Αρθρογραφία

Κωνσταντής Κανάρης μπουρλοτιέρης και Πρωθυπουργός

Κωνσταντής Κανάρης

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης (Ψαρά, 1793 – Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου 1877) ήταν Έλληνας επαναστάτης, σπουδαία μορφή του ναυτικού αγώνα κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και μετέπειτα ναύαρχος και πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πέντε φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας σε ένα διάστημα 33,5 ετών (1844, 1848-49, 1864, 1864-65 και 1877) και για 2 χρόνια και 3 μήνες συνολικά. Η αγνή και ανιδιοτελής ψυχή του οδήγησε να γίνει ο Κωνσταντής Κανάρης μπουρλοτιέρης και Πρωθυπουργός.

Δύο γεγονότα καταδεικνύουν τη συμβολή του Κανάρη ως πολιτικού άνδρα στη Νεότερη Ελληνική Ιστορία: γίνεται ο πρώτος που συμπληρώνει 4 πρωθυπουργίες (1864) από την πλήρη εφαρμογή Συντάγματος στη χώρα το 1844 (όπως και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος 10 χρόνια νωρίτερα, με τις δύο όμως πρώτες κατά την Απόλυτη Μοναρχία του βασιλιά Όθωνα Α΄) και βασικά ο μόνος πρωθυπουργός που επί των ημερών του η Βουλή ψηφίζει ή αναθεωρεί το Σύνταγμα της Ελλάδας δυο φορές, το 1844 και το 1864 (τα δυο δικτατορικά Συντάγματα επί Γεωργίου Παπαδόπουλου αφενός δεν ψηφίστηκαν από Βουλή, παρά επικυρώθηκαν με τα νόθα δημοψηφίσματα των 1968 και 1973, αφετέρου το τελευταίο έπαψε αυτοδίκαια να ισχύει με την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών).

Βιογραφία

Πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε το 1793 στα Ψαρά (αρχεία Ναυτικού) όπου και μεγάλωσε. Η ζωή του, από μικρό παιδί, είναι η θάλασσα, που μαθαίνει όλα τα μυστικά της. Ζωή του επίσης η Εκκλησία και η Πατρίδα. Είναι τακτικότατος στο Ναό του Αγίου Νικολάου, που τον έχει προστάτη του. Ο Γεώργιος Τερτσέτης γράφει πως από το ίδιο το στόμα του Κανάρη άκουσε πως «ναύτης, νεώτατος ακόμη την ηλικίαν, όταν άραζεν εις λιμένα, ιδιάλεγεν έρημο παραθαλάσσιο και καθήμενος εις άγριο λιθάρι εδιάβαζεν έργα και βίον του Μεγάλου Αλεξάνδρου και εις την ανάγνωσιν έτρεχαν δάκρυα βρύση οι οφθαλμοί του. Η διήγησις ηύρεν αντίλαλον εις την καλοπλασμένην καρδίαν του νέου Ψαριανού» (Γ. Τερτσέτη «Λόγοι και Δοκίμια», Εκδ. Εταιρία Ιω. Καμπανάς Α.Ε., Αθήνα, 1969, σελ. 209). Περνά τα πρώτα τρυφερά χρόνια στα Ψαρά, τρέχοντας και παίζοντας μαζί με τα άλλα παιδιά στο Φτελιό, στο Διόχι, στον Ξερόκαμπο. Άγνωστο ποία εκπαίδευση έλαβε. Πιθανότατα μαθαίνει τα πρώτα γράμματα από τους εγγραμμάτους ιερείς του νησιού και στη συνέχεια μόνος του τα καλλιεργεί, έτσι ώστε μπορεί και ανταποκρίνεται στα ύπατα αξιώματα που ανέλαβε στο ελεύθερο κράτος.

Ο πατέρας του Μιχαήλ ή Μικές Κανάργιος ή Κανάριος διατέλεσε επανειλημμένα δημογέροντας του νησιού και από τον γάμο του με τη Μαρία (το γένος Μπουρέκα) απέκτησε τρία αγόρια, τον Αναγνώστη, τον Γεώργιο και τον Κωνσταντίνο. Έμεινε πολύ μικρός ορφανός από πατέρα και έτσι άρχισε να δουλεύει σε πλοία συγγενών του, κυρίως σ’ αυτό του θείου του Μπουρέκα, που μετέφερε Σουλιώτες από την Πάργα στη Λευκάδα και έμαθε τα μυστικά της θάλασσας. Αρχικά το όνομά του ήταν «Κανάριος» και τελικά έγινε Κανάρης. Όταν πέθανε ο θείος του, στου οποίου το μικρό εμπορικό πλοίο εργαζόταν, ανέλαβε καπετάνιος ο ίδιος σε ηλικία 20 ετών. Πήγε στην Οδησσό για πρώτη φορά το 1820. Ήξερε για τη Φιλική Εταιρεία αλλά δεν είχε γίνει μέλος της. Όταν έμαθε ότι ξέσπασε η επανάσταση στη Μολδαβία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, έσπευσε αυθόρμητα να πάρει μέρος στον πρώτο «πολεμικό στόλο» των Ψαριανών υπό τον Νικολή Αποστόλη. Από τους πρώτους μήνες ο Κανάρης ξεχώρισε για το θάρρος του και την αποφασιστικότητά του, κάνοντας επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια ενώ κατόπιν εντάχθηκε στα πυρπολικά. Η ανατίναξη ενός τουρκικού δικρότου στην Ερεσό από τον Δημήτριο Παπανικολή τον παρακίνησε σε ανάλογο εγχείρημα. Ο Κανάρης επιλέγει να πολεμήσει τους Οσμανίδες με τα πυρπολικά. Κατά την άποψή του τα μεγάλα τους δυσκίνητα καράβια με τα πολλά κανόνια είναι πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν με τα ευέλικτα πυρπολικά, δηλαδή με τις πλωτές, εμπρηστικές και μεγάλης καταστροφικής δυνατότητας βόμβες. Σε αυτά επιδίδεται με επιτυχία και με αυτά αποκτά την παγκόσμια φήμη του μπουρλοτιέρη, ή πυρπολητή. Τα όπλα του είναι η ευστροφία του, η δεινότητά του ως ναυτικού, η τόλμη του και, κυρίως, η πίστη του στον Θεό. Το 1822, πριν αναχωρήσει από τα Ψαρά για το λιμάνι της Χίου, με σκοπό να καταστρέψει τον τουρκικό στόλο, σε αντίποινα για την καταστροφή του νησιού και την γενοκτονία των Ελλήνων κατοίκων του, όπως και σε όλες τις παράτολμες ναυτικές του ενέργειες, εκκλησιάζεται και κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων, μαζί με όλο το 20μελές πλήρωμα του.

Η ανατίναξη της τούρκικης ναυαρχίδας

Τον Ιούνιο του 1822, αφού ο ελληνικός στόλος δεν κατάφερε να σώσει τη Χίο από την τουρκική σφαγή, ο Κανάρης ανέλαβε να βάλει μπουρλότο στη ναυαρχίδα του Καρά Αλή, του επικεφαλής του στρατού που έσφαξε τους κατοίκους και έκαψε το νησί. Την επιχείρηση θα εκτελούσαν τα πυρπολικά του Κανάρη και του Ανδρέα Πιπίνου. Τη νύχτα 6 προς 7 Ιουνίου 1822 αφού ο Κανάρης και οι ηρωικοί συντροφοναύτες του κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων στον Άγιο Νικόλαο των Ψαρών, «μέσα στο κυματόδαρτο σκοτάδι» κινούν «κατά της Χιός τα μέρη». Στο εγχείρημα βοήθησαν δύο παράγοντες: αφενός ότι η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή καθώς δεν είχε φεγγάρι και αφετέρου ότι στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας οι περίπου 2.000 Τούρκοι γιόρταζαν το Μπαϊράμι κι έτσι τα μέτρα φρούρησης ήταν ελλιπή. Η φωτιά απ’ το μπουρλότο μεταδόθηκε ταχύτατα στο καράβι. Πριν προλάβουν να απομακρυνθούν απ’ αυτό οι πρώτες σωστικές λέμβοι, η φωτιά έφτασε στην πυριτιδαποθήκη, η οποία ανατινάχθηκε. Ως αποτέλεσμα τα θύματα ήταν πάρα πολλά. Μεταξύ αυτών ο ναύαρχος Καρά Αλής, αξιωματικοί του και πολλοί ναύτες. Το πυρπολικό του Πιπίνου προσέγγισε την υποναυαρχίδα αλλά δεν κατάφερε να την καταστρέψει. Της προκάλεσε όμως αρκετές ζημιές. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ποιά ήταν η ψυχολογία του ήρωα (αλλά και άλλων σαν αυτόν). Αργότερα εξομολογήθηκε, πως όταν ξημέρωσε η σημαντική εκείνη μέρα, είπε : “Κωνσταντή, σήμερα θα πεθάνεις”.

