Τα Ψαρά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης
Οι Ψαριανοί ξεκίνησαν την επανάσταση στο νησί τους στις 10 Απριλίου 1821, όταν έφτασε στα Ψαρά από τις Σπέτσες με το πλοίο του ο πλοίαρχος Γκίκας Τσούπας. Στις 20 Απριλίου Ψαριανοί με τα πλοία τους κατευθύνθηκαν στη Σμύρνη όπου βύθισαν ένα τουρκικό πλοίο και συνέλαβαν άλλα τέσσερα, τα οποία έφεραν στα Ψαρά. Το επόμενο διάστημα ψαριανά πλοία συμμετείχαν σε επιχειρήσεις στο Θερμαϊκό κόλπο και στο κόλπο του Κουσάντασι, στις οποίες κατέστρεψαν και κατέλαβαν τουρκικά πλοία. Ακολούθησε κοινή εκστρατεία με πλοία της Ύδρας και των Σπετσών στη Χίο, στα τέλη Απριλίου 1821 και η αποστολή τεσσάρων ψαριανών πλοίων στην Ίμβρο τον Μάιο του 1821. Στα τέλη Μαΐου ο ελληνικός στόλος, στον οποίο μετείχαν και ψαριανά πλοία, εκδίωξε τον οθωμανικό στόλο στην Ερεσσό, έξω από τις ακτές της Λέσβου. Στις 20 Φεβρουαρίου 1822 ο ελληνικός στόλος με ναυάρχους, τον Ανδρέα Μιαούλη (Ύδρα), Γκίκα Τσούπα (Σπέτσες) και Νικόλαο Αποστόλη (Ψαρά) αντιμετώπισε τα εχθρικά πλοία στο Πατραϊκό κόλπο. Τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου 1822 ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Κανάρης ανατίναξε τη τουρκική ναυαρχίδα στα παράλια της Χίου. Ο Κανάρης ανατίναξε τη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου και μερικούς μήνες αργότερα, την 28 προς 29η Οκτωβρίου την υποναυάρχίδα στη Τένεδο. Τον Ιούνιο του 1823 με απόφαση της «Βουλής των Ψαρών» έγινε εκστρατεία και καταλήφθηκε το Τσανταρλί στη Μικρά Ασία.
Τα Ψαρά, ένα μικρό νησί στα βορειοδυτικά της Χίου, είχε σπουδαία θαλασσινή παράδοση και ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες, με ονομαστούς πυρπολητές, όπως ο Παπανικολής, ο Κανάρης και ο Πιπίνος. Η καταστροφή των Ψαρών αποφασίστηκε από τον σουλτάνο, ώστε να δώσει τέλος στα τόσα προβλήματα που δημιουργούσαν στον δυσκίνητο τουρκικό στόλο.
Η επίθεση των ΤουρκοΑιγυπτίων
Κατά το τέταρτο έτος της Εθνικής Παλιγγενεσίας, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ βρισκόταν σε αδυναμία να καταστείλει την Επανάσταση και ζήτησε τη βοήθεια του υποτελούς του Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου. Το Μάρτιο του 1824 συνήφθη μεταξύ των δύο ανδρών συμφωνία, με την οποία ο Μεχμέτ Αλή δεχόταν να συμπράξει, υπό τον όρο να του παραχωρηθεί η Κρήτη, η Κύπρος και να διορισθεί ο θετός γιος του, Ιμπραήμ, διοικητής της Πελοποννήσου.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι έδιδαν πρωταρχική σημασία στις κατά θάλασσα επιχειρήσεις, γιατί αν δεν καταστρεφόταν ο ελληνικός στόλος και δεν εξουδετερώνονταν οι ναυτικές βάσεις των Ελλήνων, δεν θα ήταν δυνατό να ευδοκιμήσουν οι κατά ξηρά προσπάθειές τους. Αποφασίσθηκε, λοιπόν, ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον περιβόητο Χουσεΐν να προσβάλλει την Κάσο και ο τουρκικός υπό τον Χοσρέφ Πασά τα Ψαρά.
Την πρόθεση του Σουλτάνου και τις προετοιμασίες του Οθωμανικού στόλου, το 1824, έμαθαν οι Ψαριανοί και ειδοποίησαν επανειλημμένως την ελληνική κυβέρνηση και ιδιαίτερα τους Υδραίους ζητώντας ενισχύσεις για την αντιμετώπιση του εχθρικού στόλου. Παρόλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση αδράνησε και ενισχύσεις δεν εμφανίστηκαν στα Ψαρά. Η απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης και των Υδραίων για ουσιαστική βοήθεια προς τους Ψαριανούς είχε να κάνει με τις αντιζηλίες και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των τριών νησιών.
Οι προετοιμασίες
Το πρωί της 20ης Ιουνίου ο τουρκικός στόλος απέπλευσε από το Σίγρι Μυτιλήνης με προορισμό τα Ψαρά. Απετελείτο κατά μια εκδοχή από 176 πλοία (πολεμικά και φορτηγά) και 12 χιλιάδες άνδρες (τούρκους και τουρκαλβανούς).
Στα Ψαρά τότε βρίσκονταν 7.000 ντόπιοι και 23.000 πρόσφυγες από τη Χίο, τη Μικρά Ασία και αλλού. Οι στρατιωτικές δυνάμεις έφταναν τις 3.000 (1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι και 1.027 Μακεδόνες και Θεσσαλοί που είχαν πάει για να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού). Οι Ψαριανοί είχαν κάνει οχυρώσεις στις ακτές τις οποίες πίστευαν ότι θα χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για να αποβιβασθούν. Στις 8 Ιουνίου η Βουλή του νησιού είχε αποφασίσει να πολεμήσουν στη ξηρά, έτσι, έθεσαν σε απραξία τον στόλο και δεν χρησιμοποίησαν καθόλου τα πυρπολικά. Επίσης, μετέφεραν τα κανόνια από τα πλοία τους σε διάφορα σημεία στη στεριά και αφαίρεσαν τα πηδάλια των πλοίων τους, για να εμποδίσουν όσους τυχόν θα ήθελαν να φύγουν. Ακόμη, διασκόρπισαν τις δυνάμεις τους στην ξηρά και δεν έδιωξαν τα γυναικόπαιδα.
Στις 16 Ιουνίου εμφανίστηκαν στο νότιο μέρος του νησιού, στον κάβο του Αγίου Γεωργίου, 15 τουρκικά πλοία για να κατασκοπεύσουν τις θέσεις των αμυνόμενων. Οι κάτοικοι άρχισαν να τα βομβαρδίζουν, ενώ ο Κανάρης και ο Μαμούνης προσπαθούσαν να τα πλευρίσουν και να τα πυρπολήσουν. Οι Τούρκοι τους αντιλήφθηκαν και υποχώρησαν. Δύο ημέρες αργότερα, οι Ψαριανοί πληροφορήθηκαν από τον κυβερνήτη γαλλικού καραβιού, ότι οι Τούρκοι που ετοίμαζαν επίθεσης, ανέρχονταν στις 30.000. Τους συμβούλεψε να εγκαταλείψουν το νησί για να μη χυθεί αίμα και να εγκατασταθούν σε ασφαλή περιοχή, αλλά δεν εισακούστηκε. «Θα χυθεί και τουρκικό αίμα», ήταν η απάντηση των κατοίκων.
Τότε οι Ψαριανοί ειδοποίησαν εκ νέου την ελληνική κυβέρνηση για να στείλει άμεσα τον ελληνικό στόλο και εφόδια. Στις 17 Ιουνίου 1824 το Εκτελεστικό απάντησε στους Ψαριανούς ότι ο στόλος είχε ξεκινήσει τη προηγούμενη ημέρα και ότι θα είχε ήδη φτάσει στα Ψαρά. Σύμφωνα με τον Κωνσταντή Νικόδημο η απάντηση του Εκτελεστικού δεν ανταποκρινόταν στη πραγματικότητα καθώς γνώριζε ότι ο στόλος είχε εντολή να κατευθυνθεί στη Κάσο και όχι στα Ψαρά.
Η καταστροφή του νησιού
Δυο μέρες αργότερα ο τουρκικός στόλος, που αποτελούνταν κατά τον Νικόδημο από τουλάχιστον 235 πλοία (ο Villeneuve στην επίσημη έκθεσή του προς τον αρχηγό της γαλλικής ναυτικής μοίρας έκανε λόγο για περίπου 180 πλοία ενώ ένας υπάλληλος του γαλλικού προξενείου της Σμύρνης ανέφερε ότι ήταν 200), προσέγγισε τα Ψαρά, και τα τουρκικά πλοία άρχισαν να πλήττουν με τα κανόνια τους τα πυροβολεία των Ψαριανών στον όρμο Κάναλο, στα βόρεια του νησιού. Στη συνέχεια τα τουρκικά στρατεύματα προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αποβιβαστούν στο σημείο. Η προσπάθεια απόβασης επαναλήφθηκε τα ξημερώματα της 21ης Ιουνίου αλλά και πάλι χωρίς επιτυχία.
Ο Χοσρέφ πασάς εντόπισε το αδύνατο σημείο των Ψαρών στην αμμουδιά «Ερινός». Η περιοχή φαινόταν ανοχύρωτη, χωρίς πολεμιστές ή πυροβολικό. Λόγω της απότομης πλαγιάς, ήταν το μοναδικό σημείο που είχε μείνει αφύλακτο. Ο Χοσρέφ οργάνωσε το εξής σχέδιο: πρώτα, χώρισε το στράτευμα. Ένα τμήμα του έκανε απόβαση στον «Ερινό», ενώ ο κύριος όγκος του στρατιωτικού σώματος απασχολούσε τους Ψαριανούς στον όρμο του Κανάλου. Ο στόχος του ναυάρχου είχε επιτευχθεί. Το πρώτο τμήμα είχε περάσει στην πόλη, ενώ το δεύτερο προχωρούσε προς το Φτελιό….
Ύστερα από μάχες που κράτησαν αρκετές ώρες οι Τούρκοι στρατιώτες κατάφεραν να επικρατήσουν στο σημείο και άρχισε η απόβαση επιπλέον στρατιωτών στο νησί, που κατευθύνθηκαν στο νότιο μέρος του νησιού, στη Χώρα. Στο Φτελιό, που βρίσκεται στις δυτικές ακτές των Ψαρών, περίπου στο μέσο του νησιού, οι Έλληνες είχαν κανόνια τα οποία όμως ήταν τοποθετημένα προς τη θάλασσα με σκοπό να αποτρέψουν τυχόν απόβαση τουρκικών στρατευμάτων στο σημείο . Έτσι όταν οι Τούρκοι εμφανίστηκαν ξαφνικά από πίσω τους δεν πρόλαβαν να τα γυρίσουν και να τα χρησιμοποιήσουν. Παρόλα αυτά πολέμησαν με τα ελαφρά τους όπλα και στο τέλος σκοτώθηκαν ανατινάζοντας τη πυριτιδαποθήκη.
Στη συνέχεια τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν στα νότια των Ψαρών και μπήκαν στη Χώρα, όπου άρχισαν να σφάζουν τους άμαχους που βρίσκονταν εκεί. Ο πρόξενος της Ρωσίας στα Ψαρά, Γ. Κομνηνός, συγκέντρωσε στο σπίτι του αρκετά γυναικόπαιδα και ύψωσε τη ρωσική σημαία προκειμένου να αποτρέψει τους Τούρκους να μπουν κάτι όμως που δεν απεφεύχθη τελικά και ο ίδιος σκοτώθηκε. Πολλοί άμαχοι προσπάθησαν να διαφύγουν με πλοιάρια όμως αρκετά από αυτά λόγω του βάρους ανατράπηκαν με αποτέλεσμα οι επιβαίνοντες να πνιγούν. Γυναίκες με τα παιδιά τους στην αγκαλιά έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν για να μη τις πιάσουν αιχμάλωτες. Άλλες πήραν τα όπλα και πολέμησαν μέχρι τέλους ενώ αρκετές κατέφυγαν στο λόφο του Παλιόκαστρου όπου υπήρχαν πυροβολεία και Έλληνες στρατιώτες.
Στο Παλαιόκαστρο, που βρισκόταν νοτιοδυτικά της Χώρας, οι Έλληνες είχαν χτίσει ένα φρούριο με τείχος πέντε μέτρων γύρω από δύο εκκλησίες ενώ είχαν κατασκευάσει και δύο πυριτιδαποθήκες. Τα τουρκικά πλοία άρχισαν να πλήττουν το φρούριο με τα κανόνια τους και οι αμυνόμενοι απαντησαν. Τελικά οι Έλληνες κατάφεραν να κατεβάσουν από το φρούριο όσα γυναικόπαιδα μπόρεσαν και τα επιβίβασαν στο πλοίο του Αναγν. Τζώρτζη, που ήταν αγκυροβολημένο κάτω από το Παλαιόκαστρο. Μέσα στο φρούριο έμειναν 85 Ψαριανοί και 45 Θεσσαλομακεδόνες με τους οπλαρχηγούς Ράδο και Άγγελο ενώ αργότερα έφτασαν και άλλοι 20 στρατιώτες από άλλα μέρη καθώς και άγνωστος αριθμός γυναικών και παιδιών. Οι στρατιωτικοί αποφάσισαν να πολεμήσουν μέχρι τέλους ενώ τα γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στη μεγάλη πυριτιδαποθήκη, την οποία ανατίναξε το απόγευμα της 22ας Ιουνίου, όταν οι Τούρκοι στρατιώτες κατέλαβαν το φρούριο, ο Αντώνιος Βρατσάνος, γιός του Δημητρίου Βρατσάνου. Τη δεύτερη πυριτιδαποθήκη ανατίναξε ο αρχιφύλακας του κανονιοστασίου Σιδέρης.
Παράλληλα με την επίθεση στο φρούριο του Παλαιόκαστρου Τούρκοι στρατιώτες έκαναν έφοδο στις νησίδες Άγιος Νικόλαος και Δασκαλιό, στα δυτικά των Ψαρών, όπου βρίσκονταν Έλληνες στρατιώτες. Οι Τούρκοι χρειάστηκαν πέντε μέρες μέχρι να καταφέρουν να αποβιβαστούν στις νησίδες καθώς συνάντησαν μεγάλη αντίσταση. Όταν πάτησαν στις νησίδες κατάφεραν να πιάσουν ορισμένους αιχμαλώτους τους οποίους θέλησαν να χρησιμοποιήσουν για να πείσουν όσους συνέχιζαν να πολεμούν να παραδοθούν. Όταν τελικά ένας δέχτηκε και κινήθηκε προς όσους συνέχιζαν την άμυνα σκοτώθηκε με έναν πυροβολισμό από τον οπλαρχηγό Νάνο και στη συνέχεια οι οπλαρχηγοί Μαμούνης και Βελισσάριος ανατίναξαν την πυρίτιδα.
Η καταστροφή και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε τρομερή. Από τους 30.000 κατοίκους του νησιού, οι 18.000 θανατώθηκαν ή πωλήθηκαν ως σκλάβοι.
Μετά τη καταστροφή
Από τα περίπου 100 πλοία των Ψαριανών, μόνο 16 διασώθηκαν, καθώς και 7 πυρπολικά με τον Κανάρη. Όσοι από τους κατοίκους των Ψαρών γλίτωσαν από το γιαταγάνι των Οθωμανών εγκαταστάθηκαν στη Μονεμβασιά και μετά την απελευθέρωση στην Αρχαία Ερέτρια, που πήρε την ονομασία Νέα Ψαρά.
Οι διασωθέντες Ψαριανοί κατευθύνθηκαν αρχικά σε διάφορα νησιά του Αιγαίου: στη Σκύρο, την Άνδρο, την Τήνο, τη Μύκονο, την Πάρο, την Κέα, τη Σύρο και τις Σπέτσες ενώ ένα γαλλικό πλοίο μετέφερε 156 Έλληνες στο Ναύπλιο. Οι περισσότεροι από τους διασωθέντες κατέφυγαν στις Σπέτσες και εκεί προχώρησαν στη σύσταση ενός πενταμελούς οργάνου, της Επιτροπής των Ψαριανών, που αντικατέστησε τη Βουλή των Ψαριανών και αναγνωρίστηκε de facto από την ελληνική κυβέρνηση. Οι Ψαριανοί ζήτησαν βοήθεια για να καταφέρουν να επιβιώσουν και η ελληνική κυβέρνηση τους έστειλε 1.000 κοιλά σιτάρι (σύμφωνα με το Η’ Ψήφισμα του Καποδίστρια της 3ης Φεβρουαρίου 1828, 1 τόνος ισούταν με 40 κοιλά). Επίσης ζήτησαν όσα από τα πλοία τους είχαν διασωθεί να ενταχθούν στον εθνικό στόλο. Τελικά εντάχθηκαν 10 από τα 16 πολεμικά πλοία και 5 από τα 7 πυρπολικά. Τέλος ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στο νησί τους αλλά γι’ αυτό η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα.
Σύντομα οι Ψαριανοί εγκατέλειψαν τις Σπέτσες καθώς δεν τους επετράπη να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Τον Ιούλιο του 1824 εγκαταστάθηκαν προσωρινά στο φρούριο της Μονεμβασιάς ύστερα από άδεια της ελληνικής κυβέρνησης και τα πλοία τους ενώθηκαν με τον ελληνικό στόλο. Στις 29 Ιουλίου ζήτησαν από το Βουλευτικό να εξαγοράσει ψαριανές οικογένειες για τις οποίες υπήρχαν πληροφορίες ότι βρίσκονταν στη Σμύρνη, τη Χίο κ.α. αλλά η Κυβέρνηση έστειλε ένα πολύ μικρό ποσό, μόλις 10.000 γρόσια. Σύντομα στη Μονεμβασιά έπεσε θανατηφόρα ασθένεια και τελικά πολλοί Ψαριανοί εγκατέλειψαν το φρούριο και πήγαν στη Σύρο, τη Τήνο και τη Μύκονο. Στη Σύρο εγκαταστάθηκαν σε μια συνοικία που ονομάστηκε Ψαριανά, όπου δημιούργησαν εργαστήρια επισκευής πλοίων. Από τα δημοτολόγια του Δήμου Ερμούπολης προκύπτει ότι το 1824 ήταν εγκαταστημένες στη Σύρο 274 οικογένειες Ψαριανών, δηλαδή 700 -800 άτομα. Το Δεκέμβριο του 1824 Ψαριανοί εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά όμως οι Αθηναίοι αν και στην αρχή τους είχαν δεχτεί αργότερα αντέδρασαν. Αρκετοί Ψαριανοί στράφηκαν στη πειρατεία αλλά ύστερα από την έντονη διαμαρτυρία του διοικητή της αγγλικής πολεμικής μοίρας στο Αιγαίο η Επιτροπή των Ψαρών κατέστρεψε στο λιμάνι της Αίγινας ψαριανά πειρατικά ενώ αργότερα κατέστρεψε πειρατικά με τη συνδρομή του τακτικού στρατού και με τη σύμπραξη των Γάλλων.
Το 1826 οι Ψαριανοί απευθύνθηκαν με υπόμνημα στο βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο Ι’ και ζήτησαν να τους παραχωρηθεί λιμάνι και ανάλογη έκταση στη Κορσική για να εγκατασταθούν. Το 1827 ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να εγκατασταθούν στην Εύβοια, όταν θα απελευθερωνόταν. Τέσσερα χρόνια αργότερα ζήτησαν να εγκατασταθούν στην Ερέτρια αίτημα που έγινε δεκτό. Τελικά οι Ψαριανοί εποίκισαν το 1847 την Ερέτρια που ονομάστηκε Νέα Ψαρά.
Προσπάθεια ανακατάληψης
Ο Χοσρέφ, αφού άφησε στα Ψαρά μερικά πλοία και 600 Αλβανούς αντί να επιτεθεί στη Σάμο, όπως ήταν σχεδιασμένο, πήγε στη Μυτιλήνη για να γιορτάσει το Μπαϊράμι. Με πρωτοβουλία τότε του υδραίου Λάζαρου Κουντουριώτη συγκροτήθηκε στόλος υπό τους Σαχτούρη και Μιαούλη, προκειμένου να ανακαταλάβει το μαρτυρικό νησί και να εκδικηθεί τους Οθωμανούς για τη μεγάλη σφαγή.
Οι ναυτικές μοίρες των δύο ναυάρχων συναντήθηκαν στο ακρωτήρι Λιμνιονάρι των Ψαρών τα ξημερώματα της 3ης Ιουλίου 1824. Σε σύσκεψη, που ακολούθησε, αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί άμεση απόβαση στο νησί. Το ελληνικό αποβατικό σώμα αριθμούσε 1500 άνδρες, ενώ τα Ψαρά υπερασπίζονταν 600 Τουρκαλβανοί. Οι Έλληνες κατέβαλαν δια περιπάτου τους υπερασπιστές του νησιού, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέφυγαν στα τουρκικά πλοία, που ναυλοχούσαν στο λιμάνι των Ψαρών. Γύρω στους 150 δεν μπόρεσαν να φθάσουν στα πλοία και ταμπουρώθηκαν στα σπίτια των Ψαρών, προσπαθώντας να αποκρούσουν τους επιτιθέμενους Έλληνες, που είχαν καταλάβει όλες τις οχυρωματικές θέσεις, μεταξύ αυτών και το Παλαιόκαστρο.
Τα πληρώματα των 25 εχθρικών πλοίων, προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά όταν πληροφορήθηκαν από τους πανικόβλητους τουρκαλβανούς, ότι οι έλληνες ήταν κύριοι σχεδόν όλου του νησιού, έλυσαν τους κάβους και προσπάθησαν να διαφύγουν στην Λέσβο. Ο Μιαούλης τους κατεδίωξε και στ’ ανοιχτά της Χίου συνήφθη ναυμαχία, που κράτησε σχεδόν 5 ώρες, με νικηφόρο αποτέλεσμα για τους έλληνες. Μόνο 5 από τα 20 τουρκικά σκάφη έφθασαν σώα στον προορισμό τους, ενώ σύμφωνα με τις αναφορές του Μιαούλη οι απώλειές τους ξεπέρασαν τους 1000 άνδρες. Οι έλληνες είχαν μόνο ένα νεκρό και έξι τραυματίες.
Μετά τη νικηφόρα ναυμαχία, ο Μιαούλης και τα πλοία του επέστρεψαν στα Ψαρά. Αντί, όμως, οι ελληνικές δυνάμεις να φροντίσουν να διώξουν τους λίγους τουρκαλβανούς που παρέμειναν οχυρωμένοι στα σπίτια και να γίνουν κύριοι του νησιού, άρχισαν το πλιάτσικο. Ναύτες και πλοίαρχοι επιδόθηκαν σε αρπαγή κανονιών, τροφίμων και εμπορευμάτων, όσων είχαν απομείνει στο νησί, για να τα μεταφέρουν ο καθένας στα πλοία του. Τα περισσότερα κανόνια ήταν λάφυρα των Οθωμανών από την καταστροφή του ψαριανού στόλου, ενώ τα τρόφιμα και τα εμπορεύματα τα είχαν αρπάξει οι τουρκαλβανοί από τα σπίτια πλουσίων Ψαριανών, μετά το Ολοκαύτωμα.
Η διαταγή του ναυάρχου Μιαούλη να θεωρηθούν τα κανόνια περιουσία του ελληνικού κράτους δεν εκτελέσθηκε ποτέ. Η διαμάχη για τη μοιρασιά της λείας παρέλυσε την πειθαρχία του στόλου. Με επιστολή του στους προκρίτους της Ύδρας, στις 6 Ιουλίου, ο Μιαούλης διεκτραγωδούσε την κατάσταση: «…Σας αφήνω να στοχασθήτε οποία ακαταστασία, ασυμφωνία και ιδιοτέλεια βασιλεύει εις τον στόλο μας και αν εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένου του στόλου εμπορούμεν να βάλωμεν βάσιν και να ελπίζομεν εις αυτόν…».
Προφητική διαπίστωση, που θα επαληθευθεί μια μέρα αργότερα. Στις 7 Ιουλίου, η γολέτα του Τομπάζη, που έπλεε μεταξύ Χίου και Ψαρών, ειδοποίησε ότι μοίρα του οθωμανικού στόλου κατευθυνόταν προς τα Ψαρά. Ο Μιαούλης διέταξε τον στόλο να τεθεί σε πολεμική ετοιμότητα. Από τα 51 ελληνικά πλοία μόνο τα 14 πειθάρχησαν. Ο τουρκικός στόλος κατόρθωσε να επιβιβάσει ενισχύσεις στο νησί, που ενώθηκαν με τους ολίγους πολιορκούμενους τουρκαλβανούς. Στις 10 Ιουλίου 1824 ο Μιαούλης βλέποντας την κακή κατάσταση του στόλου έλυσε την πολιορκία και εγκατέλειψε την περιοχή με τα πλοία του. Κατέφυγε στο Σούνιο, όπου περίμενε διαταγές από την Ύδρα, ενώ τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία κατευθύνθηκαν προς το Κάβο-Ντόρο.
Έτσι, η εκστρατεία του ελληνικού στόλου για την ανακατάληψη των Ψαρών δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, εκτός από την καταστροφή της τουρκικής ναυτικής μοίρας. Το νησί θα παραμείνει υπό οθωμανική κυριαρχία ως το 1912, οπότε θα ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Η καταστροφή των Ψαρών στη τέχνη
Η Καταστροφή των Ψαρών ενέπνευσε μερικούς από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και ζωγράφους. Ο Διονύσιος Σολωμός το 1825, έγραψε το επίγραμμα:
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια
Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γεναμένο από λίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη.
Ο Ανδρέας Κάλβος έγραψε την ωδή «Εις Ψαρά» ενώ η καταστροφή του νησιού ενέπνευσε και τον Γεώργιο Τερτσέτη και τον Αλέξανδρο Ραγκαβή. Ο Θεόδωρος Αλκαίος, που ήταν παρών στη καταστροφή των Ψαρών, καθώς ήταν γραμματικός του Νικολή Αποστόλη, έγραψε το έργο «Η άλωσις των Ψαρών».
Πολύ γνωστοί είναι οι πίνακες του Νικολάου Γύζη η “Δόξα των Ψαρών” και “Μετά την καταστροφή των Ψαρών”.
Πηγές
SanSimera.gr
Wikipedia
mixanitouxronou.gr
1 Σχόλιο