Αρθρογραφία

Η ζωή του Γεώργιου Καραϊσκάκη

Η ζωή του Καραϊσκάκη

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της ελληνικής Επανάστασης. Ο ανυπότακτος χαρακτήρας του, τα ηγετικά του χαρίσματα και οι στρατηγικές του ικανότητες συνδυάζονταν και με ανθρώπινες αδυναμίες («κουσούρια»), όπως π.χ. η αθυροστομία του, που τελικά επισκιάστηκαν από τη μεγαλειώδη συνεισφορά του στον Αγώνα. Κάποιοι βέβαια έσπευσαν να υπερτονίσουν αυτά τα “κουσούρια”. Το μέλος της επιτροπής Ελλάδα 2021 Δημήτρης Χατζής, θεώρησε σκόπιμο να ανεβάσει στο site της επιτροπής σκανδαλοθηρικό άρθρο με τίτλο για τον «Έρωτα του Καραϊσκάκη». Μετά τις αντιδράσεις και τα επικριτικά σχόλια ιστορικών και άλλων σχετικών επιστημόνων, η επιτροπή κατέβασε το άρθρο. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ζωή του Γεώργιου Καραϊσκάκη ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1780 (ή 1782) στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και ήταν καρπός της σχέσης του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, αδελφής του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφης του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Μεγάλωσε με τους θετούς γονείς του, μία οικογένεια Σαρακατσάνων, αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε μη αντέχοντας τον διασυρμό μιας παράνομης σχέσης και πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών. Από τη μητέρα του, ο «γιος της καλογριάς» κληρονόμησε τον ανυπότακτο χαρακτήρα του και την παροιμιώδη βωμολοχία του.

Στον Αλή Πασά

Στα 15 του ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εγκαταλείπει τους θετούς του γονείς και σχηματίζει κλέφτικη ομάδα από συνομηλίκους του. Τρία χρόνια αργότερα πέφτει στα χέρια του Αλή Πασά, ο οποίος εκτιμώντας τον ισχυρό του χαρακτήρα τον προσλαμβάνει στη σωματοφυλακή του. Στην Αυλή των Ιωαννίνων όχι μόνο έμαθε τη στρατιωτική τέχνη, αλλά και στοιχειώδη γράμματα, γραφή και ανάγνωση. Τον Μάρτιο του 1798 ακολουθεί τον Αλή Πασά στην εκστρατεία του κατά του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου κι έρχεται σε μυστικές διαπραγματεύσεις μαζί του.

Με τον Κατσαντώνη

Περί το 1804 εγκαταλείπει τον Αλή Πασά κι ενώνεται με το σώμα του περίφημου κλέφτη Κατσαντώνη. Συμμετέχει και διακρίνεται σε πολλές μάχες κατά του πρώην αφεντικού του και γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη.

Την άνοιξη του 1807 ο Κατσαντώνης δέχεται να βοηθήσει τη ρωσοκρατούμενη Λευκάδα, που αντιμετώπιζε τον κίνδυνο επίθεσης από τον Αλή Πασά. Εκεί, ο Καραϊσκάκης γνωρίζεται με άλλους οπλαρχηγούς και συναντά τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά την κατάληψη της Λευκάδας από του Γάλλους, τον Ιούλιο του 1807, ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στ’ Άγραφα με τους άνδρες τού Κατσαντώνη.

Τον Αύγουστο του 1807 ο Κατσαντώνης συλλαμβάνεται από τον Αλή Πασά και θανατώνεται. Την αρχηγία της ομάδας αναλαμβάνει ο αδελφό του Λεπενιώτης και μαζί του ο Καραϊσκάκης συνεχίζει τη δράση του ως κλέφτης. Το 1809 εντάσσεται στα ελληνικά τάγματα που είχαν συστήσει οι Βρετανοί υπό τον Ριχάρδο Τσορτς, με σκοπό να εκτοπίσουν τους Γάλλους από τα Επτάνησα.

Το 1812 μετά τη διάλυση της ομάδας Λεπενιώτη από τον Αλή Πασά δηλώνει υποταγή και επιστρέφει στα Γιάννινα. Την περίοδο αυτή έγινε και ο γάμος του με την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιο, τον στρατιωτικό και πολιτικό Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη (1826-1898).

Περί τα μέσα του 1820, όταν ο Αλή Πασάς κηρύχθηκε αποστάτης από τον Σουλτάνο, ο Καραϊσκάκης τον βοήθησε αρχικά, αλλά όταν διαπίστωσε το μάταιο του αγώνα τον εγκατέλειψε με τον Ανδρούτσο και άλλους Έλληνες και δήλωσε υποταγή στο Σουλτάνο. Τον Ιανουάριο του 1821 συμμετείχε στη σύσκεψη της Λευκάδας, στην οποία αποφασίστηκε η προετοιμασία της εξέγερσης στη Στερεά Ελλάδα.

Οπλαρχηγός στη Ρούμελη

Τον Απρίλιο του 1821 αποτυγχάνει να ξεσηκώσει τους Ακαρνάνες και καταφεύγει στα χωριά των Τζουμέρκων. Τον Μάιο οργανώνει στρατόπεδο με άλλους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς στο Πέτα της Άρτας. Συμμετέχει στις μάχες κατά των Τούρκων στο Κομπότι (30 Μαΐου και 8 Ιουνίου), αλλά τραυματίζεται και αποσύρεται για θεραπεία.

Τον Σεπτέμβριο μαζί με άλλους οπλαρχηγούς καταλαμβάνει την Άρτα, σε σύμπραξη με τους Αρβανίτες. Το 1822 εμπλέκεται σε διαμάχη με τον κλεφτοκαπετάνιο Γιαννάκη Ράγκο (1790-1870), εκλεκτό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, για το αρματολίκι των Αγράφων. Από τότε χρονολογείται και η διένεξή του με τον φαναριώτη πολιτικό.

Στις 15 Ιανουάριου του 1823, ο Καραϊσκάκης σημειώνει την πρώτη του μεγάλη νίκη κατά των Τούρκων στη Μάχη του Σοβολάκου. Στα μέσα του 1823 προάγεται σε στρατηγό, αλλά η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται από τη φυματίωση και καταφεύγει για ανάπαυση στο μοναστήρι του Προυσσού.

Στον εμφύλιο

Κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου, ο Μαυροκορδάτος τον κατηγορεί για πράξη εσχάτης προδοσίας και τον σύρει σε δίκη στο Αιτωλικό (1 Απριλίου 1824). Παρότι διαπιστώνεται η ανακρίβεια των κατηγοριών, ο Καραϊσκάκης θα αποστερηθεί όλων των αξιωμάτων του και θα αναγκασθεί να καταφύγει στο Καρπενήσι. Στα μέσα του 1824 μεταβαίνει στο Ναύπλιο, έδρα της κυβέρνησης, με σκοπό να αποδείξει την αθωότητά του.

Τον Δεκέμβριο του 1824 συμμετέχει στο ρουμελιώτικο σώμα που εκστράτευσε στην Πελοπόννησο, με σκοπό να βοηθήσει τους «κυβερνητικούς» στη διαμάχη τους με τους «αντικυβερνητικούς» (δεύτερος εμφύλιος πόλεμος). Ο Καραϊσκάκης θα λάβει μέρος στο πλιάτσικο στην περιοχή των Καλαβρύτων, που αποτελεί μία από τις ατυχέστερες στιγμές του ήρωα στην επανάσταση του ‘21. Στις 7 Απριλίου του 1825 συμμετέχει χωρίς ηγετικό ρόλο στη μάχη στο Κρεμμύδι, όπου οι Έλληνες αντιμετώπισαν για πρώτη φορά το στρατό του Ιμπραήμ και ηττήθηκαν κατά κράτος.

Η επανάσταση κινδυνεύει και η κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει τον Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα, για να αναζωπυρώσει τις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Τον Μάιο του 1825 φθάνει στο Δίστομο και αποτρέπει την κατάληψη του χωριού από τους Τούρκους της Άμφισσας.

Στο Μεσολόγγι

Στη συνέχεια προσπαθεί να βοηθήσει τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου με κινήσεις αντιπερισπασμού, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου και την καταστολή της επανάστασης στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, ο Καραϊσκάκης θα μεταβεί στο Ναύπλιο και θα ζητήσει από την κυβέρνηση οικονομική ενίσχυση για να απελευθερώσει τη Στερεά Ελλάδα.

Τον Ιούλιο του 1826 διορίζεται αρχιστράτηγος της Ρούμελης, με πλήρη δικαιοδοσία. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να ανακουφίσει τους πολιορκημένους της Ακρόπολης της Αθήνας. Στις 6 Αυγούστου νικά τους Τούρκους στο Χαϊδάρι και θα επαναλάβει τη νίκη του δύο ημέρες αργότερα.

Παρότι σοβαρά άρρωστος, θα επιχειρήσει εκστρατεία προς τη Δόμβραινα τον Οκτώβριο για να αποκόψει τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη. Θα εκκαθαρίσει την περιοχή και στις 24 Νοεμβρίου του 1826 θα σημειώσει μεγαλειώδη νίκη επί των Τούρκων στην Αράχωβα, σε μία πολυήμερη μάχη, που θα αναδείξει τις στρατηγικές του ικανότητες. Για τους κατακτητές ήταν η δεύτερη μεγάλη καταστροφή μετά τα Δερβενάκια.

Στην Αττική αντίπαλος του Κιουταχή

Μετά τη διασφάλιση της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας επιστρέφει στην Αττική για να αντιμετωπίσει τον Κιουταχή, που συνεχίζει την πολιορκία της Ακρόπολης (28 Φεβρουαρίου 1827). Θα σημειώσει δύο σπουδαίες νίκες, στο Κερατσίνι (4 Μαρτίου) και στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα (13 Απριλίου).

Στις 21 Απριλίου του 1827 οι ελληνικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει στο Φάληρο για να αντιμετωπίσουν σε μία ακόμη μάχη τον Κιουταχή. Την αρχιστρατηγία είχαν αναλάβει οι άγγλοι φιλέλληνες Ριχάρδος Τσορτς και ο Τόμας Κόχραν, με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας. Ο Καραϊσκάκης είχε διαφωνήσει με το σχέδιο της κατά μέτωπον επίθεσης και είχε αποσυρθεί στη σκηνή του άρρωστος.

Θάνατος του Καραϊσκάκη

Την επομένη κάποιοι έλληνες στρατιώτες επιτέθηκαν χωρίς διαταγή κατά του στρατοπέδου του Κιουταχή. Για να μη γενικευθεί η σύγκρουση, ο Καραϊσκάκης βγήκε από τη σκηνή του και κατευθύνθηκε έφιππος προς το σημείο της συμπλοκής γύρω στις 4 το απόγευμα. Μία σφαίρα, όμως, τον βρήκε στο υπογάστριο και τον τραυμάτισε σοβαρά. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, ο Καραϊσκάκης άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 το πρωί της 23ης Απριλίου 1827, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο θάνατος του Καραϊσκάκη οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια είτε με υποκίνηση των Άγγλων, που ήθελαν τον περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, είτε του μεγάλου αντιπάλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.

Την επομένη, οι Έλληνες με πεσμένο ηθικό και κακή στρατηγική, υπέστησαν συντριπτική ήττα στη Μάχη του Αναλάτου από τον Κιουταχή, ο οποίος πολύ γρήγορα κατέστειλε την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.

Η διαθήκη του

Μια μέρα πριν πεθάνει στη διαθήκη που συνέταξε, γράφει:
«Σαράντα τέσσερις χιλιάδες γρόσα εις το κεμέρι (σ.σ. πορτοφόλι) του Μήτρου Αγραφιώτου. Από αυτά οι τριάντα χιλιάδες να δοθούν εις της τσούπαις μου. Να τις περιλάβουν οι δύο Μήτρηδες του Σκυλοδήμου και Αγραφιώτης. Δυο χιλιάδες να πάρει ο ένας Μήτρος και δυο ο άλλος, όπου με εδούλευσαν. Χίλια να πάρουν εκείνοι όπου θα με θάψουν. Δυο χιλιάδες έχει ο γραμματικός, τέσσερις χιλιάδες γρόσα της Μαργιώς. Τα άλλα να μοιρασθούν για την ψυχήν μου. Αυτά όπου έχω εις την σακκούλαν μου να τα λάβουν οι γραμματικοί και τσαουσάδες μου».

Γυρίζοντας στους παριστάμενους οπλαρχηγούς (σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη) είπε «εγω πεθαίνω αλλά να είστε μονοιασμένοι να βαστήξετε την πατρίδα». Τάφηκε με τιμές στην Σαλαμίνα όπου ακόμα και σήμερα στην εκκλησία του Αγ.Γεωργίου (που είναι και η μοναδική σε όλη την Ελλάδα) υπάρχει τοιχογραφία ανάμεσα στους Αγίους ο ηρωικός οπλαρχηγός.