Η δρ Μαρία Γ. Γιατράκου στο περιοδικό «Παρνασσός» (Τομ. ΚΗ΄ – 1986, σσ. 558 – 576) παρουσιάζει το βιβλίο του Χριστοφόρου Καστάνη «The Greek exile», που εξεδόθη στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ το 1851. Η πηγή είναι αξιόλογη, γιατί ο συγγραφέας είναι Χιώτης και αυτόπτης μάρτυρας τόσο του ολοκαυτώματος της Χίου, τον Απρίλιο του 1822, όσο και της πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη, τον Ιούνιο του ιδίου έτους. Γράφει ο Καστάνης: «Με επιδέξιους χειρισμούς…ο Κανάρης στάθηκε πάνω στην πλώρη και ενθάρρυνε τους άντρες του να προχωρήσουν προς τα μπρος. Το μπουρλότο έτρεξε γρήγορα σαν ένα βέλος μέσα στη δροσερή αύρα….Ο Κανάρης το κόλλησε με επιδεξιότητα στη ναυαρχίδα, έβαλε φωτιά, ανέβηκε στο πλοίο που συνόδευε το πυρπολικό και απομακρύθηκε γρήγορα με τους ναύτες του, που στην αρχή κωπηλάτησαν με όλη τους τη δύναμη. Οι εύφλεκτες ουσίες του μπουρλότου που εξερράγη απλώθηκαν πάνω από τα καταστρώματα του θύματός του…Ένα θραύσμα του ιστού που εξακοντίστηκε κατάφερε θανάσιμο τραύμα στον καπουδάν πασά (αρχιναύαρχο) Καρά Αλή… Η καταστροφή μαινόταν σε ολόκληρη την αρμάδα…Ποτέ δεν θα ξεχάσω την ώρα που η μητέρα μου φώναξε την οικογένειά της για να δει την πυρκαϊά…Η ναυαρχίδα φώτιζε το Αιγαίο και σε κάθε λεπτό αναμέναμε την έκρηξη των πυριτιδαποθηκών. Ξαφνικά εκείνο το πλωτό πανδαιμόνιο εξερράγη σαν ένα ηφαίστειο…Μια νύχτα χωρίς ύπνο πέρασε…Η ευχαρίστηση της θέας των Ελλήνων νικητών της θάλασσας ήταν η ύψιστη σε όλη την παρηγορητική ηρεμία. Δεν τολμήσαμε να εκφράσωμε τη χαρά μας ανοιχτά εξ αιτίας του φόβου των ντόπιων Φράγκων και του Τούρκου Καβάση».

Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα γεγονότα του κατά θάλασσαν αγώνα, έκανε δε πολύ μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Χρησιμοποιώντας σημερινή ορολογία, θα λέγαμε ότι βοήθησε επικοινωνιακά πολύ την Επανάσταση. Τόσο μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων όσο και μεταξύ των Ευρωπαίων, ο Κανάρης πλέον ήταν ήρωας.

Η δράση του βεβαίως συνεχίσθηκε καθώς συνέχισε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τον αγώνα. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ τοποθετήθηκε νέος ναύαρχος στη θέση του Καρά Αλή. Τον Οκτώβριο του 1822 βγήκε με το στόλο του στο Αιγαίο για να ανεφοδιάσει τα τουρκικά φρούρια στην Πελοπόννησο και να καταστείλει την Επανάσταση στα νησιά. Αγκυροβόλησε στην Τένεδο. Αλλά στις 29 Οκτωβρίου 1822, ο Κανάρης, συνοδευόμενος από το Δημήτριο Βρατσάνο, πέρασε ανάμεσα από τον τουρκικό στόλο και μην μπορώντας να προσεγγίσει το πλοίο του ναυάρχου, την καπουδάνα, κόλλησε το πυρπολικό του στην αντιναυαρχίδα «Ρίαλα-Γεμισί» και την τίναξε στον αέρα. Έχασαν τη ζωή τους 800 μέλη του πληρώματος, Τούρκοι αλλά και Χριστιανοί ναύτες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στόλο. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ σήκωσε άγκυρα και κατέφυγε με τη βοήθεια ούριου ανέμου στο Τσανάκ-Καλεσί, στον Ελλήσποντο.

Το εγχείρημα της Αλεξάνδρειας

Τον επόμενο χρόνο, ο Κανάρης πραγματοποίησε επιθέσεις στα μικρασιατικά παράλια, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Δεν μπόρεσε, επίσης, να κάνει τίποτε όταν το 1824 ο Χοσρέφ-Μεχμέτ Πασάς κατέστρεψε τα Ψαρά. Όμως, τον Αύγουστο του 1824 πυρπόλησε μια μεγάλη φρεγάτα του Χοσρέφ στη Σάμο και μια κορβέττα στη Μυτιλήνη. Η έλλειψη πόρων, ωστόσο, αποσυντόνισε το ναυτικό των Ελλήνων. Οι ναύτες έπαιρναν τα πλοία, σήκωναν όποια σημαία ήθελαν και επιδίδονταν στην πειρατεία. O Κανάρης κατάφερνε να επιβάλλει την πειθαρχία στα δικά του πληρώματα. Αλλά κι αυτός μέσα σ’ αυτό το καθεστώς αναρχίας παραλίγο να σκοτωθεί το 1825 στην Αίγινα, την εποχή που η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα έχανε τη ζωή της στις Σπέτσες κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής διαμάχης.

