Είμαι αρκετά μπερδεμένη, σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο των ελληνοτουρκικών. Συγκεκριμένα, μου φαίνεται δύσκολα ερμηνεύσιμο, και γι αυτό απειλητικό το γεγονός ότι, σε διάστημα ωρών, άλλαξε εκ βάθρων το κλίμα, και από το σημείο που οι Τούρκοι έδειχναν εξαγριωμένοι με τις χώρες του ευρωπαικού Νότου, που μας στηρίζουν, καθώς και από τις λεκτικές εξάρσεις τους ότι “θα μας κάνουν μεζέ”, ξαφνικά ξημέρωσε μια….ήρεμη ημέρα. Δηλαδή, “σαν καλά παιδιά” οι Τούρκοι κατευθύνουν με ηρεμία τα πλοία τους προς τα τουρκικά παράλια, και αντιμετωπίζουν με ανεκτικότητα τη συμβολική επίσκεψη της προέδρου της Δημοκρατίας στο Καστελόριζο.
Να θυμηθούμε, βέβαια, πριν ενθουσιαστούμε για τη θεαματική αυτή μεταστροφή της συμπεριφοράς των Τουρκων, ότι σε ελάχιστο χρόνο από τη μεταβολή τους αυτή, κραύγαζαν ότι “δεν θα δεχθούν διάλογο με προϋποθέσεις”, και αμέτρητες φορές, με πολλούς τρόπους διευκρίνησαν τι ακριβώς απαιτούν από το Αιγαίο, ώστε να πάψουν οι δήθεν αδικίες και ο δήθεν ελληνικός “φαταουλισμός” εναντίον της “γαλάζιας πατρίδας” τους. Αλλά, και από τη δική μας πλευρά διευκρινήσαμε με σθένος, ότι δεν πηγαίνουμε σε διάλογο, παρά με το μόνο και αποκλειστικό θέμα της υφαλοκρηπίδας.
Δεν νομίζω να μου διέφυγαν επεισόδια….Γι αυτό και διερωτώμαι, σε ποιά βάση προχωρούμε τώρα, όπως όλα δείχνουν, προς “διάλογο”, παρότι 24ωρα μόνο πριν ο διάλογος αυτός φαινόταν να αποκλείεται.
Ποιός υποχώρησε τελικά, αποφεύγοντας ωστόσο να το ανακοινώσει, από τη θέση που είχε, και την οποία κλιμάκωνε, ακατάπαυστα στο πρόσφατο παρελθόν; Εμείς ή οι Τούρκοι; Γιατί, οπωσδήποτε, κάποιος από τους δύο υποχώρησε.
Ομολογώ, ότι αφού άκουσα τις μεσημβρινές ειδήσεις και τη συνέντευξη του Πρωθυπουργού, έχω μια ανεξήγητη αίσθηση ότι παρακολουθώ θεατρική παράσταση, και μάλιστα αρκετά κακόγουστη, κυρίως επειδή (όπως τουλάχιστον μου φαίνεται) η εναλλαγή των επεισοδίων δεν έχει ειρμό και συνέχεια, και συνεπώς δεν είναι πειστική.
Και η αίσθηση μου αυτή ενισχύεται, δυσάρεστα, κάθε φορά που προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω τη “στήριξη των εταίρων μας του Νότου”. Δηλαδη, πείθομαι ότι η στήριξη αυτή, για την οποία εμφανιζόμαστε τόσο, μα τόσο ικανοποιημένοι, προϋποθέτει (με εξαίρεση ίσως τη Γαλλία), ότι θα δεχθούμε το πικρό ποτήρι του να καθίσουμε στο τραπέζι για διάλογο με τους Τούρκους. Για έναν διάλογο, οπωσδήποτε, αδιανότητο και απαράδεκτο, με βάση τις ύβρεις και τις πράξεις των Τούρκων, ώρες μόνον πριν αυτοί μετατρεπούν σε “καλωσυνάτους γείτονες”. Να μην απορήσει κανείς; Να μην ανησυχήσει στο έπακρον για αυτές τις εξελίξεις που είναι σαφώς και ποικιλοτρόπως απειλητικές;
Επιβάλλεται, συνεπώς, να παρακολουθήσουμε με μεγάλη προσοχή τη συνέχεια αυτού, που μοιάζει επικίνδυνα με θέατρο σκιών, πριν καταλήξουμε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα.