Ορισμένα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά του πληθωρισμού, που επανέκαμψε μετά από σαράντα περίπου χρόνια απουσίας του, δημιουργούν ερωτηματικά για το κατά πόσον πρόκειται για τον κλασσικό, δηλαδή τον γνώριμό μας από παλιά. Συγκεκριμένα, ο τωρινός πληθωρισμός φαίνεται να μην επαληθεύει τον βασικό ορισμό του, που βασίζεται στην ύπαρξη θετικής σχέσης ανάμεσα στην ποσότητα του χρήματος και στο γενικό επίπεδο των τιμών.
Δεν υπάρχει σχέση ποσότητας χρήματος και επιπέδου τιμών
Για περίπου τέσσερις δεκαετίες, όχι μόνον ο πληθωρισμός αλλά και ο πανικός που τον περιέβαλε στο παρελθόν, είχαν ουσιαστικά εξαφανιστεί από τις προηγμένες οικονομίες της Δύσης. Οι σύγχρονες κυβερνήσεις των τελευταίων ετών ματαίως προσπαθούσαν να επιτύχουν ένα κατώτατο επίπεδο αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών, ίσο με 2%, απαραίτητο για την αναζωογόνηση των οικονομιών.
Και ειδικότερα στην ΕΕ αντιμετωπίζονταν πια ως «βαρίδιο» οι αυστηροί όροι νομισματικής ισορροπίας του Συμφώνου Σταθερότητας, που θεσπίστηκαν για να προστατεύσουν το ευρώ από τον πληθωρισμό, αλλά όχι και από τη στασιμότητα, που δεν είχε προβλεφθεί. Η ρήξη, στις παραδοσιακές σχέσεις ποσότητας χρήματος και τιμών, καθώς και ποσότητας χρήματος και ανεργίας επήλθε κατά την περίοδο επικράτησης της παγκοσμιοποίησης και κυρίως πριν την έναρξη οπισθοχώρησής της. Η ρήξη αυτή αναγνωρίστηκε ως το κυρίαρχο σύμπτωμα της στασιμότητας των οικονομιών της Δύσης, καθώς και της εμφάνισης, σε αρκετές από αυτές, του ακραίου ανορθόδοξου φαινομένου των αρνητικών επιτοκίων.
Η αναζήτηση ερμηνειών για τις δυσμενείς αυτές εξελίξεις έφερε στο προσκήνιο την παλιά θεωρία του Άλβιν Χάνσεν περί του σταδίου της αέναης στασιμότητας των ώριμων οικονομιών, το οποίο διανύουν, τώρα, οι δυτικές οικονομίες. Σύμφωνα με τον γνωστό Αμερικανό οικονομολόγο του περασμένου αιώνα, όταν οι οικονομίες εισέρχονται στο στάδιο της ωριμότητας και της παρακμής, αδυνατούν να συνεχίσουν την εξέλιξή τους με θετικούς ρυθμούς και περιέρχονται σε κατάσταση μόνιμης στασιμότητας. Η ανάγκη αντιμετώπισης των σημαντικών αναγκών ανοικοδόμησης των οικονομιών, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, φάνηκε να διαψεύδει τη θεωρία του Αλβιν Χάνσεν, που όμως ήδη επανεμφανίζεται δριμύτερη. Η οικονομική αυτή θεωρία, εξάλλου, συμπληρώνεται και με αυτήν του Όσβαλντ Σπένγκλερ περί της διαδοχής των πολιτισμών, που προλέγει το τέλος του δυτικού πολιτισμού, και την εκχώρησή του σε διάδοχο. Ως διάδοχος επιβάλλεται ήδη η Ανατολή, και πιο συγκεκριμένα ο κινέζικος πολιτισμός.
Από την πληθώρα των αιτίων, που προκάλεσαν την απενεργοποίηση της σχέσης χρήματος και τιμών, στις σύγχρονες οικονομίες, καθώς και την είσοδο της Δύσης σε στάδιο οικονομικής στασιμότητας, θα επιλέξω εδώ αυτό που θεωρώ ως κυρίαρχο, στις αναλύσεις μου των τελευταίων ετών, αλλά και που ήδη επικεντρώνονται σε αυτό αρκετοί οικονομολόγοι. Πρόκειται για τις δραματικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, που επέφεραν ισχυρό πλήγμα στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και που τον οδήγησαν σε καθολική αθέτηση της υπόσχεσής του, αυτής « της ευημερίας για όλους». Οι λόγοι αυτής της αθέτησης οφείλονται στην ανατροπή των όρων γενικής ισορροπίας, που προέκυψε από την πρωτόγνωρη ανισότητα κατανομής του πλούτου σε όλα της τα επίπεδα. Ένα ολοένα μεγαλύτερο μερίδιο του ΑΕΠ, που ανήκε στην εργασία (με βάση τους νόμους της λειτουργικής κατανομής του Cobb-Douglas), μετά το 2000, κατακρατείται από το κεφάλαιο (υφαρπάζεται από τους μετόχους).
Η ανερχόμενη και άκρως επικίνδυνη αυτή ανισορροπία οφείλεται στον περιορισμό της προοδευτικής φορολογίας, στους φορολογικούς παράδεισους, στην άνοδο των μονοπωλιακών καταστάσεων, στην τάση εξίσωσης των μισθών ανάμεσα σε αναπτυσσόμενες και προηγμένες οικονομίες, στην υποχώρηση του συνδικαλισμού, στη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, στην ανάθεση της τύχης των οικονομιών στο αόρατο χέρι κ.ά. Η κορυφαία αυτή ανισότητα οδήγησε σε δραματική πτώση της ζήτησης για κατανάλωση, αλλά φυσικά και για επένδυση, σε περιορισμό του ρυθμού μεγέθυνσης, σε αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους (προκειμένου να μην καταρρεύσει πλήρως η κατανάλωση), σε εκτροχιασμό της νομισματικής θεωρίας αλλά και στην εμφάνιση «νεότερης νομισματικής θεωρίας», η οποία επιτρέπει και δικαιολογεί περίπου τα πάντα.
Στις νέες συνθήκες που επικρατούν στις οικονομίες της Δύσης, υπάρχει άφθονη ρευστότητα, η οποία όμως δεν κατευθύνεται στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά στα χρηματιστήρια, στην κερδοσκοπία και στην αποθησαύριση. Και έτσι εξηγούνται τα αρνητικά επιτόκια, η αδυναμία, μέχρι πριν λίγο, επίτευξης πληθωρισμού ίσου με 2%, σε πείσμα και της νομισματικής χαλάρωσης στην ΕΕ, η διόγκωση των τραπεζικών καταθέσεων, ακόμη και σε οικονομίες χρεοκοπημένες, όπως η ελληνική, αλλά και έτσι επίσης εξηγείται το γεγονός ότι τα τρισεκατομμύρια που δαπανήθηκαν για τις ανάγκες της πανδημίας, σε ΗΠΑ και ΕΕ ουδεμία επίπτωση είχαν στο γενικό επίπεδο των τιμών, αρχικά και μέχρις ορισμένου σημείου. Που ωστόσο το πέραν αυτού του σημείου συμβάν, δηλαδή η εμφάνιση του πληθωρισμού, δεν φαίνεται να σχετίζεται με το «χρήμα από ελικόπτερο», ή με τη νομισματοποίηση του δημόσιου χρέους (αγορά ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες), παρότι η νομισματική βάση ανέρχεται σε πάνω από 15 τρισεκατομμύρια $. Μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε ότι η ξαφνική άνοδος των τιμών που αγγίζει στην Ελλάδα, ήδη, 5.5% δεν έχει άμεση σχέση με την πρόσθετη ποσότητα χρήματος, που τέθηκε σε κυκλοφορία, για να αντιμετωπιστεί η πανδημία, αλλά ούτε θα έχει και με τα εκατομμύρια που προβλέπονται να εισρεύσουν στην Ευρώπη μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Ακόμη, η επανεμφάνιση του πληθωρισμού, δεν έχει σχέση ούτε με τον όγκο της ανεργίας, που δείχνει και αυτή να μην επηρεάζεται πια από την ποσότητα του χρήματος. Συνεπώς, δεν πρόκειται για παραδοσιακό πληθωρισμό. Αλλά δεν πρόκειται ούτε και για στασιμοπληθωρισμό, δεδομένου ότι στην περίπτωσή του, παρότι διαπιστώνεται σχέση χρήματος και τιμών, ωστόσο η οικονομία δεν είναι σε θέση να αυξήσει το ΑΕΠ της ή και να περιορίσει την ανεργία της.
Τέλος, και είναι σημαντική η επισήμανση, το είδος αυτό του πληθωρισμού δεν αντιμετωπίζεται με άνοδο των επιτοκίων, όπως φαίνεται να ελπίζουν η Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής και ίσως και η ΕΚΤ. Για να επανέλθει η παραδοσιακή σχέση ανάμεσα στην ποσότητα χρήματος και στο γενικό επίπεδο των τιμών, όπως και η δυνατότητα επίδρασης του χρήματος στον όγκο της ανεργίας, απαιτείται να έχει προηγηθεί ευρείας έκτασης αναδιανομή του εισοδήματος, ώστε να επαναφέρει τη διασαλευθείσα ισορροπία ανάμεσα στα μερίδια εργασίας και κεφαλαίου στο ΑΕΠ. Διότι, ακριβώς, στην ανισορροπία αυτή οφείλεται η αδρανοποίηση της σχέσης χρήματος και τιμών. Τα αίτια του παρόντος πληθωρισμού; Στο μέτρο που η παρούσα ανάλυση των δεδομένων ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η άνοδος των τιμών οφείλεται σε αίτια, που έστω και αν μειωθεί η ποσότητα χρήματος και αυξηθούν τα επιτόκια, δεν θα επηρεαστεί το επίπεδό τους.
Τα αίτια αυτά, σε σημαντικό ποσοστό τους, πρόσκεινται σε παράγοντες που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την πανδημία, όπως ανάμεσα και σε άλλα:
- η διακοπή της παραγωγικής αλυσίδας σε πολλά σημεία της υφηλίου,
- η έλλειψη ανταλλακτικών, καθώς πολλοί από τους παραγωγούς τους, κακώς, αποφάσισαν μείωση παραγωγής στην αρχή της κρίσης,
- η απόφαση της Κίνας να ενισχύσει την παραγωγή της στο εσωτερικό, ώστε να περιορίσει το βαθμό εξάρτησής της από το εξωτερικό,
- η έλλειψη εργατικών χεριών, κυρίως σε κακοπληρωμένες και ανασφαλείς απασχολήσεις, καθώς η πανδημία είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, και τη συνειδητοποίηση της ανάγκης αναζήτησης καλύτερων όρων εργασίας,
- η ανεπάρκεια των πλοίων να αντιμετωπίσουν την, ξαφνικά, αυξημένη ζήτηση για τις υπηρεσίες τους,
- η επικέντρωση της ζήτησης σε αγαθά που σπανίζουν και λιγότερο σε υπηρεσίες, και
- βέβαια η κατακόρυφη αύξηση των τιμών στην ενέργεια.
Στο χώρο των λογικών προβλέψεων ανήκει η υπόθεση με βάση την οποία η επάνοδος στην ομαλότητα, μετά το πέρας της πανδημίας (αν και όταν αυτό επέλθει) θα περιορίσει σταδιακά τις πιέσεις επί των τιμών. Αυτή η υπόθεση αφορά το σύνολο των παραπάνω αιτίων, που ωθούν τις τιμές προς τα επάνω, εκτός όμως από την ενέργεια. Διότι, ειδικά στην περίπτωσή της, αρκετά δεδομένα ενθαρρύνουν τους φόβους ότι η ομαλότητα θα αργήσει να αποκατασταθεί ή ακόμη και ότι οι εξελίξεις, ως προς αυτήν, είναι πιθανόν να επιφυλάξουν εκπλήξεις. Καταρχήν, να υπενθυμίσω ότι οι υψηλές τιμές στην ενέργεια οφείλονται σε σημαντικό βαθμό στο γεγονός ότι η Δύση, και πρωτίστως η Ευρώπη, βιάστηκε να στραφεί προς την πράσινη ενέργεια πριν να έχει προχωρήσει αρκετά στη διενέργεια των αναγκαίων επενδύσεων, που θα αντικαταστήσουν την παραδοσιακή. Σύμφωνα με προβλέψεις, για την ολοκλήρωση της πράσινης ενέργειας θα απαιτηθεί αρκετός χρόνος (υπάρχουν προβλέψεις για 5 χρόνια) και πολύ δαπανηρές επενδύσεις. Αλλά, και πέρα από τις δυσκολίες αυτές, οι εξελίξεις στην ενέργεια καλύπτονται από πυκνό πέπλο αμφιβολιών και αβεβαιότητας, καθώς εξαρτώνται, εκτός από τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, και από γεωπολιτικές επιδιώξεις και πολυσχιδή, όσο και αλληλοσυγκρουόμενα, συμφέροντα στο διεθνή χώρο.
Ο «διαφορετικός» πληθωρισμός και η Ελλάδα
Σπεύδω να υπογραμμίσω ότι ο «μη παραδοσιακός πληθωρισμός», που τώρα βιώνουμε, ουδόλως σημαίνει και ότι στερείται δυσμενών ή και πολύ δυσμενών συνεπειών, γενικώς, αλλά και ειδικότερα για την Ελλάδα. Η πρώτη, και υψηλού κινδύνου επίπτωσή του, στην πατρίδα μας, θα αφορά στο χρέος μας, το οποίο εισέρχεται ήδη σε αχαρτογράφητα νερά, με την ήδη άνοδο, που σημειώνεται στα επιτόκια δανεισμού. Το δημόσιο χρέος μας έχει ήδη υπερβεί το 200% του ΑΕΠ, αρχίζοντας αντίστοιχα με 120% πριν από την κρίση, και η επάνοδος των αυστηρών μέτρων του Συμφώνου Σταθερότητας (παρότι δεν αναμένεται να τιθασεύσει το είδος του παρόντος πληθωρισμού) θα λειτουργήσει ως δικαιολογία για να σωρεύσει ακόμη μεγαλύτερη φτώχεια και δυστυχία στην Ελλάδα, και φευ για αδιευκρίνιστο αριθμό ετών από σήμερα. Στην ουσία, και όπως το υποστήριξα σε πρόσφατο άρθρο μου στην «Εστία» (06.02.2022), θα πρόκειται για το 4ο κατά σειρά Μνημόνιο, που θα επιβληθεί στην αποικία χρέους, την Ελλάδα.
Στον πληθωρισμό, ανεξαρτήτως μορφής και προέλευσής του, αυτοί που πρωτίστως θίγονται από αυτόν, είναι οι μισθωτοί. Όλες οι οικονομίες, ακόμη και αυτές που εχθρεύονται τη συμμετοχή του δημόσιου τομέα στα δρώμενα, έχουν ωστόσο πειστεί για το απαραίτητο της λήψης μέτρων, που να αποτρέπουν την ανεξέλεγκτη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών. Η διατήρηση της αγοραστικής τους δύναμης, σε περίοδο ανόδου του γενικού επιπέδου των τιμών, είναι ουσιαστικά αδύνατη, έστω και αν υπάρχει καλή θέληση, εκ μέρους των κυβερνώντων. Η αδυναμία αυτή είναι γνωστή στους οικονομολόγους, ως «φαύλος κύκλος τιμών και μισθών». Πρόκειται για την αναπόφευκτη μείωση των πραγματικών μισθών (αγοραστικής δύναμης), σε περίοδο πληθωρισμού, καθώς οι αυξήσεις των ονομαστικών μισθών, ακολουθούν και υστερούν αναγκαστικά των συνεχών αυξήσεων των τιμών. Ωστόσο, η σίγουρη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των μισθωτών είναι μικρότερης έκτασης στην περίπτωση οικονομιών, που διέπονται από υψηλή κοινωνική συνείδηση, αλλά και ταυτόχρονα που διαθέτουν επαρκή οικονομική βάση.
Περιττό, συνεπώς, να επεκτείνω τις εξηγήσεις, στο σημείο αυτό, αναφορικά με την Ελλάδα, καθώς το συστηματικό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, που αδιακρίτως περιλαμβάνει και υπηρεσίες κοινής ωφελείας, δίνει εκ των προτέρων μια πικρή γεύση, στις σχετικές προσδοκίες. Αλλά, και πέραν της γενικότερης αυτής παρατήρησης θα πρέπει να επισημανθεί ότι εξαιτίας των Μνημονίων ο κατώτατος μισθός (που προσδιορίζει και τους υπολοίπους) έχει παραμείνει καθηλωμένος επί περίπου μια δεκαετία, ενώ η πρόσφατη αύξησή του, κατά 1.5% δεν σώζει ασφαλώς την κατάσταση. Έτσι, το φάσμα της πείνας, ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού, είναι δυστυχώς ορατό και μεγεθυμένο στη χώρα μας. Ακόμη, και παρά τις προσπάθειες των αρμοδίων να επιδοτήσουν τις, δίκη ρουκέτας, ανερχόμενες τιμές της ενέργειας, το ποσοστό των νοικοκυριών που παγώνουν από το κρύο, αδυνατώντας να καταβάλουν τις αυξημένες τιμές της, είναι σημαντικό και ανερχόμενο. Εξίσου δραματικό είναι βέβαια και το κλείσιμο μικρών ΜΜΕ, για τον ίδιο λόγο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι φυσικό να αναπολεί κανείς με «τρυφερότητα» τον λιγνίτη. Αλλά, και παράλληλα, να απορεί για το πως, κάτω από τις απευκταίες αυτές καταστάσεις, η χώρα μας έχει ακόμη το σθένος να κρατά υψωμένη τη «σημαία της «υποτέλειας», και να υφίσταται τα πάνδεινα αδιαμαρτύρητα.