Το καλοκαίρι του 1825 ο Λάζαρος Κουντουριώτης συνέλαβε ένα παράτολμο εγχείρημα, το οποίο, κατόπιν έγκρισης της ελληνικής επαναστατικής διοίκησης, ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο Κανάρης. Ο Μωχάμετ Άλη είχε συγκεντρώσει στην Αλεξάνδρεια περίπου 60 μεγάλα πολεμικά και τριπλάσια φορτηγά πλοία. Μ’ αυτά προετοίμαζε το καλοκαίρι του 1825 να στείλει στρατό στην επαναστατημένη Ελλάδα (ο οποίος στρατός χρησιμοποιήθηκε αργότερα στην άλωση του Μεσολογγίου). Το σχέδιο του Κανάρη προέβλεπε να πάνε κάποια ελληνικά πλοία στην Αλεξάνδρεια και να κάψουν τον αιγυπτιακό στόλο. Έτσι θα σταματούσε και το λαθρεμπόριο που έκαναν Γάλλοι, φίλοι του Μωχάμετ Άλη, σε βάρος του ελληνικού αγώνα. Το σχέδιο εγκρίθηκε και η αρχηγία του ελληνικού στόλου ανατέθηκε στον πλοίαρχο Μανόλη Τομπάζη.

Στις 10 Αυγούστου 1825, ο Τομπάζης και ο Αντώνιος Κριεζής, μαζί με τα πυρπολικά του Αντώνιου Βώκου, του Μανώλη Μπούτη και του Κανάρη, έφθασαν έξω από την Αλεξάνδρεια. Την έκτη εσπερινή ώρα που έφθασαν προ της Αλεξάνδρειας, έπλεε μεν ούριος άνεμος αλλά για να μπουν μέσα στο λιμάνι χρειάζονταν κάποιον πιλότο επειδή υπήρχαν πολλοί ύφαλοι.

Ο Κανάρης θεώρησε ότι έπρεπε να επιτεθεί άμεσα γιατί ήταν τέτοια η διάταξη των αιγυπτιακών πλοίων που με τον άνεμο ο οποίος φυσούσε, θα υφίσταντο πανωλεθρία σε μια επίθεση με πυρπολικά. Εξαπατώντας τον πιλότο, ύψωσε ρωσική σημαία και μπήκε μόνος του στο λιμάνι. Προσπάθησε να πλησιάσει τον εχθρικό στόλο αλλά ο άνεμος έπεσε ξαφνικά, οπότε άρχισε να κόβει βόλτες μέσα στο λιμάνι, προσπαθώντας να φθάσει στον μυχό. Όταν βρέθηκε δίπλα στο γαλλικό πολεμικό «Μέλισσα», κατάλαβε ότι είχε γίνει αντιληπτός. Έβαλε λοιπόν φωτιά στο πυρπολικό, μπήκε με τους ναύτες του στη βάρκα διαφυγής και προσπάθησε να βγει απ’ το λιμάνι. Το πλήρωμα της «Μέλισσας» άρχισε να πυροβολεί και το πυρπολικό και τη βάρκα του Κανάρη. Ο άνεμος δυνάμωσε και το πυρπολικό, καιόμενο, πλησίασε τον αιγυπτιακό στόλο απειλητικά. Ο πλοίαρχος Αργκύς, κυβερνήτης της «Μέλισσας» έγραψε στην έκθεσή του: «Εάν το πλοίον αυτό προσκολλάτε κατά κακήν μοίραν εις την φρεγάταν της πρωτοπορίας, η σύγχυσις ήθελε εμπέσει εις τον υπόλοιπον στόλον, τα δε άλλα δύο πυρπολικά ήθελον προσδράμει, προσβάλλοντα έτερα πλοία. Η καταστροφή θα ήτο τρομερά, ολοκληρωτική δε η νίκη των Ελλήνων. Αλλ’ η Μέλισσα κατά κάποιον τρόπο τους παρημπόδισε». Ο Κανάρης, ενώ έβαλλαν εναντίον του και από τα πλοία και από παράκτια πυροβολεία, κατάφερε να διαφύγει και να φθάσει στον ελληνικό στόλο, ο οποίος είχε ήδη υψώσει ελληνική σημαία. Ο Μωχάμετ Άλη πήρε μερικά πλοία και κυνήγησε τους Έλληνες μέχρι τις ακτές της Καραμανίας χωρίς αποτέλεσμα.

Το ότι ο στόχος δεν επετεύχθη δεν οφείλεται σε λάθος του Κανάρη και ούτε μειώνει το μεγαλείο του εγχειρήματος. Οι επαναστατημένοι Έλληνες θεώρησαν την πράξη του Κανάρη πλήρη τόλμης και πατριωτισμού αλλά κάποιοι Ευρωπαίοι δυσαρεστήθηκαν και την είδαν σαν αχαρακτήριστη πειρατική πράξη λόγω της χρήσης ξένης σημαίας υπό επισήμου καταδρομέως. Η αγγλόφιλη «Εφημερίς της Ύδρας», σε μια εποχή που υπήρχαν διαμάχες για το ζήτημα της βασιλικής υποψηφιότητας (κάθε μεγάλη δύναμη ήθελε ο νέος βασιλιάς των Ελλήνων να προέρχεται από τον δικό της βασιλικό οίκο) κατηγόρησε τους Γάλλους επειδή ο φιλοτουρκισμός τους έγινε αιτία να ματαιωθεί ένα μεγάλο απελευθερωτικό εγχείρημα.

Η πολιτική σταδιοδρομία

Ο Κανάρης φαίνεται πως δεν έβλεπε τους Γάλλους ως εχθρούς. Αντιθέτως, έστειλε τον γιο του, τον Θεμιστοκλή, να εκπαιδευθεί στο Παρίσι υπό την επίβλεψη τού εκεί Φιλελληνικού Κομιτάτου, το οποίο άλλωστε τον είχε προσκαλέσει. Το 1826 τοποθετήθηκε κυβερνήτης του νέου πλοίου «Ελλάς» και το 1827 εξελέγη πληρεξούσιος των Ψαρών στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης ήταν ένα από τα λίγα πρόσωπα στα οποία είχε εμπιστοσύνη ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της ανεξάρτητης Ελλάδος. Ο Καποδίστριας θα τον διορίσει αρχικά φρούραρχο της Μονεμβασιάς και κατόπιν διοικητή μιας ναυτικής μοίρας που θα πολεμήσει τους αγγλόφιλους και τους αντικυβερνητικούς της Ύδρας. Στον Κανάρη ανατέθηκε να συλλάβει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όταν ο τελευταίος δραπέτευσε από το Ναύπλιο. Απογοητευμένος λόγω της δολοφονίας του Καποδίστρια, ο Κανάρης αποσύρθηκε στη Σύρο όπου ιδιώτευσε για ένα διάστημα.

Μετά τη στέψη του βασιλιά Όθωνα Α΄, τον διόρισε καταρχήν πλοίαρχο γ΄ τάξεως κι έπειτα ναύαρχο. Μετά τη μεταπολίτευση του 1843, ο Κανάρης έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά και κατόπιν στην κυβέρνηση Ιωάννη Κωλέττη. Το 1854 έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Για να τον τιμήσουν, οι άνθρωποι του βασιλιά εξέδωσαν Διάταγμα με το οποίο ήθελαν να του χορηγήσουν μηνιαία σύνταξη χιλίων δραχμών. Ο μπουρλοτιέρης όμως, που οι ιδέες του γινόταν όλο και περισσότερο αντιμοναρχικές, απάντησε αρνητικά με μια επιστολή προς τον εισηγητή της πρότασης και Υπουργό Ναυτικών Αθανάσιο Μιαούλη. Πίστευε ότι μια τέτοια κίνηση θα έδινε την εντύπωση του ατομικού συμφέροντος. Στην επιστολή του έγραφε: «Και άλλοτε, οσάκις μου εγένοντο τοιαύται προτάσεις υπό υπουργών, απήντησα με την αυτήν γλώσσαν..μίαν ημέραν το Ελληνικόν Έθνος θέλει αναγνωρίση και αποδόση αυτά εις την οικογένειάν μου»….

Το καλοκαίρι του 1862 ο Όθωνας του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ο Κανάρης πρότεινε έναν κατάλογο με υπουργούς, που όλοι τους είχαν σχεδόν επαναστατικές απόψεις, λέγοντας στον Όθωνα ότι μόνο με τέτοια κυβέρνηση και η μοναρχία θα ήταν δυνατό να σωθεί και η τάξη στη χώρα να διατηρηθεί. Ο Όθωνας όμως δεν δέχθηκε και έδωσε την εντολή στον Ιωάννη Κολοκοτρώνη.

Ο Κανάρης προσχώρησε στην αντιπολίτευση και μετά την έξωση του Όθωνα έγινε μέλος τής υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη τριανδρίας (μαζί και με τον Μπενιζέλο Ρούφο) που σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση. Ο ίδιος πήγε ως επικεφαλής επιτροπής στη Δανία για να προσφέρει το θρόνο στον μετέπειτα βασιλιά Γεώργιο Α’. Διετέλεσε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου. Κατόπιν το 1864 σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση, μετά από ένα μήνα παραιτήθηκε και σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε επί ένα χρόνο στην εξουσία. Κατόπιν παραιτήθηκε οριστικά, θέλοντας να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο καθώς είχε υπερβεί τα 75 χρόνια. Στο σπίτι όπου έμενε, στην οδό Κυψέλης 56, στην Αθήνα, (προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε αργότερα «πλατεία Κανάρη» η πλατεία Κυψέλης), συνέρρεαν πολίτες από παντού για να δουν τον «Ναύαρχο», όπως τον αποκαλούσαν. Το 1877 ετέθη επικεφαλής οικουμενικής κυβέρνησης για να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες για τη χώρα περιστάσεις που δημιούργησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος.

Το τέλος, η οικογένειά του

Ο θρυλικός ναύαρχος πριν πεθάνει είπε, ότι το μόνο που έχει να δώσει στο ελληνικό έθνος είναι η καρδιά του. Και την έδωσε. Μέχρι σήμερα φυλάσσεται μέσα σε μια λήκυθο στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην παλιά Βουλή.

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1877, χτυπημένος από ημιπληγία, πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς, όντας εν ενεργεία πρωθυπουργός. Η τελευταία του κατοικία βρίσκεται δίπλα στην είσοδο του Α’ Νεκροταφείου, ενώ αρκετά χρόνια έζησε και στην περιοχή της Κυψέλης.

Την καρδιά του Κανάρη αφαίρεσε από τη σορό του, ο γιατρός Ιωάννης Ζωχιός. Αμέσως μετά πέρασε στα χέρια του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου, ο οποίος ανέλαβε τη διατήρησή της. Φιλοτέχνησε μια ασημένια λήκυθο, ένα αγγείο που χρησίμευε για την φύλαξη ελαιόλαδου, και μια μαρμάρινη λάρνακα, για να τοποθετηθεί. Η λάρνακα μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Ναυτικών το Νοέμβριο του 1929. Πολλές δεκαετίες μετά, το 1933, αποφασίστηκε να εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, όπου υπάρχουν και άλλα σημαντικά εκθέματα του αγώνα.

Είχε παντρευτεί τη Δέσποινα Μανιάτη. Υπάρχει μάλιστα και η όχι τόσο γνωστή ιστορία, ότι αρχικά οι οικογένειες είχαν πρόθεση να παντρέψουν τη Δέσποινα με το μεγαλύτερο αδελφό του Κανάρη. Απογοητευμένος ο Κανάρης θέλησε να καλογερέψει. Ο αδελφός του όμως κατάλαβε τα αισθήματα του Κωνσταντή για τη Δέσποινα, και συγκατατέθηκε να παντρευτούν οι νέοι. Έζησαν μαζί 60 χρόνια (ως το τέλος της ζωής του), και παιδιά τους ήταν:

Νικόλαος Κανάρης, γεννήθηκε το 1818, στάλθηκε με ειδική αποστολή στη Βηρυτό, σκοτώθηκε το 1848
Θεμιστοκλής Κανάρης, γεννήθηκε το 1819, στάλθηκε στην Αίγυπτο με ειδική αποστολή, σκοτώθηκε το 1851
Θρασύβουλος Κανάρης, γεννήθηκε το 1820, κατατάχθηκε στο Ναυτικό, έγινε ναύαρχος, πέθανε το 1898
Μιλτιάδης Κανάρης, γεννήθηκε το 1822, κατατάχθηκε στο Ναυτικό όπου διακρίθηκε, έγινε ναύαρχος, έβγαινε πολλά χρόνια βουλευτής, έγινε τρεις φορές υπουργός Ναυτικών το 1864, το 1871 και το 1878, πέθανε το 1901
Λυκούργος Κανάρης, γεννήθηκε το 1826, ναυτικός αξιωματικός και δικηγόρος, πέθανε το 1865
Μαρία Κανάρης, γεννήθηκε το 1828, παντρεύτηκε τον Α. Μπαλαμπάνο, πέθανε το 1847
Αριστείδης Κανάρης, γεννήθηκε το 1831, ήταν αξιωματικός και σκοτώθηκε στις ταραχές του 1863 έξω από τον οικίσκο των ανακτόρων στην οδό Ηρώδου του Αττικού

Σημειώνεται ότι στο πρώτο του παιδί έδωσε το όνομα του προστάτη του Αγίου Νικολάου και στην πρώτη (και μοναδική) του κόρη το όνομα της Παναγίας. Στα υπόλοιπα αγόρια του έδωσε αρχαιοελληνικά ονόματα. Μέσα σε 18 χρόνια ο Κανάρης έχασε σε νέοτατες ηλικίες (19 έως 39) τα 5 από τα 7 παιδιά του, με 3 από τους γιους του να σκοτώνονται, οι 2 εκ των οποίων σε ξένη γη.

Περί Καταγωγής

Tο πραγματικό όνομα του Κανάρη ήταν Κωνσταντής Νικολάου Σπηλιωτέας. Η ετυμολογία του ονόματός του κατά μίαν άποψη προέρχεται από τη λέξη καρνάγιο (ιταλικά: carenaggio = ναυπηγείο). Υπάρχει όμως και δεύτερη εκδοχή. Κατά το ημερολόγιο του γιου του, πυρπολητή Αριστείδη Κ. Κανάρη, «…απεκλήθη ο πατήρ μου Κάν-Άρης ή Κανάρης, λόγω του μειλιχίου και σώφρονος χαρακτήρος του, διότι αν και ριψοκίνδυνος, πολεμικός και αποφασιστικός, ενήργει πάντοτε κατόπιν περισκέψεως…». Η τρίτη εκδοχή, είναι να προέρχεται το επώνυμο από το καναρίνι, λόγω του μειλίχιου χαρακτήρα του.

Ως προς τη χρονολογία και τον τόπο γέννησης του Κανάρη, υφίστανται σημαντικές διαφορές. Γεννιέται το 1793, κατ’ άλλους το 1790, στα ένδοξα Ψαρά, στο ελάχιστο κατά το μέγεθος , αλλά μέγιστο κατά τον ηρωισμό νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου. Σε αυτό δεν ζούνε Οσμανίδες. Λόγω της καταστροφής του νησιού από τους Τούρκους, το 1824, δεν υπάρχουν αρχεία για την καταγωγή του ήρωα. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες κρατά από την Χειμάρα ή την Πάργα της Ηπείρου. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι γνήσιος Ψαριανός. Το Κανάρης είναι ψευδώνυμο. Σπηλιωτέας είναι το πραγματικό του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Κανάρης στα απομνημονεύματά του αναφέρει «τώρα περνάμε από τη γενέτειρά μου την Πάργα». Ο ιστορικός Δημήτριος Γατόπουλος μελέτησε τα οικογενειακά αρχεία της οικογένειας Κανάρη και δημοσίευσε ιστορική μελέτη στην εφημερίδα Εστία, στο φύλλο της 14ης Ιουλίου 1937. Στα οικογενειακά αυτά αρχεία περιλαμβάνεται και το μυστικό ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Κανάρη το οποίο άνοιξε ο δισέγγονός του, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Θεμ. Κανάρης. Από αυτά ο συγγραφέας συμπεραίνει πως ο Κωνσταντίνος Κανάρης δεν είχε γεννηθεί στα Ψαρά αλλά στην Πάργα, το Σεπτέμβριο του 1790 και εγκαταστάθηκε, κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους, στο νησί των Ψαρών.

Ως προπάππος του πυρπολητού Κ. Κανάρη φέρεται ο Νικόλαος Σπηλιωτέας, παππούς του ο Θεμιστοκλής και πατέρας του ο Νικόλαος Σπηλιωτέας. Από τη μελέτη των ημερολογίων της οικογένειας Κανάρη, «διευκρινίζεται ότι η νεοελληνική οικογένεια Κανάρη υπήρξε συνέχεια της παλαιοελληνικής οικογενείας Σπηλιωτέα, κλάδου της οποίας τα μέλη, τιτλούχοι των Βενετών και Γενουησίων αρχόντων απαντώνται εν δράσει περί το 1200.»

Η επικρατούσα όμως άποψη θέλει τον Κανάρη γνήσιο Ψαριανό. Υπάρχουν στοιχεία ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Ψαρά. Επιπλέον, ο Κανάρης ήταν παντρεμένος με τη Δ. Μανιάτη, γυναίκα από πλούσια και Ψαριανή οικογένεια. Αυτό, αποτελεί ένα ακόμα στοιχείο για την καταγωγή του Κανάρη αφού οι Ψαριανοί θεωρούσαν κατάντημα και ντροπή να παντρεύονται με ξένους, πόσο μάλλον μία αριστοκρατική οικογένεια των Ψαρών (αυτή της Δ. Μανιάτη). Επιπροσθέτως, υπάρχει και το ίδιο το αρχείο της νήσου Ψαρών στο οποίο υπάρχει το όνομα του Κανάρη. Τέλος, δεν υπάρχει καμία μαρτυρία που να αναφέρει τον Κανάρη να ονομάζει την Πάργα γενέτειρά του καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, αντίθετα η απάντησή του σε ξένους φιλέλληνες που τον ρωτούσαν για την ιστορία του και τα κατορθώματά του ήταν απλή: έδειχνε με το δάχτυλό του το χάρτη των Ψαρών και έλεγε: «Αυτά είναι η ιστορία μου, για αυτά να γράψετε!». Συμπερασματικά, η καταγωγή του Κανάρη από την Πάργα, συλλογιζόμενοι όλα τα παραπάνω καθώς και τη διατύπωση αυτής της θεωρίας μόλις πριν από 70 περίπου χρόνια, δεν είναι πιθανή. Όσο για το σόι του και την προέλευση της οικογένειάς του από την Ιταλία ο ίδιος ο Κανάρης έδωσε απάντηση σε αυτά τα «παραμύθια» (κατά τον Δημήτριος Φωτιάδης) λέγοντας πως το σόι του ξεκινάει από τον ίδιο.

Φήμη / Στιγμιότυπα της ζωής του

Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα στενά όρια του ελληνικού χώρου και έγραψαν γι’ αυτόν ο λόρδος Βύρων, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ενώ ο άγγλος ιστορικός Γκόρντον σημείωνε «είναι ο πιο έξοχος εκπρόσωπος του ηρωισμού, που η Ελλάδα όλων των εποχών μπορεί να υπερηφανεύεται».

Του ανήκει η ρήση : “Όλα παιδί μου, όλα τα κατορθώνει η αγάπη για την πατρίδα”
Επίσης, όταν δημοσιογράφος τον ρώτησε στα στερνά της ζωής του για την πολιτική εξαθλίωση (πτώσεις κυβερνήσεων, και αλληλοσπαραγμό πολιτικών) : “Άκου παιδί μου εκείνο τον καιρό, μεγαλουργούσαν οι καρδιές, ενώ τώρα μεγαλουργούν τα χρήματα”.
Σε κείμενο του Βλαχογιάννη “Η τιμιότητα του Κανάρη” διαβάζουμε :
Ο Κανάρης είχε αποφασίσει να πυρπολήσει το φοβερό αιγυπτιακό στόλο μέσα στο λιμάνι της Αλεξάν-δρειας. Το τολμηρό σχέδιο δυστυχώς δεν πέτυχε και οι Έλληνες πυρπολητές σώθηκαν ως εκ θαύματος κι επέστρεφαν στην Ελλάδα. Πλοίαρχος όμως και ναύτες ήταν σε κακή κατάσταση, γιατί δεν είχαν ούτε ψωμί ούτε νερό. Για καλή τους τύχη ένα αυστριακό εμπορικό πλοίο εμφανίζεται μπροστά τους. Τότε ο Κανάρης με άλλους ναύτες σκαρφαλώνει σ’ αυτό και, κρατώντας το πιστόλι, εμφανίζεται στον Αυστριακό πλοίαρχο.
– Τι θέλετε; ρωτάει κατατρομαγμένος ο πλοίαρχος.
– Θέλουμε ψωμί, νερό και ό,τι άλλο έχει το καράβι, γιατί πεθαίνουμε από την πείνα.
Ο πλοίαρχος προστάζει τους ναύτες του να φέρουν ψωμί, νερό, τυρί κι ένα βαρέλι με παστά ψάρια. Αφού όλα αυτά τα κατέβασαν στη βάρκα, ο Κανάρης λέει στον πλοίαρχο:
– Δεν έχω χρήματα να σε πληρώσω τώρα· γράψε σ’ ένα χαρτί πόσο αξίζουν και φέρε το να το υπογράψω!
– Δεν κάνουν τίποτα, αποκρίνεται ο πλοίαρχος.
– Φέρε το χαρτί και γράψε δύο χιλιάδες γρόσια! είπε έντονα ο Κανάρης.
Αφού υπόγραψε το χαρτί, ο Κανάρης είπε:
– Το έθνος μας θα σε πληρώσει!
– Αλλά, τόλμησε ν’ αποκριθεί ο πλοίαρχος, σεις δεν έχετε έθνος.
Τότε τα μάτια του Κανάρη αστράφτουν και με αγανάκτηση λέει:
– Αν δεν έχουμε έθνος, θα κάνουμε! Και εννοούσε φυσικά ο Κανάρης κράτος. Γιατί έθνος υπήρχε. Διαφορετικά δε θα είχαμε το Εικοσιένα και τις άλλες επαναστάσεις.

Δείγμα της ευλάβειάς του, έχουμε από την ακόλουθη ιστορία. Όταν σε μεγάλη ηλικία και σε εποχή νηστείας (Σαρακοστή), ήταν άρρωστος, και ο γιατρός του συνέστησε κρεατοζωμό, αρνήθηκε να καταλύσει τη νηστεία του, μέχρι που ο γιατρός του συνέστησε εναλλακτικά το κακάο, που δεν παρεβίαζε τη νηστεία του.

Τιμητικές διακρίσεις

Τάγμα του Σωτήρος: Μεγαλόσταυρος (1864)
Βασιλικό Γουελφικό Τάγμα: Μεγαλόσταυρος (Βασίλειο του Αννόβερου)
Τάγμα του Ντάνμπρογκ: Μεγαλόσταυρος (Βασίλειο της Δανίας)

Πηγές :
Wikipedia
www.antibaro.gr
cognoscoteam.gr
SanSimera.gr
www.mixanitouxronou.gr

You might be interested in …

3 Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *