Στο σημερινό μας άρθρο, θα ασχοληθούμε με έναν από τους γενναιότερους και ικανότερους αγωνιστές του 1821: τον περίφημο Νικηταρά ή “Τουρκοφάγο”. Ο Νικηταράς, η αγνή ψυχή του αγώνα, ήταν όχι μόνο φόβος και τρόμος για τους Τούρκους, αλλά απίστευτα έντιμος και ανιδιοτελής. Δυστυχώς, μετά την απελευθέρωση, είχε την αντιμετώπιση πολλών άλλων ηρώων του 1821. Αναγκάστηκε να γίνει επαίτης, φυλακίστηκε, τυφλώθηκε και πέθανε πάμφτωχος. Αυτός που, πιθανότατα, ήταν ο μόνος απ’ όλους τους αγωνιστές του 1821, που δεν πήρε κανένα απολύτως λάφυρο απ’ όλες τις μάχες που πολέμησε και μεγαλούργησε.
TΟΥΡΚΟΛΕΚΑΣ
Όπως διηγείται ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του που κατέγραψε ο Γ. Τερτσέτης: “Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα αποδώθε από τον Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήταν προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο (σημ. μάλλον κατά τα Ορλοφικά, γύρω στο 1770) και ήταν πολεμικός (ανυπότακτος)”.
Το χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα, λέγεται σήμερα Νέδουσα και ανήκει στο νομό Μεσσηνίας. Παλαιότερα, υπήρχε η άποψη ότι ο Νικηταράς γεννήθηκε το 1781 ή το 1782 φαίνεται όμως, ότι γεννήθηκε το 1787. Πατέρας του ήταν ο Σταματέλος, γνωστός ως “Τουρκολέκας” και μητέρα του η Σοφία Καρούτσου, αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη Αικατερίνης. Ο πατέρας του, κυνηγημένος από τους Τούρκους, βρήκε καταφύγιο στον συνοικισμό του Λεονταρίου, στο σημερινό χωριό Τουρκολέκας Μεγαλόπολης. Εκεί γεννήθηκαν τα δύο αδέλφια του Νικήτα που είναι γνωστά: ο Νικόλας και ο Γιάννης (1805). Δυστυχώς, το 1816 όπως διηγείται ο Νικηταράς: “ Τον εσκότωσαν (ενν. τον πατέρα του) εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό (σημ: τον Γιάννη) και μ’ έναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρονών, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λεοντάρι”.
Ο εντεκάχρονος Ιωάννης (το 1816), ανακηρύχθηκε άγιος από την Εκκλησία μας. Ας δούμε το τραγικό τέλος του πατέρα και του αδελφού του Νικηταρά.
Το 1816 ο πατέρας του Νικηταρά, ο γιος του Ιωάννης και ο Αναγνώστης, γιός του θρυλικού αγωνιστή του Πάρνωνα Ζαχαριά, ταξίδευαν για τα Κύθηρα. Λόγω θαλασσοταραχής όμως βρέθηκαν στη Νεάπολη της Λακωνίας. Ο αγάς της περιοχής με δόλο τους συνέλαβε και τους έστειλε στη Μονεμβασιά. Ο τοπικός ηγεμόνας, τους φυλάκισε και ζήτησε οδηγίες από τον βοεβόδα του Μυστρά τι να τους κάνει. Εκείνος έδωσε εντολή να τους αποκεφαλίσουν. Πραγματικά, αποκεφαλίστηκαν ο Αναγνώστης και ο πατέρας του Νικηταρά. Για τον αδελφό του, διηγείται ο “Τουρκοφάγος”:
“ Στον αδελφό μου πρότειναν ν ’αλλάξει την πίστη του. Του δείχνουν το σκοτωμένο πατέρα του και του λέγουν κάθισε να σε κάνουμε Τούρκο. Τότε το παιδί κάνει το σταυρό του και τους απαντά: θα πάω κι εγώ εκεί που πάει ο πατέρας μου. Το παιδί όμως ξανακάνει το σταυρό του. Έγινε από το αίμα του σταυρός. Πήραν τα κεφάλια τους στην Τριπολιτσά”. Η σφαγή των τριών, έγινε στις 16 Οκτωβρίου 1816, έξω από τον ιερό ναό του “Ελκόμενου Χριστού” στη Μονεμβασιά. Στο δάπεδο της αυλής του ναού, το αίμα του Ιωάννη σχημάτισε Σταυρό. Τα κεφάλια τους στάλθηκαν όπως αναφέραμε στον πασά της Τριπολιτσάς, ενώ τα σώματα τους τάφηκαν στη Μονεμβασιά. Μέχρι σήμερα, παραμένει άγνωστος ο τόπος ταφής των κεφαλιών τους. Ο νεομάρτυρας και παιδομάρτυρας Ιωάννης, ανακηρύχθηκε άγιος από την Εκκλησία μας.
Ο Νικηταράς στα Επτάνησα
Δάσκαλός του στην τέχνη του πολέμου ήταν και ο Ζαχαριάς (Μπαρμπιτσιώτης), πρωτοκλέφτης που είχε οραματιστεί και σχεδιάσει την επανάσταση πολλά χρόνια πριν. Ο Ζαχαριάς μάλιστα ήταν αυτός που τον ‘στρατολόγησε’ σε μικρή ηλικία ως “μπουλουξή”. Ο Νικηταράς ήταν ψηλός, αδύνατος, πολύ μελαχρινός και απίστευτα γρήγορος και ακούραστος. Ντυνόταν απλά και φτωχικά και ήταν πάντα πρόθυμος να τρέξει όπου τον καλούσαν ως και τις πιο απόμακρες περιοχές της Ελλάδας, σε αποστολές δύσκολες και επικίνδυνες που πάντα διεκπεραίωνε με επιτυχία.
Το 1805, μετά τον διωγμό των κλεφταρματολών του Μοριά, πήγε στη Ζάκυνθο που τότε την κατείχαν Ρώσοι. Εκεί εντάχθηκε στα Τάγματα που είχαν ιδρυθεί και πολέμησε στην Ιταλία, εναντίον του Ναπολέοντα. Αργότερα επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους που τα είχαν καταλάβει με την Συνθήκη του Τίλσιτ. Το 1808, επέστεψε στον Μοριά μαζί με τον Θ. Κολοκοτρώνη για να βοηθήσει τον Αλή Φαρμάκη, που τον καταδίωκε ο Βελή πασάς. Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με τη στρατολογία Αλβανών Τσάμηδων, στο πλαίσιο του σχεδίου των Γάλλων για τη δημιουργία ελληνοαλβανικού κράτους. Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τους Βρετανούς, κατατάχθηκε ως αξιωματικός στα Ελληνικά Τάγματα υπό τον Ρίτσαρντ Τσορτς και στάλθηκε στη νότια Ιταλία, για να πολεμήσει τον Βοναπάρτη. Όταν τα Τάγματα διαλύθηκαν παρέμεινε στη Ζάκυνθο.
Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Ηλία Χρυσοσπάθη. Για ένα διάστημα, μαζί με τον Αναγνωσταρά και τον Δ. Πλαπούτα, περιόδευε την Πελοπόννησο για τους σκοπούς της Εταιρείας. Τον Ιούλιο του 1819, ξαναπήγε στη Ζάκυνθο και επέστρεψε στον Μοριά τον Φεβρουάριο του 1821. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ενώ στο έγγραφο μύησης του στη Φιλική Εταιρεία αναφέρεται ως “Νικήτας Τουρκολέκας”, ο Νικηταράς δεν κράτησε το οικογενειακό επώνυμο, αλλά μετά τη μύηση του, το υποκοριστικό Σταματελόπουλος (από το αρχικό επώνυμο της οικογένειας Σταματέλος). Το ίδιο έκανε και ο αδελφός του Νικόλαος, ενώ φαίνεται ότι αυτό επισημοποιήθηκε μετά το 1854, οπότε το υιοθέτησε και ο γιος του Ιωάννης.
Συνεργάστηκε μαζί με τον θείο του Θ. Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα για την προετοιμασία του ξεσηκωμού και στις 23 Μαρτίου 1821, μπήκε στην Καλαμάτα μαζί με άλλους οπλαρχηγούς. Μετά απ’ αυτό κατευθύνθηκε στην Τριπολιτσά. Για τα πολεμικά κατορθώματα του Νικηταρά, θα χρειαζόταν ένα ξεχωριστό, εκτενέστατο άρθρο. Σήμερα, θα συνοψίσουμε τις κυριότερες μάχες στις οποίες μετείχε και διακρίθηκε.
Στο Βαλτέτσι, επικεφαλής 800 αγωνιστών, στα Δολιανά, όπου με 150 άνδρες αντιμετώπισε 6.000 Τούρκους με επικεφαλής τον Κεχαγιάμπεη, τους οποίους και συνέτριψε. Τότε του δόθηκε το προσωνύμιο “Τουρκοφάγος” και προήχθη σε Στρατηγό. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη της Λιβαδειάς. Πήρε μέρος στην άλωση της Τριπολιτσάς και ήταν από τους ελάχιστους οπλαρχηγούς που δεν δέχτηκαν να πάρουν λάφυρα. Μαζί με 700 αγωνιστές, τον Απρίλιο του 1822 πήγε πάλι στην Ανατολική Στερεά και πολέμησε με τον Ανδρούτσο στη Στυλίδα και την Αγία Μαρίνα.
Δερβενάκια / Αγιονόρι
Είχε μεγάλη συμβολή στη συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, ιδιαίτερα στη μάχη στο Αγιονόρι, δύο μέρες αργότερα, όπου οι Τούρκοι είχαν 600 νεκρούς.
Ο Κολοκοτρώνης έπιασε με τους άνδρες του τα στενά στα Δερβενάκια από όπου θα περνούσε η μεγάλη στρατιά του Δράμαλη καθώς θα υποχωρούσε. Στον Νικηταρά ανέθεσε να χτυπήσει από μπροστά το έβγα της χαράδρας με τα παλληκάρια του. Όπως πάντα όρμησε πρώτος και ακράτητος στην μάχη και εδώ η ιστορία λέει πως 4 σπαθιά έσπασαν στα χέρια του και χρειάστηκε γιατρός για να μπορέσει ν ’ανοίξει η παλάμη του μετά το τέλος της φοβερής μάχης που έληξε με πανωλεθρία του Δράμαλη. Στα Δερβενάκια, σε λίγη ώρα σκότωσε 18 Τούρκους. Ήταν τόση η φρίκη και το αίμα που για να μην λιγοψυχήσει, φώναζε στον εαυτό του: “Κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σκοτώνεις”.
Ο ίδιος ο Δράμαλης με ένα μέρος του στρατού του που δεν είχε μπει στα στενά προσπάθησε να ξεφύγει από το Αγιονόρι, έσπευσε όμως κι εκεί ο Νικηταράς, κατετρόπωσε τον εχθρό και τον έτρεψε σε φυγή.
Κι εδώ όπως και στην Τρίπολη και όπως σε όλες τις μάχες που πήρε μέρος δεν νοιάστηκε για το πλιάτσικο. Όταν τελείωσε η μάχη, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα. Αναζήτησαν τον στρατηγό τους, τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τι θέλει κι αυτός τους είπε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Από τα πλούσια λάφυρα που είχανε μαζέψει του χάρισαν ένα άλογο και ένα βαρύτιμο σπαθί. Μαθημένος στα λίγα το άλογο το χάρησε στον Παναγιώτη Κάλα από την Δημητσάνα, ενώ το σπαθί το έδωσε στον έρανο της Πελοποννησιακής Γερουσίας για να κινηθεί ο στόλος σε βοήθεια των πολιορκημένων του Μεσολογγίου.
Πολέμησε με τον Δ. Υψηλάντη στην Αττική.
Κατά τις εμφύλιες διαμάχες που άρχισαν το 1823 τάχθηκε με το μέρος του Κολοκοτρώνη, εναντίον της κυβέρνησης Κουντουριώτη -ήταν ο μόνος από την «πλευρά Κολοκοτρώνη» που οι «αντίπαλοι» προσέγγισαν επιχειρώντας να τον πάρουν «μαζί τους». Ωστόσο επέδειξε συνετή στάση, αποφεύγοντας να πάρει μέρος στις μάχες και κάνοντας πολλές συμφιλιωτικές παρεμβάσεις. Μετά την οριστική επικράτηση των κυβερνητικών κατέφυγε στο Μεσολόγγι, όπου, κλείστηκε στην πολιορκημένη πόλη και πολέμησε μαζί με τον Δ. Μακρή κατά του Κιουταχή στη δεύτερη πολιορκία.
Μετά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, δόθηκε αμνηστία και ο Νικηταράς επέστεψε στον Μοριά. Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές συμπλοκές και μικροεπιχειρήσεις που έγιναν σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και είχαν σαν αποτέλεσμα την κάμψη του Ιμπραήμ, που ηττάται οριστικά στο Ναυαρίνο.
Ακολούθως, ο Νικηταράς με 800 πολεμιστές, πήρε μέρος στον ελληνικό θρίαμβο στην Αράχωβα, όπου επικεφαλής των Ελλήνων ήταν ο Γ. Καραϊσκάκης (Νοέμβριος 1826). Ακολούθως, πήρε μέρος στις μάχες στην Αττική (1827) και στη συνέχεια επέστρεψε στον Μοριά όπου πολέμησε εναντίον του Ιμπραήμ στη Μεσσηνία. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, ο Νικηταράς σκότωσε περισσότερους από 1.000 Τούρκους στις μάχες που πήρε μέρος.
Ήταν υποστηρικτής του Καποδίστρια και από τους στενότερους συνεργάτες του. Στη Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), πήρε μέρος ως πληρεξούσιος του Λεονταριού. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, έζησε απομονωμένος.
Ο Νικηταράς στα χρόνια του Όθωνα
Ο Νικηταράς, άνηκε στο ρωσόφιλο κόμμα (των Ναπαίων). Μετά από αντικυβερνητικό κίνημα στη Μεσσηνία (1834) φυλακίστηκε για λίγο από την Αντιβασιλεία. Το 1839 κατηγορείται ότι ήταν αρχηγός της “Φιλορθοδόξου Εταιρείας” που είχε σκοπό την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και τη στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Η Εταιρεία όμως προδόθηκε και ο Νικηταράς φυλακίστηκε (Δεκέμβριος 1839). Δικάστηκε στις 11 Ιουλίου 1840 και αθωώθηκε, καθώς δεν βρέθηκαν αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του. Η αθωωτική απόφαση εξόργισε την κυβέρνηση που τον κράτησε υπό περιορισμό στην Αίγινα. Στη φυλακή υπέστη βασανισμούς και εξευτελισμούς από τους δεσμοφύλακες. Ο Μακρυγιάννης, διαμαρτυρήθηκε στον Όθωνα για εξαθλίωση του σπουδαίου οπλαρχηγού που τον βρήκε “ρέστο και χωρίς μιστόν”. Καταφέρνει να τον αποφυλακίσει (18/9/1841). Τον Μάρτη του 41 αφέθηκε ελεύθερος. Γύρισε σπίτι όπου τον περίμενε άλλο ένα χτύπημα. Η μια από τις 2 του κόρες είχε από τις κακουχίες και τους διωγμούς που υπέστη ο πατέρας της τρελλάθηκε. Όμως η υγεία του ήταν κατεστραμμένη και ο θρυλικός “Τουρκοφάγος”, σχεδόν τυφλός, καθώς έπασχε από ζάχαρο. Το φως των ματιών του τον εγκατέλειψε 1 χρόνο πριν τον θάνατό του. Η Κυβέρνηση, του χορηγεί μια άδεια επαιτείας (!), του επιτρέπει δηλαδή να ζητιανεύει κάθε Παρασκευή μπροστά στην Ευαγγελίστρια του Πειραιά, την εκκλησία που υπάρχει μέχρι σήμερα. Μετά τα γεγονότα της 5ης Σεπτεμβρίου 1843, του δόθηκε ο βαθμός του Υποστράτηγου, ενώ το 1847 έγινε μέλος της Γερουσίας. Από εκεί, είχε μία μικρή σύνταξη, που ήταν το μόνο του εισόδημα. Έζησε ως το τέλος της ζωής του στον Πειραιά. Πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου 1849. Τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, δίπλα στον Θ. Κολοκοτρώνη στο Α’ Νεκροταφείο. Ωστόσο, σήμερα είναι άγνωστο πού βρίσκεται ο τάφος του και κανείς δεν αναζήτησε ποτέ τα οστά του.
Παντρεύτηκε την Αγγελίνα, κόρη του θρυλικού Ζαχαριά και απέκτησε τρία παιδιά: του Γιάννη, που έγινε στρατιωτικός και δύο κόρες: τη Ρεγγίνα και άλλη μία, μικρότερη σε ηλικία, που τρελάθηκε όταν τον είδε σε άθλια κατάσταση μετά την πολύμηνη φυλάκισή του στην Αίγινα.
Αυτός ήταν ο Νικηταράς, ο γενναιότερος και πλέον ανιδιοτελής από τους ήρωες του 1821. Όταν τον ρώτησε ο Τερτσέτης γιατί έμεινε φτωχός και δεν πήρε ποτέ του λάφυρα από τις μάχες, ο Νικηταράς απάντησε: «Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια το καπετανιλίκι μου για να καζαντίσω!» Και όταν ο Άρειος Πάγος έστειλε κάποιον για να ζητήσει από τον Νικηταρά να δολοφονήσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο ο Τουρκοφάγος, έγινε έξαλλος, του επιτέθηκε και λίγο έλειψε να τον σκοτώσει!
Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό με τον Ρώσο πρέσβη, που όταν έμαθε την κατάληξη του Νικηταρά, έσπευσε στον Πειραιά “Τι κάνετε εδώ στρατηγέ μου”, ρώτησε τον Νικηταρά, που μόλις αντιλήφθηκε ότι του μιλούσε κάποιος ξένος, μάζεψε το χέρι του. “Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα”, απάντησε περήφανος ο Τουρκοφάγος “Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος κάτω στο δρόμο” ρώτησε ο Ρώσος. “Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος” είπε ο Νικηταράς. Ο Ρώσος πρέσβης φεύγοντας, άφησε να πέσει διακριτικά ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς, αν και δεν έβλεπε, άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και του είπε: “Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε μην το βρει κανένας και το χάσεις”!
Όλη η πολεμική αρετή του Νικηταρά, συμπυκνώνεται στο παρακάτω δίστιχο του Τσοπανάκου:
“ Του Λεωνίδα το σπαθί, Νικηταράς θα το φορεί…”
Πηγές
https://cognoscoteam.gr/
http://tourkoleka.gr/
https://www.thetoc.gr/
https://www.mixanitouxronou.gr/
1 Σχόλιο