε άλλα αφού υποθήκευσε οικογενειακά κοσμήματα, προμηθεύθηκε όπλα και γύρισε στο Κισνόβιο.
Η κάθοδός του στην Ελλάδα στάθηκε περιπετειώδης επειδή στην αρχή (Μάιος 1821) στο Τσέρνοβιτς αναγνωρίστηκε από κάποιον τυχοδιώκτη Σαλόνσκη, πρώην υπηρέτη διωγμένο από το σπίτι του γαμπρού του Υψηλάντη. Μέχρι να φτάσει στο Τριέστι, τον είχε μαζί του σαν αιχμάλωτο και όταν επιβιβάστηκε στο καράβι τον άφησε δίνοντάς του 600 δίστηλα. Στις 17 Μαΐου στο Έρμανστατ αναγνωρίστηκε από κάποιον Mολδαβό, ο οποιος εξαφανίστηκε και κατόπιν πήγε στη Βιέννη να καταγγείλει τον Υψηλάντη. Αυτός ήταν ο λόγος αλλαγής του δρομολογίου του Υψηλάντη: από το Έρμανστατ πήγε στο Τριέστι μέσω Τεμεσβάρ, Έσσινγκ Κάρλσταντ και Φιούμε. Οι πληροφορίες αυτές αναφέρονται από τον Ιωάννη Φιλήμωνα στα έργα του Περί της Φιλικής Εταιρείας και Περί της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Ο Υψηλάντης είχε μαζί του δύο εφοδιαστικά όπως τα έλεγαν τότε, δηλαδή δύο διαβατήρια, ένα ρωσικό και ένα γερμανικό. Οι αυστριακές Αρχές επέτρεψαν στον Υψηλάντη να φύγει για την Ελλάδα, επειδή εκτίμησαν ότι έτσι θα είχαν την καλύτερη απόδειξη πως η Ρωσία εμπλέκονταν στις ταραχές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το ταξίδι ξεκίνησε από το Κίσενοβ στις 30 Απριλίου και στο Τριέστι φτάνει 4 Ιουνίου. Από εκεί έφυγαν στις 7 Ιουνίου δήθεν για την Οδησσό αλλά τελικά για την Ύδρα, όπου έφτασε στις 8/20 Ιουνίου. Ο Υψηλάντης κατέβηκε με το όνομα Αθανάσιος Στοστοπόπουλος και είχε τη σημαία της Φιλικής με τον φοίνικα και τις λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος», τα πληρεξούσια του αδελφού του με τα οποία διοριζόταν «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής», τυπογραφείο και 300.000 γρόσια. Ήταν τότε 28 ετών, αδύνατος και με αρκετή φαλάκρα, με κράση ελάχιστα ανδρική, αλλά «καρδιά ανδρικωτάτη», όπως λέει ο Φιλήμων.
Ο Υψηλάντης ήρθε στην Ελλάδα στις 8 Ιουνίου 1821 και συγκεκριμένα στην Ύδρα, ως πληρεξούσιος του γενικού επιτρόπου και αρχιστρατήγου αδελφού του Αλέξανδρου, δηλαδή ως ο ηγέτης της Επανάστασης. Ο Φιλήμων στο προαναφερθέν έργο του εξηγεί γιατί του έγινε παλλαϊκή υποδοχή: «Ήταν Έλληνας, οικογένειας ηγεμονικής πριν, Έλλην οικογένειας πατριωτικής πάντοτε οστούν ων εκ των οστέων και σαρξ εκ της σαρκός της Ελλάδος. Επί πλέον ο Δημήτριος προήρχετο εκ της αρκτώας γης (Ρωσίας), εις την οποίαν πάντοτε προσηλούτο η καρδία και το όμμα των ελλήνων ως τον φυσικόν εχθρόν του μόνου φυσικού εχθρού τούτων». Στις 12 Ιουνίου εκδίδει την πρώτη προκήρυξή του. Με αυτήν αποσκοπεί στην στρατολόγηση και τον εφοδιασμό. Στις 19 Ιουνίου αποβιβάζεται στο Άστρος και μετά δύο ημέρες πάει στα Βέρβαινα για να συναντηθεί με προκρίτους. Ήδη από το Άστρος εκδηλώθηκε η πρώτη δυσφορία κατά του προσώπου του λόγω της συμπάθειάς του προς τους Παπαφλέσσα, Κολοκοτρώνη και Αναγνωσταρά.
Το δύσκολο έργο που ανέλαβε ο Υψηλάντης κατέστη πολύ δυσκολότερο, από το ότι από την πρώτη ώρα υπονομεύθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Γόνος και αυτός μεγάλης οικογένειας Φαναριωτών ένιωθε ζηλοφθονία προς τους Υψηλάντες. Από την άφιξη λοιπόν του Δημ. Υψηλάντη τον υπονόμευσε (Νικολάου Σπηλιάδου «Απομνημονεύματα», Τ.1ος, Αθήναι, 1972, σελ. 228).
Ο Υψηλάντης ήταν τελείως διαφορετικός χαρακτήρας από τον Μαυροκορδάτο. Ήταν καλλιεργημένη και αγνή ψυχή, και δεν είχε εγωισμό, ούτε φιλοδοξίες από αυτές που θολώνουν τον νου. Ο Μαυροκορδάτος επιζητούσε οι άλλοι να προσαρμοστούν σε αυτόν. Ο Υψηλάντης δεν είχε αντίρρηση να προσαρμοστεί στις συνθήκες που βρήκε. Διηγείται ο Φιλήμων ότι ο Κολοκοτρώνης παρέθεσε στον Υψηλάντη γεύμα, στην ύπαιθρο βεβαίως. Για την περίσταση ήταν ηγεμονικό: Ψητό αρνί, τυρί σε ασκί «δεινώς αλμυρό», ρετσίνα σε ασκό και αζυμίτης χωρικός άρτος. Αντί τραπεζιού κλαδιά σκήνου. Φυσικά ουδέν τραπεζικό σκεύος υπήρχε, πιάτο, μαχαίρι, πηρούνι, κούπα για κρασί και νερό. Ο Κολοκοτρώνης έκοψε με τα χέρια και του έδωσε το ψωμί, το κρέας και το τυρί. Το κρασί του το προσέφερε μέσα σε ξεραμένη φλούδα κολοκύθας.
Ο Υψηλάντης προσαρμόστηκε αμέσως στην πρωτόγνωρη κατάσταση. Κάθισε οκλαδόν και ευχαριστήθηκε φαγητό και πιοτό. Ενθουσιασμένος ο Γέρος του Μωριά του είπε: «Έτσι Πρέντσιπα θα τρως πλια και θα πίνεις δια την ελευθερία της Πατρίδας». Ο Υψηλάντης χειροκρότησε ενθουσιασμένος. Σημειώνεται ότι ο Φιλήμων διηγείται το συμβάν ως μάρτυρας του γεγονότος, αφού, ως γραμματέας του Υψηλάντη, ήταν εκ των συνδαιτυμόνων του γεύματος.
Στη διακήρυξη της 12ης Ιουνίου 1821 ο Υψηλάντης, μεταξύ άλλων, αναφέρει: « Ομογενείς φιλελεύθεροι Έλληνες… Όσοι ελάβατε τα όπλα υπέρ της ελευθερίας του Ορθοδόξου ημών Γένους, φιλοτιμηθήτε να φανήτε άξιοι πολεμισταί, δεικνύοντες εις τον κατά του ασεβούς τυράννου πόλεμον ανδρείαν ακαταμάχητον, ομόνοιαν αδιαίρετον και εις τους στρατηγούς ευπείθειαν απαράβατον… Το τέλος των αγώνων μας είναι η ελευθερία, ή ο ένδοξος θάνατος. Αιώνιος δόξα παρά Θεώ και ανθρώποις…».
Σε μιαν άλλη του εγκύκλιο του, στις 21 Αυγούστου 1822, έγραψε προς τους Νησιώτες: «Γνωρίζετε, ότι μήτε πλούτος, μήτε κτήματα, μήτε υπάρχοντα δεν εξισούνται με την ελευθερίαν, με την ζωήν των γυναικών και των παιδίων σας. Έχετε προ οφθαλμών τα θλιβερά παραδείγματα των δυστυχεστάτων αδελφών μας, Χίων, Κασσανδρινών, Ναουσαίων και άλλων, δια τα οποία ανατριχίζετε βέβαια οσάκις τα συλλογίζεσθε. Είδετε με τα ίδια σας τα ομμάτια τον απάνθρωπον τύραννον να ξεσχίζη και αυτά τα έμβρυα εις τας κοιλίας των εγκύων!!!» (Λιγνού, Αρχείον της Κοινότητος Ύδρας, τόμ. 8, σελ. 432).
Η δράση του στην Ελλάδα κατά την επαναστατική περίοδο
Την 1η Ιουλίου 1821, 22 οπλαρχηγοί αναγνώρισαν στα Τρίκορφα τον Υψηλάντη ως αρχιστράτηγο και του ζήτησαν να αναλάβει την αρχηγία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Είχε προηγηθεί η διαφωνία μεταξύ προκρίτων και Υψηλάντη σχετικά με το θέμα της οργάνωσης και διοίκησης των πολιτικών και στρατιωτικών πραγμάτων. Τελικά οι πρόκριτοι συνεργάστηκαν με τον Υψηλάντη, χωρίς όμως να τον αναγνωρίσουν ως αρχιστράτηγο. Όταν όμως μαθεύτηκε κατά το β΄ δεκαπενθήμερο του Αυγούστου η αρνητική έκβαση των γεγονότων στις Ηγεμονίες, η θέση του εξασθένισε. Δύο πρόσωπα που θέλησαν να τον υπονομεύσουν ήταν οι Κωστάκης Καρατζάς και Θεόδωρος Νέγρης.
Υπήρξε γενικός διοικητής της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και βελτίωσε οργανώνοντας τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα. Καθώς τουρκικά στρατεύματα απειλούν να αποβιβαστούν στον Κορινθιακό κόλπο, αναχωρεί εσπευσμένα από την Τριπολιτσά στις 13 Σεπτεμβρίου 1821 προς τις ακτές του Κορινθιακού. Θα γυρίσει πίσω όταν θα πληροφορηθεί την πτώση της Τριπολιτσάς για να αποκαταστήσει την τάξη: καθαριότητα της πόλης και προστασία των Τούρκων αιχμαλώτων. Οι συγκεντρωμένοι στο Άργος πολιτικοί διέδιδαν συκοφαντείες κατά του Υψηλάντη. Αυτός έλαβε μέτρα για την ίση διανομή των λαφύρων εν όψει της πολιορκίας του Ναυπλίου.
Ο Υψηλάντης τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1821 πρόεβη σε πρωτοβουλίες σχετικές με τη συγκρότηση Εθνικής Συνέλευσης. Ο Υψηλάντης, με μόνη συμπαράσταση τους στρατιωτικούς, τελικά δέχθηκε να γίνει Πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Στις 11 Δεκεμβρίου έφυγε για την πολιορκία της Κορίνθου. Στα πλαίσια της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, εξελέγη πρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος. Αν και τυπικώς ισότιμο το αξίωμά του με το του προέδρου του Εκτελεστικού (Μαυροκορδάτος), ο Υψηλάντης δεν υφίστατο πλέον πολιτικώς. Στην Β΄ Εθνοσυνέλευση (Μάρτιος-Απρίλιος 1823), ο Υψηλάντης δεν υποχώρησε στις πιέσεις των προκρίτων να μονοπωλήσουν την εξουσία και η στάση του ενίσχυσε το κύρος του. Θέλησε να λειτουργήσει κατευναστικά μεταξύ των αντιμαχομένων στον Εμφύλιο. Ξεχώρισε στη μάχη των Μύλων (κοντά στο Άργος), όπου διορίστηκε αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων και χάρη στη γενναιότητά του απέκρουσε τον Ιμπραήμ.
Η δράση κατά την Καποδιστριακή περίοδο
Με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Υψηλάντης διορίστηκε στρατάρχης του Στρατού και ανέλαβε την οργάνωσή του και τη μετατροπή του σε τακτικό στρατό με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. O Κυβερνήτης τού ανέθεσε την αρχηγία του στρατού της Ανατολικής Ελλάδας. Τον Οκτώβριο του 1828, ως στρατάρχης ο Δημήτριος Υψηλάντης επικεφαλής των έξι χιλιαρχιών που είχαν συγκροτηθεί, πραγματοποίησε νικηφόρες επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στην Βοιωτία και διατήρησε την περιοχή υπό ελληνικό έλεγχο. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1829, διήθυνε την τελευταία μάχη του Αγώνα στην Πέτρα της Βοιωτίας. Παρ’ όλα αυτά, ο Αυγουστίνος Καποδίστριας πέτυχε την απομάκρυνση του Υψηλάντη για να διευθύνει το στρατό της Ρούμελης.
Ο Υψηλάντης μεμφόταν τον Καποδίστρια ως υπεύθυνο για το ότι ο Λεοπόλδος του Σαξ Κόμπουργκ παραιτήθηκε της υποψηφιότητάς του για τον ελληνικό θρόνο. Στις 31 Μαρτίου 1832, επιτροπή αποτελούμενη από στρατιωτικούς παρουσιάστηκε στη Γερουσία ζητώντας να μπει και ο Δημήτριος Υψηλάντης στην Διοικητική Επιτροπή. Στις 2 Απριλίου, η Γερουσία ψήφισε νέα Διοικητική Επιτροπή με τον Δ. Υψηλάντη να είναι ένα από τα μέλη της.
Μικρόσωμος και φιλάσθενος, απεβίωσε νέος στο Ναύπλιο τον Αύγουστο του 1832, πιθανώς από κληρονομική μυοτονική δυστροφία.
Προσωπική ζωή
Η Μαντώ Μαυρογένους και ο Δημήτριος Υψηλάντης γνωρίστηκαν στα χρόνια της επανάστασης στο Ναύπλιο το 1823. Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένας δυνατός έρωτας. Η Μαντώ Μαυρογένους γεννήθηκε στην Τεργέστη. Καταγόταν από αριστοκρατική Φαναριώτικη οικογένεια και έλαβε εξαιρετική μόρφωση. Ήταν η εποχή που στην Ευρώπη κυριαρχούσε ο διαφωτισμός και τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα και η Μαντώ επηρεάστηκε βαθύτατα.
Πριν ακόμα ξεσπάσει η επανάσταση, εγκαταστάθηκε στην Τήνο, όπου ζούσε ο θείος της, ο ιερέας Νικόλαος Μαύρος που ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Στην επανάσταση, συμμετείχε με όποιον τρόπο μπορούσε. Επάνδρωσε πλοία, εξόπλισε πολεμιστές, χρηματοδότησε εκστρατείες στη Σάμο, στη Χίο και στην Πελοπόννησο. Πάντα φρόντιζε να δίνει χρήματα και στις οικογένειες των αγωνιστών που έλειπαν στον πόλεμο, έτσι ώστε οι γυναίκες και τα παιδιά τους να μπορούν να ζήσουν. Η παιδεία και η ευρωπαϊκή κουλτούρα την βοήθησαν να αναδείξει την ελληνική επανάσταση στο εξωτερικό. Έστειλε επιστολές στις γυναίκες της Αγγλίας και της Γαλλίας, ζητώντας τους να ενισχύσουν τον αγώνα των Ελλήνων. Έγραφε χαρακτηριστικά: «λαχταρώ μια νύχτα μάχης όπως εσείς λαχταράτε μια νύχτα χορού». Οι Ευρωπαίοι εντυπωσιάστηκαν από την ευγλωττία, το πάθος και τον πατριωτισμό της νεαρής Μαντώς.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν ο αδερφός και εκπρόσωπος του Αλέξανδρου, του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας. Ήταν 27 ετών και η Μαντώ 24. Δεν ταίριαζαν όμως μόνο στην ηλικία, αλλά και στην αρχοντική καταγωγή, την καλλιέργεια και τον πατριωτισμό. Ερωτεύτηκαν και δεν έκρυψαν καθόλου τα συναισθήματά τους. Η Μαντώ κοιμόταν στη σκηνή του που βρισκόταν μέσα στο ελληνικό στρατόπεδο και περπατούσε δίπλα του στον δρόμο. Η συμπεριφορά τους προκάλεσε αντιδράσεις στο Ναύπλιο, καθώς δεν συνήθιζαν ανύπαντρα ζευγάρια να εκδηλώνουν τόσο εμφανώς τον έρωτά τους.
Ακόμα πιο προκλητικό θεωρήθηκε το γεγονός ότι το σπίτι της Μαντώς ήταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι του Δημήτριου Υψηλάντη. Η σχέση τους διευκολύνθηκε από αυτό, αλλά όχι και η αποδοχή της σχέσης τους από τον κόσμο. Η Μαντώ στιγματίστηκε ως η ερωμένη του Υψηλάντη και το σπίτι της λεηλατήθηκε δύο φορές. Την πρώτη φορά από στρατιώτες που έκαναν πλιάτσικο, ενώ τη δεύτερη φορά, καταπατήθηκε από τον βουλευτή του Ναυπλίου, Σπυρίδωνα Παπαλεξόπουλο.
Το σπίτι του Δημήτριου Υψηλάντη ήταν απέναντι από το σπίτι της Μαντώς Μαυρογένους. Σήμερα εκεί στεγάζεται το Ξενοδοχείο «Δίας».
Η Μαντώ αντιλήφθηκε το πρόβλημα και ζήτησε από τον Υψηλάντη να την παντρευτεί. Βρίσκονταν όμως ακόμα στα μέσα του πολέμου και ο χρόνος δεν ήταν κατάλληλος. Γι’ αυτό, αντί για γάμο, ο Υψηλάντης συνέταξε ένα έγγραφο που της υποσχόταν ότι θα παντρευτούν, μόλις τελείωνε η επανάσταση. Η Μαντώ ικανοποιήθηκε από την κίνησή του και όλα έδειχνε πως η σχέση τους θα έφτανε μέχρι τον γάμο, αν δεν εμπλεκόταν ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Κωλέττης εκπροσωπούσε τα γαλλικά συμφέροντα και θεώρησε ότι η σχέση των δύο νέων μπορούσε να απειλήσει τη θέση του. Η Μαντώ και ο Υψηλάντης, εκτός από λαοφιλείς, ήταν και ρωσόφιλοι, δηλαδή πολιτικοί αντίπαλοι του ίδιου. Με έντεχνες παρασκηνιακές ενέργειες κατάφερε να τους χωρίσει. Η Μαντώ Μαυρογένους ακολούθησε τη νεκρική πομπή του Δημήτριου Υψηλάντη ντυμένη στα μαύρα. Τον θρήνησε σαν χήρα του.
Η προσωπικότητά του
Ο Κολοκοτρώνης στα «Απομνημονεύματα» του δεν κρύβει τα λόγια του για τον Δημ. Υψηλάντη. Γράφει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του: «Ο Υψηλάντης ήτον ένας άνθρωπος σταθερός, τίμιος, ανδρείος, μικρόνους, κούφος, ευκολοαπάτητος… το όνομά του εχρησίμευσε πολύ εις την αρχήν, είχε την φαντασία να ήναι αρχηγός (κεφαλή), πλην το μυαλό του δεν του έσωνε αναλόγως με τας περιστάσεις οπού ευρέθηκε. Αν ήθελε έλθει ο Αλέξανδρος ο αδελφός του ηθέλαμεν κάμει δουλειά, διατί ήθελα τον υποστηρίξει». («Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836». Υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνστ. Κολοκοτρώνης, Αθήνησιν, Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1846, σελ. 87).
Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος χαρακτηρίζει τον Δημήτριο Υψηλάντη ως τον «αγνότερο ίσως και περισσότερο ανιδιοτελή από τους αρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης».
Τον Απρίλιο του 1825 ιδρύθηκε στην πολιτεία Μίτσιγκαν των ΗΠΑ, μια κοινότητα με το ονομασία Ypsilanti, προς τιμήν του Δημητρίου Υψηλάντη, Σήμερα είναι πόλη με 21.000 κατοίκους όπου βρίσκεται η έδρα του Eastern Michigan University. Μια προτομή του Δημητρίου Υψηλάντη, η οποία πλαισιώνεται από μια ελληνική και μια αμερικανική σημαία, βρίσκεται στη βάση του υδατόπυργου της πόλης και είναι το τοπόσημο της περιοχής. Επίσης, το όνομά του (Ypsilanti) φέρουν 2 πόλεις σε Βόρεια Ντακότα και Γεωργία.
Πηγές
cognoscoteam.gr
ardin-rixi.gr
SanSimera.gr
cognoscoteam.gr 1