Το έθνος θρήνησε το χαμό του ήρωα. Και δικαίως, διότι η απώλειά του υπήρξε ανεπανόρθωτη. Ο Καραϊσκάκης ήταν αδύνατος, φιλάσθενος (έπασχε από φυματίωση), μέτριος το ανάστημα, ιδιαίτερα νευρικός, οξύθυμος, βωμολόχος και υβριστής. Αλλά είχε χαλύβδινη θέληση, δύναμη σκέψης και κριτικής και ιδιαίτερη ικανότητα στην ταχύτατη λήψη αποφάσεων και εκτέλεση αυτών. Με μία λέξη, ήταν ηγέτης. Άλλο ζήτημα αν, όπως έλεγε ο ίδιος, ο χαρακτήρας του τον έκανε να είναι άλλοτε άγγελος και άλλοτε διάβολος.

Ανέκδοτα και αποφθέγματα

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
’Σ τα Γιάννινα, τον καιρό τοῦ Ἀλήπασσα, ὁ Καραϊσκάκης, νειός ἀκόμα, χόρευε μια φορά μ’ ἄλλα παληκάρια. Ἐνῷ ἔσερνε, μπροστινός, τον Τσάμικο, κ’ ἔκανε πολλές γύρες ’στον τόπο, ὅπως λέν, πέρασε την ἴδια στιγμή ὁ Μουχτάρ πασσᾶς, γυιός τοῦ Ἀλήπασσα. Ἡ φουστανέλλα τοῦ Καραϊσκάκη σηκώθηκε τον ἀνήφορο και φάνηκαν τα πλιάτσικα. Ὁ Μουχτάρ πασσᾶς πειράχτηκε. Πῆγε στον πατέρα του και παραπονέθηκε. Κράζει τότε ὁ Ἀλήπασσας τον Καραϊσκάκη και θυμωμένος τοῦ λέει

— Τί ἔκαμες, ὠρέ Παλιόγυφτο, ’σ το γυιό το δικό μου;
— Τίποτα, πασσᾶ μου, λέει ὁ Καραϊσκάκης. Δεν τὄθελα. Χόρευα κ’ ἔκαμα ἔτσι μια φορά… (κ’ ἔφερε μια γύρα). Τότε πέρναγε ὁ γυιός σου ὁ Μουχτάρ πασσᾶς και θύμωσε. Τί φταίω ’γώ, ὁ μαῦρος;…
Ὁ Ἀλήπασσας ἔσκασε τα γέλοια.
— Πῶς ἔκαμες, ὠρέ μπίρο μ’; Κάμε το πάλε, ὠρέ!
— Ἔτσι, πασσᾶ μου…
— Κάμε το ἄλλη μια φορά, ὠρέ Γιῶργο!… Μπράβο, ὠρέ Γιῶργο!… Ἄϊντε τώρα.

ΤΙ ΖΗΤΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΗΠΑΣΣΑ
— Τί θέλεις να σε κάμω, ὠρέ Καραϊσκάκη; τον ρώτησε κάποτε ὁ Ἀλήπασσας.
— Ἂν με γνωρίζῃς, πασσᾶ μου, ἄξιον γι’ ἀφέντη, κάμε με ἀφέντη· ἂν με γνωρίζῃς ἄξιον για χουσμεκιάρη (δοῦλο), κάμε με χουσμεκιάρη· ἂν δε με γνωρίζῃς ἄξιον για το τίποτα, ρίξε με στη λίμνη.
Η ΤΟΛΜΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
Στο Κομπότι, στον πόλεμο ποῦ ἔκαμε στα 1821, 8 Ἰουνίου, ποῦ νίκησε τους Τούρκους και τους πῆρε στο κυνῆγι, ἀνέβηκε σε μια πέτρα κ’ ἔβριζε τους Τούρκους δυνατά. Και για να τους προσβάλῃ χειρότερα και να δώσῃ θάρρος στους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλλα, κατέβασε το βρακι και τους ἔδειξε τον πισινό του. Τότε ἕνας Τοῦρκος, Γκέκας, κρυμμένος κάπου στα κλαριά, τον τουφέκισε και τον λάβωσε στα δυο μηριά και σ’ ἕνα ἄλλο μέρος.
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΧΟΥΡΣΙΤ ΠΑΣΣΑ
Ὅταν ὁ Χουρσίτ πασσᾶς, ἀρχιστράτηγος τῶν Τούρκων, στα 1822, τοῦ παράγγειλε να πάῃ να τον προσκυνήσῃ στη Λάρισα, ὁ Καραϊσκάκης τοὔστειλε αὐτή την ἀπόκριση·

Μοῦ γράφεις ἕνα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω·
κ’ ἐγώ, πασσᾶ μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ἴδιον
κι’ αὐτός μοῦ ἀποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω·
κι’ ἂν ἔλθῃς κατ’ ἐπάνω μου, εὐθύς να πολεμήσω!

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ
Κάποτε όταν δίκαζαν τον Καραϊσκάκη, ὁ Μεγαπάνος, ἄρχοντας ἀπό το Κάρλελι (Ἀκαρνανία), τοῦ εἶπε·
— Ὠρέ Καραϊσκάκη, δε μαζώνεις λίγο τη γλῶσσα σου;
— Ἅμα μαζώξῃς ἐσύ τη βρακοζώνα σου, θα μαζέψω κ’ ἐγώ τη γλῶσσα μου, τοῦ εἶπε ὁ Καραϊσκάκης.
Το κοινό λύθηκε στα γέλια. Ὁ Μεγαπάνος κυνηγοῦσε της γυναῖκες.

ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
Στον πόλεμο τοῦ Κεφαλόβρυσου, ὅπου σκοτώθηκε ὁ Μάρκος Μπότσαρης, εἶχε στείλῃ κι’ ὁ Καραϊσκάκης ἕνα μικρό σῶμα, αὐτός ὅμως δεν ἔλαβε μέρος στον πόλεμο, γιατί ἦταν ἄρρωστος στο μοναστῆρι τοῦ Προυσσοῦ. Ἀφοῦ σκοτώθηκε ὁ Μάρκος, ἔφεραν οἱ Σουλιῶτες το λείψανό του και το ξάπλωσαν ἐμπρός στο νάρθηκα τῆς ἐκκλησιάς τοῦ Μοναστηριοῦ. Σηκώθηκε τότε ὁ Καραϊσκάκης ἀπό το κρεββάτι κ’ ἐπῆγε σέρνοντας και φίλησε με δάκρυα το νεκρό τοῦ Μάρκου· κ’ εἶπε·
— Ἄμποτε, ἥρωα Μάρκο, κ’ ἐγώ ἀπό τέτοιο θάνατο να πάω. Κ’ ἐπῆγε ἀληθινά ὅπως εὐχήθηκε, ὁ ἥρωας. Αὐτόν το θάνατο εὔχονταν ὅλοι οἱ γενναῖοι ἐκεῖνον τον καιρό· να πᾶν ἀπό βόλι.

ΤΙ ΕΙΠΕ ΣΤΟΝ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ
Κάποτε στα 1825, στην ἐκστρατεία τῆς Μεσσηνίας, μάλλωσε με τον Κουντουριώτη και τοῦ εἶπε
— Ὠρέ, Κουντουριώτη ἄκουγα και νόμιζα θα εἶναι ὅλο γιομᾶτο μυαλό το κεφάλι σου. Ἐσύ ὅμως ἔχεις τόσο μυαλό, ὅσο ἔχω ’γω σπόρο στ’ ἀρ..δια μου!
ΠΩΣ ΑΓΑΠΗΣΕ ΜΕ ΤΟ ΖΑΪΜΗ
Ὅταν ὁ Καραϊσκάκης πῆγε στ’ Ἀνάπλι, στα 1826, ἐνῶ την Ἀθήνα την πολιορκοῦσε ὁ Κιουταχῆς, και διορίστηκε Γενικός ἀρχηγός τῶν στρατεμάτων τῆς Ρούμελης για να πάῃ να τον πολεμήσῃ, παρουσιάστηκε στη Διοικητικὴ Ἐπιτροπή. Τότε ὁ πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ Ζαΐμης, πρῶτος τον συχώρεσε για την παλιά τους ἔχτρα, ποῦ βάσταγε ἀπό τον καιρό τοῦ ἐμφύλιου πολέμου, ὅταν ὁ Καραϊσκάκης εἶχε κάμῃ πολλά κακά στά σπίτια και χτήματα τοῦ Ζαΐμη στην Κερπινή. Ὁ Ζαΐμης ὅμως γενναιόκαρδα τον συχώρεσε. Ὁ Καραϊσκάκης δάκρυσε. Τότε φιλήθηκαν οἱ δυό και ξεχάστηκαν τα περασμένα. Στ σκηνή αὐτή ἔτυχε να εἶναι κι’ ὁ ἄρχοντας Ὑδραῖος Βασίλης Μπουντούρης κ’ εἶπε στον Καραϊσκάκη.
— Δέν έκαμες ὡς τώρα ὅσο ἔπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, Καραϊσκάκη· ὁ Θεός να σε φωτίσῃ να το κάμῃς ἀπό ’δῶ κι’ ὀμπρός.
— Δεν τ’ ἀρνιῶμαι, ἀποκρίθηκε ὁ Καραϊσκάκης. Ὅταν θέλω, γίνομαι ἄγγελος κι’ ὅταν θέλω, γίνομαι διάβολος. Ἀπό τώρα ἔχω σκοπό να γίνω ἄγγελος.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
Στα 1826, ὕστερα ἀπό τους περίφημους πολέμους τῆς Ἀράχωβας, τοῦ Διστόμου και τόσους ἄλλους, ὁ Καραϊσκάκης με το στρατό του εἶχε κινήσῃ κ’ ἔρχονταν βοήθεια τῆς Ἀθήνας, ποῦ κιντύνευε ἀπο τον Κιουταχῆ. Ἔφτασε στο μοναστῆρι τοῦ Ἅγιου Σεραφείμ, ὅπου εἶναι και το λείψανό του, τιμημένο πολύ λείψανο ἀπό τους Ρουμελιῶτες. Ἐκεῖ ὁ Καραϊσκάκης γονατιστός στον ἅγιον τάφο κοντά, μ’ ὅλα τα παληκάρια του, προσευχήθηκε· «Βοήθησέ μας, Ἁϊσεραφείμ, να διώξωμε τον Κιουτάγια ἀπό την Ἀθήνα, να γλυτώσωμε τους κλεισμένους χριστιανούς και να κάμωμε στούς Τούρκους δεύτερη Ἀράχωβα, και να σοῦ φέρω χρυσό καντήλι στον τάφο σου και λαμπάδες ἑκατό ἴσα με το κορμί μου και να στολίσω σαν παλάτι το μοναστῆρι σου!» Κι’ ὅλος ὁ στρατός ξεσκούφωτος και γονατισμένος εἶπε την ἴδια προσευχή. Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ ὅμως δεν τους ἀξίωσε.
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ
Της 9 Αὐγούστου, στα 1826, ὁ Καραϊσκάκης ἀνταμώθηκε κατά τύχη με τον Κιουταχή στή Γαλλική φεργάδα τοῦ ναυάρχου Δερνῦ, ποῦ ἦταν ἀραγμένη στον Πειραιᾶ. Ὁ Κιουταχῆς με τον Ὀμέρ πασσᾶ τῆς Χαλκίδας εἶχαν πάῃ να ἰδοῦν το ναύαρχο. Δεν πρόφτασαν να κατέβουν στη σάλλα και φτάνει ὁ Καραϊσκάκης με το Χρηστίδη σε βάρκα Ἑλληνική ἀπό το μπρίκι το Ψαριανό τοῦ Γιαννίτση, ποῦ ἦταν ἀραγμένο στη Λεψίνα και τὄχε ὁ Καραϊσκάκης  στις διαταγές του. Λένε πῶς ἐπίτηδες ὁ Γάλλος ναύαρχος εἶχε φέρῃ ἔτσι το πρᾶμα, για να σμίξουν οἱ δυό ἀρχιστράτηγοι. Κι’ αὐτό τοῦ το εἶχε ζητήσῃ ὁ Κιουταχῆς.

Ταράχτηκε ὁ Καραϊσκάκης καθώς εἶδε τον Κιουταχῆ μπροστά του. Ἔβαλε το χέρι στο σπαθί κ’ εἶπε στο Χρηστίδη.
— Ὠρέ Χρηστίδη, μη μᾶς κάνουν καμμιά μπαμπεσά; Τον καθησύχασε ὁ Χρηστίδης. Κι’ ὁ Κιουταχῆς ὅμως ταράχτηκε, καθώς εἶδε τον Καραϊσκάκη. Χαιρέτησε ὁ Καραϊσκάκης τον Κιουταχῆ, κατά την τούρκικη συνήθεια (με την ἀπαλάμη στο στῆθος) και κάθισε. Χαιρέτησε κι’ ὁ Κιουταχῆς με το κεφάλι, ἀγέρωχος, και μίλησε πρῶτος Ἀρβανίτικα

— Τί κάνεις, Καραϊσκάκη; Ἔλπιζα νἄρθῃς στα Μπιτώλια να με προσκυνήσῃς και να σοῦ δώσω ὅλα τα βιλαέτια, ἀπό την Ἀθήνα ὡς την Ἄρτα.
— Ἐγώ να σε προσκυνήσω; τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Καραϊσκάκης. Ἂν εἶσαι Ρούμελη Βαλεσῆς ἐσύ, εἶμαι κ’ ἐγώ Ρούμελη Βαλεσῆς. Κι’ ἂν ἤξερε ἡ Διοίκησή μου ὅτι κρένομε τώρα μαζί, με κρέμαγε κ’ ἐμένα και δεκαπέντε χιλιάδες στρατέματα, ποῦ ἔχω στη Λεψίνα.
— Και πῶς μπορεῖ να σε κρεμάσῃ;
— Μήπως δε σε κρεμάει ἐσένα ὁ Σουλτάνος, ὅταν θέλῃ; Ναι ἢ ὄχι;
— Ναί, γιατί τον ἔχω βασιλιᾶ.
— Λοιπόν με κρεμάει κ’ ἐμένα, γιατί την ἔχω βασίλισσα!
Χαμογέλασε ὁ Κιουταχῆς. Σηκώθηκε πρῶτος κ’ ἔφυγε ἀπό το καράβι.

Την ἄλλη μέρα ὁ Κιουταχῆς τοὔστειλε καφφέ, ζάχαρη και καπνό. Ὁ Καραϊσκάκης τοὔστειλε ἕνα φόρτωμα κρασί.

ΠΩΣ ΝΑ ΕΞΟΥΣΙΑΖΩΝΤΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Ρώτησαν τον Καραϊσκάκη πῶς μπορεῖ να ἐξουσιάζῃ κανείς τους Ἕλληνες. Ἀποκρίθηκε·
— Ὅποιος θέλει να ἐξουσιάζῃ καλά τους Ἕλληνες, πρέπει νἄχῃ στην πλάτη του ἕνα δισάκκι ποῦ να εἶναι γιομᾶτο διαόλους ἀπό πίσω, ὁ Χριστός μπροστά κι’ ὁ παρᾶς στη μέση.

ΠΟΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ

«Ὁ καλός καπετάνος πρέπει νἄχῃ φρονήματα πετεινοῦ (γιά να ἐξουσιάζῃ), καλωσύνη σκύλου (γιά να τον ἀγαποῦν), παληκαριά και θεωρία λιονταριοῦ (γιά να τον σέβωνται και να τον φοβώνται), ὕπνο και περπάτημα λαγοῦ (για να εἶναι ἄγρυπνος και γλήγορος) και πονηριά γυναίκας (για να ξεγελάῃ και να σέρνῃ τους ἀνθρώπους)».

ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΟΘΟΥΣ

«Καθώς ἡ φύση δέχεται τα κεντρώματα και δείχνει τα μπολιασμένα δέντρα πλειό καλά ἀπό τ’ ἀγρία, ἔτσι κι’ ὁ Θεός κάνει πολλές βολές τα μπάσταρδα παιδιά πλειό ἄξια ἀπό τ’ ἄλλα, τα γνήσια». (Ὁ Καραϊσκάκης ἦταν νόθος κι’ αὐτός).

ΠΩΣ ΕΞΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

«Ἡ γυναῖκα και το ἄττι θέλουν ἄξιον καβαλλάρη».

Ο ΔΕΙΛΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

Φοβιτζάρης το ἀσκέρι σαν πανούκλα το μολεύει
και δειλός ἀπελπισμένος γίνεται ἀντρειωμένος.

ΤΑ ΚΑΛΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τον ρώτησαν τί ἀπόλαψε στον κόσμο. Ἀποκρίθηκε·

Νέος ὑπανδρεύθηκα, ὡραίαν γυναῖκα πῆρα,
ζέφκια πολλά ἐτράβησα, δόξαν μεγάλην ηὗρα
και γρόσια ἐκαζάντησα ὅσα μοῦ ἦτον χρεία.

Πηγές : cognoscoteam.gr

 

 

You might be interested in …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *