Tην 23η Σεπτ. 1821 (παλ. ημερ), οι δυνάμεις των επαναστατημένων Ελλήνων ανερχόμενες σε 8.000-10.000 άνδρες, υπό την διοίκηση των: Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Παναγιώτη Γιατράκου και Χρήστου Αναγνωσταρά[1] απελευθέρωσαν την Τρίπολη. Η Άλωση της Τριπολιτσάς σήμανε την κατάληψη της έδρας της οθωμανικής διοικήσεως, ήταν αποφασιστική για την εδραίωση του αγώνος και επέφερε επί της ουσίας την επικράτηση της επαναστάσεως σε όλη την Πελοπόννησο.
Το Σχέδιο του Κολοκοτρώνη
Από τις πρώτες μέρες του εθνικού ξεσηκωμού, ο Κολοκοτρώνης είχε συλλάβει την ιδέα της πολιορκίας και της άλωσης της Τριπολιτσάς (σημερινής Τρίπολης), επειδή κατείχε στρατηγική θέση και ήταν το διοικητικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Μοριά. Στην Τριπολιτσά είχε την έδρα του ο Μόρα-Βαλεσί, ο στρατιωτικός διοικητής της Πελοποννήσου, με όλο το χαρέμι και τα πλούτη του, εκεί ζούσε ο μισός τουρκικός πληθυσμός της Πελοποννήσου και την υπερασπιζόταν σημαντικός αριθμός ενόπλων σωμάτων. Με λίγα λόγια ήταν μια επικίνδυνη εχθρική εστία, η οποία εάν δεν εξουδετερωνόταν θα ήταν μια διαρκής απειλή για τις επαναστατημένες επαρχίες της Πελοποννήσου. Τα τείχη όμως της Τριπολιτσάς δεν την καθιστούσαν απόρθητη.
Η στρατηγική σύλληψη του Κολοκοτρώνη δεν έγινε αμέσως αποδεκτή, επειδή προϋπέθετε οργανωμένο στρατό, που δεν υπήρχε. Ο Κολοκοτρώνης με επιμονή και πειστικότητα αντέστρεψε το αρνητικό για την άποψή του κλίμα μεταξύ των οπλαρχηγών κι έτσι στα μέσα Απριλίου αποφασίστηκε ο αποκλεισμός της Τριπολιτσάς σε πρώτη φάση, ώστε να διακοπεί κάθε δυνατότητα επικοινωνίας και εφοδιασμού της πόλης. Αρχιστράτηγος της επιχείρησης ορίσθηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αλλά ιθύνων νους της ήταν ο Κολοκοτρώνης, το σχέδιο του οποίου τηρήθηκε κατά γράμμα.
Μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1821 οι επαναστάτες είχαν περισώζει την Τριπολιτσά σ’ ένα κύκλο που περιλάμβανε τις περιοχές Πάπαρι, Βλαχοκερασιά, Διάσελο, Αλωνίσταινα και Βέρβενα. Τότε έφθασε η πληροφορία ότι ο Μουσταφάμπεης με 3.500 άνδρες προερχόμενος από τα Γιάννινα είχε διασπάσει την πολιορκία από τα ανατολικά και είχε εισέλθει στην πόλη. Η επιχείρηση κινδύνευε, καθώς τις επόμενες μέρες τέθηκε σε καταδίωξη του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών που πολιορκούσαν την Τριπολιτσά. Οι δύο σημαντικές ήττες που υπέστη ο Μουσταφάμπεης στο Βαλτέτσι (12 Μαΐου) και στα Δολιανά (18 Μαΐου), όχι μόνο αναπτέρωσαν το ηθικό στο ελληνικό στρατόπεδο, αλλά συνέβαλαν καταλυτικά στην Άλωση της Τριπολιτσάς.
Η δύναμη των πολιορκητών συνεχώς ενισχυόταν και τις παραμονές της Άλωσης είχε φθάσει τους 10.000 άνδρες. Ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έσφιγγε διαρκώς και η πόλη υπέφερε. Οι αποθήκες των τροφίμων είχαν σχεδόν αδειάσει, τα χρήματα είχαν εξαντληθεί και οι αρρώστιες θέριζαν. Στην πόλη υπήρχαν 35.000 ψυχές, Τούρκοι, Χριστιανοί, Αλβανοί και Εβραίοι.
Τότε ο Κολοκοτρώνης συνέλαβε την ιδέα να κατασκευαστεί περιφερειακή τάφρος γύρω από την πόλη για να δυσκολέψει περισσότερο τη ζωή των πολιορκημένων. Η τάφρος κατασκευάστηκε ταχύτατα από τους χωρικούς και η όλη τοποθεσία ονομάστηκε Γράνα. Γύρω και πίσω από αυτή τοποθετήθηκαν τα τέσσερα ελληνικά σώματα, με επικεφαλής τους Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλη, Γιατράκο και Αναγνωσταρά. Οι επαναστάτες είχαν στη διάθεσή τους ένα παμπάλαιο κανόνι και οι πολιορκούμενοι 30.
Απόντος του Μόρα-Βαλεσί, Χουρσίτ Πασά, ο Μουσταφάμπεης, που είχε το γενικό πρόσταγμα στην πόλη, αντιλήφθηκε γρήγορα την κίνηση του Κολοκοτρώνη και στις 18 Αυγούστου ενήργησε επίθεση με ιππικό για να διασπάσει τον κλοιό των Ελλήνων. Απέτυχε και οι δυνάμεις του επέστρεψαν στην πόλη έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες.
Οι Διαπραγματεύσεις
Στις αρχές Σεπτεμβρίου οι πολιορκούμενοι είχαν περιέλθει σε άθλια κατάσταση, από την πείνα, τις επιδημίες και την φρουρά διηρημένη και απειθαρχούσα. Οι 7.000 Αλβανοί, από τους συνολικά 12.000 ενόπλους, διαπραγματεύτηκαν ξεχωριστά με τον Κολοκοτρώνη την αποχώρηση τους από την πόλη. Την 13η Σεπτ. οι Τούρκοι άρχισαν τις διαβουλεύσεις για την παράδοση της πόλεως. Ο Δημήτριος Υψηλάντης ο οποίος είχε την γενική αρχηγία, χωρίς όμως να μπορεί να επιβληθεί στους οπλαρχηγούς, στάλθηκε στον Κορινθιακό για την απαγόρευση αποβιβάσεως τουρκικών ενισχύσεων. Η απουσία του διευκόλυνε αυτό που επακολούθησε. Η απαίτηση του Κολοκοτρώνη για την καταβολή 50 εκατ. γροσιών για αποζημιώσεις, παράδοση όλου του οπλισμού και μέρους των υπαρχόντων τους, με αντάλλαγμα την ασφαλή φυγάδευση των Οθωμανών, οδήγησε σε διακοπή των διαπραγματεύσεων. Πολλοί από τους πλούσιους Τούρκους και Εβραίους της πόλεως έκλεισαν ξεχωριστές συμφωνίες με τους Έλληνες οπλαρχηγούς, για την ασφαλή απομάκρυνση των οικογενειών τους, έναντι μεγάλων αμοιβών. Συνδιαλλαγές πραγματοποιούνταν σε όλα τα επίπεδα, λόγω απουσίας ελέγχου και πειθαρχίας.
Η Άλωση
Η είσοδος των Ελλήνων στην πόλη υπήρξε επακόλουθο της οικειότητας που δημιουργήθηκε λόγω συνδιαλλαγών, μεταξύ του Έλληνος μαχητού Δούνια[2] και ενός Τούρκου. Την 23η Σεπτ. ο Τούρκος του επέτρεψε να ανέλθει στον προμαχώνα της πύλης του Ναυπλίου με δύο συντρόφους του, οι οποίοι αφού έριξαν σχοινιά για να ανέλθουν άλλοι πενήντα, εξουδετέρωσαν την τουρκική φρουρά.
Η εκδικητική μανία των επαναστατών εκδηλώθηκε όχι μόνο σε βάρος των Τούρκων, αλλά και των Εβραίων που είχαν δείξει εχθρική στάση απέναντι στην Επανάσταση, και των Ελλήνων που είχαν χαρακτηριστεί τουρκολάτρες, όπως ο πρόκριτος Σωτήρης Κουγιάς. Τα θύματα της άγρια σφαγής που ακολούθησε ανήλθαν σε 12 χιλιάδες, ενώ διασώθηκαν: οι σημαίνοντες Τούρκοι, το χαρέμι του Χουρσίτ Πασά[3], ο οποίος διεύθυνε την πολιορκία του Αλή Πάσα στα Ιωάννινα και η Αλβανική φρουρά που φυγαδεύτηκε μετά την συμφωνία που σύναψε με τον Κολοκοτρώνη. Από τα λάφυρα δεν κατέληξε τίποτα στο δημόσιο ταμείο, παρά την αρχική απόφαση του Υψηλάντου να διατεθεί το ένα τρίτο για τις ανάγκες της επαναστάσεως.
Οι Συνέπειες
Βιβλιογραφία
α. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε., Αθήνα 1977.
β. Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις , Αθήνα 1974, Εκδοτικός Οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ.
γ. THOMAS GORTON, Ιστορία Της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 2010, Εκδόσεις Αρχιπέλαγος.
[1] Στην πολιορκία συμμετείχαν και διέπρεψαν οι Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος), Μητροπέτροβας (Μήτρος Πέτροβας), Δημήτριος Πλαπούτας, Κυριακούλης και Ηλίας Μαυρομιχάλης, Παναγιώτης Κεφάλας και άλλοι.
[2] Πρόκειται για τον ναυτικό Μανώλη Δούνια ή Ντούνια από τον Πραστόν (Δήμος Βόρειας Κυνουρίας), ο οποίος έπεισε ένα Τούρκο να του επιτρέψει να ανέλθει στο κανονιοστάσιο της πύλης του Ναυπλίου. Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις (τόμος 2, σελ. 217).
[3] Ο Χουρσίτ παρέλαβε το χαρέμι του τον Μάιο του 1822, αφού κατάβαλε πρώτα 80.000 τάλιρα στην ελληνική κυβέρνηση.
Πηγές
1. stratistoria.wordpress.com
2. sansimera.gr
3. www.onalert.gr