Η πρόθεσή μου, σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία, δεν είναι βέβαια η κριτική της πρωθυπουργικής ομιλίας, απλώς για την κριτική αλλά, αντιθέτως, η προσπάθειά μου να συμβάλω, στο μέτρο του δυνατού, και κατά την κρίση μου πάντοτε, στην ορθότερη αντιμετώπιση των ακανθωδών και πολυσχιδών προβλημάτων μας.
Ως εισαγωγή θα πρέπει, πριν από όλα, να αναγνωριστεί ότι η πρωθυπουργία του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη κλήθηκε να αντιμετωπίσει σειρά από πρωτόγνωρες κρίσεις, που σίγουρα απέκλειαν τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων και δράσεων, σε περιβάλλον ηρεμίας. Συνεπώς, εύλογα μπορεί να υποστηριχθεί, ότι τα αποτελέσματα των προσπαθειών του κ. Μητσοτάκη θα ήταν πιθανόν λιγότερο απογοητευτικά, χωρίς την πανδημία, χωρίς τον πόλεμο της Ουκρανίας, χωρίς την εισβολή του πληθωρισμού, αλλά και χωρίς τα άλυτα προβλήματα που δημιουργεί η ενεργειακή κρίση.
Για τους λόγους αυτούς θεώρησα ότι η κριτική ματιά στην πρωθυπουργική ομιλία, θα ήταν ορθότερο να εστιαστεί στις μακροχρόνιες βλέψεις, όπως αυτές διαφαίνονται στα επί μέρους σημεία της ομιλίας του κ. Μητσοτάκη, καθώς και στο καθεστωτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο τοποθετείται η πορεία της χώρας μας, και λιγότερο, στην αξιολόγηση των έργων.
Ι. Η έλλειψη πυξίδας στην πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι στην εξεταζόμενη περίοδο ανιχνεύονται κάποιες σωστές προθέσεις/αποφάσεις, που είτε είχαν τον χρόνο να υλοποιηθούν, είτε έθεσαν θεμέλια για το μέλλον. Ανάμεσα και σε άλλα, αναφέρομαι στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων (παρότι κινδυνεύει να καταστήσει ακόμη ανισότερη της ισχύουσας, την κατανομή του συνολικού φορολογικού βάρους), τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, την προσπάθεια διατήρησης θέσεων εργασίας στο διάστημα της πανδημίας (της οποίας, ωστόσο, ο βαθμός επιτυχίας είναι απροσδιόριστος), στον περιορισμό των διακρίσεων εναντίον της γυναικείας εργασίας (που, μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τις ενδείξεις, είναι μόνο θεωρητικός), στη μείωση του χρόνου αναμονής για τη λήψη της σύνταξης, στην προετοιμασία του ψηφιακού κράτους (που, ωστόσο θα όφειλε να υπαχθεί στο νόμο των προτεραιοτήτων της οικονομίας μας) στην απόφαση ενίσχυσης της στρατιωτικής ισχύος της χώρας κ.ά Ωστόσο, αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το σύνολο αυτών των καταρχήν θετικών στοιχείων για την οικονομία εμφανίζεται ως συνονθύλευμα «λίθων, πλίνθων, ξύλων και κεράμων ατάκτως ριμμένων».
Ουδαμού διακρίνεται η ύπαρξη σχεδίου, που να σέβεται τις προτεραιότητες για την ανάκαμψη της οικονομίας, απολύτως απαραίτητου καθώς αυτή διανύει μακροχρόνια περίοδο χειμερίας νάρκης και πλήρη αποσυντονισμό. Πρόκειται για μέτρα αποσπασματικά, χωρίς συνοχή, χωρίς σύνδεση αναμεταξύ τους, χωρίς προσπάθεια αντιμετώπισης της αποσύνθεσης της οικονομίας μας, εξαιτίας των Μνημονίων, χωρίς λήψη υπόψη των ιδιομορφιών της, χωρίς χρονολογική διάταξη των εκάστοτε υιοθετούμενων μέτρων, και χωρίς πρόνοια για την επίτευξη οριζόντιων και κάθετων πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων τους. Είναι, συνεπώς, σίγουρο ότι οδεύουμε προς το απόλυτο κενό.
Και τούτο, διότι η ελληνική οικονομία διαφέρει έτη φωτός από οποιαδήποτε άλλη του δυτικού συνασπισμού, που δεν υπέστη τις καταστρεπτικές συνέπειες των Μνημονίων. Στην περίπτωσή της δικής μας οικονομίας είναι απαραίτητο να συγκολληθούν οι συντριμμένες βάσεις της, ώστε να επανακτήσει την ομαλή συμμετοχή και λειτουργία των τριών βασικών τομέων παραγωγής, και να παύσει να εξαρτάται σε τόσο επικίνδυνο βαθμό από την τουριστική δραστηριότητα. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, ο ενθουσιασμός του κ. Μητσοτάκη, που διαπερνά ολόκληρη την ομιλία του, είναι δύσκολο να γίνει κατανοητός. Ενδεικτικά θα επικεντρωθώ σε ορισμένα σημεία της πρωθυπουργικής ομιλίας.
Να αρχίσω, λοιπόν, με την πρωθυπουργική ικανοποίηση για τη δήθεν ανάπτυξη υψηλών ρυθμών στη χώρα μας, και να υπενθυμίσω το αυταπόδεικτο, ότι πρόκειται, δυστυχώς, για σταδιακή επαναφορά των αντίστοιχων ρυθμών, που απωλέστηκαν εξαιτίας των θεομηνιών, που έπληξαν τον τόπο. Και συνεπώς δεν πρόκειται για κατά κυριολεξία «ανάπτυξη», ενώ επιπλέον οι υψηλοί ρυθμοί δικαιολογούνται από το χαμηλό σημείο εκκίνησης της οικονομίας μας. Στην ταλαίπωρη πατρίδα μας οφείλουμε να μη λησμονούμε ότι, εξαιτίας των απαράδεκτων όρων των Μνημονίων, το ΑΕΠ μας μειώθηκε κατά 25% (ποσοστό που δεν καταγράφεται ούτε σε περιπτώσεις σύρραξης και εχθρικής κατοχής), και ότι η πανδημία πρόσθεσε άλλες 10 περίπου αρνητικές μονάδες.
Συνεπώς, είμαστε ακόμη πολύ μακριά από τη στιγμή που θα μπορούμε να μιλήσουμε, με σοβαρότητα, για ανάπτυξη στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε σε μια «συρροή ξένων επενδύσεων», στην Ελλάδα παραθέτοντας και αριθμούς. Περιττό να σημειωθεί ότι ο παραλληλισμός με τα ποσά που δαπανήθηκαν στους Ολυμπιακούς αγώνες ήταν ατυχής, δεδομένου ότι η άκρατη σπατάλη στη διάρκειά τους, προετοίμασε την εισβολή των Μνημονίων. Συνεχίζοντας να παρατηρήσω, ότι απαιτείται θάρρος, για να αγγίξει κανείς αυτό το ακανθώδες θέμα των επενδύσεων, και θα το εξέφραζα με το ρητό πως «δεν μιλούν για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου». Και τούτο, επειδή, όπως είναι γνωστό, μετά την επέλαση των Μνημονίων οι επενδύσεις, που δεν αφορούν ξεπούλημα δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας είναι δυσδιάκριτες.
Εξυπακούεται αυτό το ξεπούλημα δεν αποτελεί επένδυση.
Δυστυχώς στην Ελλάδα, από αυτή την λαίλαπα του αλύπητου ξεπουλήματος, δεν διασώθηκαν ούτε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, των οποίων η πώληση, για ευνόητους λόγους, απαγορεύεται δια ροπάλου. Ωστόσο, αψηφώντας κάθε όριο στο χώρο αυτό, πρόσφατα πουλήθηκε και το νερό. Να επεκτείνω εδώ την κριτική μου ματιά και στις, όπως πιστεύω, εύλογες ανησυχίες μου για ότι φαίνεται ήδη να προλειαίνεται, σχετικά, στο χώρο της υγείας και της παιδείας, που οδεύουν προς διάφορα σχήματα και βαθμούς ιδιωτικοποίησης. Περιττό να υπογραμμίσω ότι οι κούρσες των ιδιωτικοποιήσεων, όπως και του ξεπουλήματος, βρίσκονται στον ίδιο αστερισμό, αυτόν της άκρατης φιλελεύθερης θεώρησης.
Ο κ. Πρωθυπουργός αναφέρθηκε, επίσης, με ικανοποίηση στην αύξηση των εξαγωγών μας το 2022, κατά 30% περίπου σε σχέση με πέρυσι, αλλά παρέλειψε να προσθέσει ότι η αύξηση των εισαγωγών μας, φέτος, σε σχέση με πέρυσι εμφανίζει αύξηση 50%, που μαρτυρεί υστέρηση του απαραίτητου βαθμού αυτάρκειας. Ανάμεσα στις πολλές εξαγγελίες του κ. Μητσοτάκη, για τα πεπραγμένα της πρωθυπουργικής του θητείας αναφέρθηκε ως επιτυχία και «το τέλος της ενισχυμένης οικονομικής εποπτείας μετά 12 έτη….και αποκτήσαμε αυτονομία». Και εδώ, βέβαια, πρόκειται για καθαρό σφάλμα, που όφειλε να επισημανθεί από τους συμβούλους του, δεδομένου ότι η παράταση ελέγχων από 3 σε 6 μήνες, ουδόλως, καταργεί την παγίως ανειλημμένη υποχρέωση της Ελλάδας, να υποβάλλεται σε οικονομικό έλεγχο μέχρι την αποπληρωμή του 85% του χρέους της, αλλά και να μην αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, χωρίς την άδεια των δανειστών.
Ο Πρωθυπουργός ανέφερε ακόμη, στην ομιλία του, ότι «κερδίσαμε μια χαμένη τετραετία» και, επίσης, ότι βαδίζουμε σε «σχεδιασμό ελπιδοφόρας δεκαετίας», χωρίς να προσδιορίζει το περιεχόμενο αυτού του χρονικού κέρδους ή του ελπιδοφόρου δεκαετούς σχεδιασμού. Αμφότερα είναι χωρίς διευκρίνηση, και συνεπώς κενά περιεχομένου. Ο πρωθυπουργός υποστηρίζει, ακόμη, ότι η χώρα μας βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Αλλά, πως μπορεί κανείς να υποστηρίξει αυτή την άποψη, όταν το 90% περίπου των Ελλήνων έχουν σαφώς και κατ’ επανάληψη εκφραστεί εναντίον της αποστολής πολεμικού υλικού στην Ουκρανία; Και όταν ακόμη αντιμετωπίζουμε θανάσιμο κίνδυνο, εξαιτίας της πρόσφατης δήλωσης του κ. Μητσοτάκη ότι «είμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία»; Αλλά και όταν, επιπλέον, χωρίς δικαιολογία, εκτός της πάγιας επιθυμίας να «είμαστε αρεστοί στη Δύση και στην Ευρώπη», καταργήσαμε την παραγωγή λιγνίτη, που θα μας εξασφάλιζε φθηνή ενέργεια, στον δύσκολο χειμώνα που έρχεται; Συμπερασματικά, η πρωθυπουργική ομιλία στη ΔΕΘ Θεσσαλονίκης ανέδειξε ελάχιστα επιτεύγματα, πλήθος ουτοπίες, αλλά και τη λήψη επικίνδυνων αποφάσεων, που απειλούν παντοιοτρόπως την επιβίωσή της πατρίδας μας.
ΙΙ.Το καθεστωτικό πλαίσιο της υποτέλειας
Στο πρόσφατο παρελθόν είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ συχνά και διεξοδικώς, με το μέγα αυτό ελληνικό πρόβλημα της τυφλής υπακοής μας στις επιταγές των εταίρων/συμμάχων και στην άκριτη ισοπέδωσή της χώρας μας σε αυτές, έστω και όταν είναι εμφανές ότι έτσι καταστρεφόμαστε. Θα περιοριστώ εδώ στην επισήμανση των σημείων της πρωθυπουργικής ομιλίας, που άπτονται αυτής της αρρωστημένης κατάστασης. Στο πλαίσιο της απολογιστικής του ομιλίας ο κ. Μητσοτάκης παραδέχεται αστοχίες, Θα διόρθωνα, ότι δεν πρόκειται, εκτός εξαιρέσεων, για αστοχίες, αλλά για τον αποκλεισμό άλλων λύσεων, εκτός αυτών που εκπορεύονται από την ΕΕ ή και τις ΗΠΑ, έστω και αν βαίνουν εναντίον των εθνικών μας συμφερόντων. Το πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης, για την Ελλάδα, με τις επιλογές του, που είναι σε σημαντικό βαθμό άσχετες με τις προτεραιότητες μας ή και αντίθετες με αυτές, αποτελεί μια από τις πολλές αποδείξεις τού γιατί δεν ορθοποδούμε (βλ. σχετικά άρθρα μου «Newsbreak» στις 08.02.2022 και «Slpress» στις 21.02.2022).
Μια από τις πολλές επιλογές μας να εθελοτυφλούμε αποκαλύπτεται μέσα από το πρωθυπουργικό ρηθέν που ακολουθεί: «Δεν πρέπει επίσης να επιτρέψουμε η αγανάκτηση να γίνει τυφλή, αναζητώντας εσωτερικές ευθύνες για εξωγενείς επιθέσεις. Ο λογαριασμός της ακρίβειας πρέπει να επιστραφεί σ’ αυτόν που την προκαλεί, στον κ. Putin. Και η απάντησή μας πρέπει να είναι ώριμη και δημοκρατική». Θέλω να πιστεύω ότι ουδείς στοχοποιείται ως «φιλορώσος», υποστηρίζοντας το αυταπόδεικτο. Δηλαδή ότι, ανεξαρτήτως του πόσο κακός είναι ο κ. Πούτιν, είναι ωστόσο αδιανόητα αφελής η απαίτηση της Δύσης ότι όφειλε να παραμείνει αδρανής απέναντι στις σκληρές κυρώσεις εναντίον του, που συνοδεύονταν και από την πρόθεση εξόντωσης της Ρωσίας. Και να μη χρησιμοποιήσει, δηλαδή, το ισχυρότατο όπλο, που διαθέτει, αυτό του κλεισίματος της στρόφιγγας για την ενέργεια, οδηγώντας την Ευρώπη σε απόγνωση και καταστροφή. Θα πρόσθετα, ακόμη, ότι ίσως θα ήταν προτιμότερο να αποφεύγονται παραπομπές στη δημοκρατία μας, μετά τη διεθνή κατρακύλα της θέσης μας στη σχετική λίστα του βαθμού ελευθερίας του Τύπου, αλλά βέβαια και μετά το πολυεπίπεδο σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.
Και τελειώνω με αναφορά στην, εδώ και καιρό, αδιάλειπτη κλιμάκωση των τουρκικών υπερπτήσεων, ψευδών κατηγοριών, ύβρεων, απειλών και τελευταίως ξεκάθαρων διεκδικήσεων τμημάτων της εδαφικής μας κυριαρχίας. Το πως απαντούμε σε αυτές τις τουρκικές προκλήσεις συνοψίζεται στη σχετική ρήση του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, που συνοδεύεται πάγια και από τη δήλωσή του ότι ο ίδιος δεν έχει αντίρρηση να (ξανα) συναντήσει τον υβριστή του Έθνους μας: «Η ενίσχυση των Ένοπλων Δυνάμεών μας. Η ακμαία οικονομία μας. Οι διεθνείς συμμαχίες μας, αλλά και η προσήλωσή μας στο Διεθνές Δίκαιο. Κυρίως, όμως, η ενότητα του λαού μας.
Ας σταματήσουν, λοιπόν, οι γείτονες τα ανιστόρητα πυροτεχνήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Ούτε μας φοβίζουν, ούτε μας πτοούν». Εκτός του ότι η παραπάνω πρωθυπουργική δήλωση δεν περιλαμβάνει, δυστυχώς, αλήθειες, διότι ούτε ακμαία οικονομία έχουμε, ούτε διεθνείς συμμαχίες διαθέτουμε, αν εξαιρέσουμε τους φίλους Γάλλους, αλλά ούτε ενωμένοι είμαστε, επιπλέον αυτή δεν έχει και αποδέκτη. Το εθνικό μας δράμα είναι ότι δεν μας υπολογίζουν στο διεθνές πεδίο, εκτός αν χρειάζονται κάτι από εμάς. Και αυτό ουδόλως οφείλεται στο μικρό μας μέγεθος ή ακόμη και στη φτώχεια του λαού μας. Αντιθέτως, αυτό εξηγείται, θα έλεγα σχεδόν αποκλειστικά, από τη δική μας απαράδεκτα υποτελή συμπεριφορά, που επιβαρύνθηκε στο έπακρον, με την αποδοχή του εγκληματικού περιεχομένου των Μνημονίων, από όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις μας, των τελευταίων 12 ετών, και μάλιστα χωρίς αντίδραση. Και τούτο, παρότι, από την αρχή, ήταν διαφανής η επιδίωξη των ευρωπαϊκών τραπεζών, που κινδύνευαν επειδή είχαν ελληνικά χαρτιά, να διασωθούν μέσω της καταστροφής μας. Οι λεονταρισμοί, σαφώς, δεν μας βοηθούν, καθώς οι Τούρκοι έχουν αποδείξει ότι, τελικώς, πράττουν τα όσα λένε. Η συνεχής προσφυγή στη σκέπη του Διεθνούς Δικαίου σίγουρα δεν μας προστατεύει, δεδομένου ότι δυστυχώς, όχι μόνον οι Τούρκοι, αλλά και οι εταίροι μας, αλλά και οι ΗΠΑ, το έχουν προ πολλού τοποθετήσει στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Διαφορετικά, η Κύπρος δεν θα ήταν, επί δεκαετίες, όπως είναι.
Συμμάχους, δυστυχώς δεν διαθέτουμε.
Και επειδή είναι πολύ επικίνδυνο να εθελοτυφλούμε, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι αντιθέτως με εμάς η Τουρκία διαθέτει συμμάχους. «Συμμάχους», ασφαλώς, με περιεχόμενο και ποιότητα, που ταιριάζει στην παρακμαζόμενη, με ταχύτατους πια ρυθμούς, Δύση. Η μοναδική μας διέξοδος, εκτός αν αλλάξει η κατεύθυνση των διεθνών ανέμων, φαίνεται να είναι η επικέντρωσή μας σε καθημερινό σφυροκόπημα της διεθνούς κοινότητας, με αποκαλύψεις του τι μας συμβαίνει, και όχι μόνον από τους εχθρούς Τούρκους, αλλά και από τους φίλους εταίρους και άλλους. Με τη βοήθεια άρθρων (αδρά πληρωμένων) στις πρώτης κυκλοφορίας εφημερίδες της υφηλίου (όσες βέβαια μας δεχθούν), και με την καθημερινή παρουσία μας (όπου θα έχουμε πρόσβαση) στο σύνολο των διεθνών ΜΜΕ. Με αδιάσειστα στοιχεία και με διακριτική προσπάθεια να αποκαλυφτούν και να εκτεθούν διεθνείς οργανισμοί, κυβερνήσεις, παράγοντες κλπ. Μέθοδος δύσκολη, που χρειάζεται συνεχή και σκληρό αγώνα, υψηλού βαθμού δημοσιογραφικές/επιστημονικές ικανότητες, σημαντικά κεφάλαια, και που εκ των προτέρων δεν διασφαλίζει θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, ο «πνιγμένος από τα μαλλιά πιάνεται», και πιθανότατα σώζεται.