Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη – Δημοσιεύτηκε στο Newbreak στις 30/11/2022
Τα συστημικά, και όχι μόνο, κανάλια, έχουν τον τελευταίο καιρό, ως κυρίαρχο θέμα τις προσεχείς εκλογές, που συνήθως συνοδεύεται και από αποτελέσματα νέας αναμέτρησης των προτιμήσεων του ελληνικού λαού.
Παρότι, οι τελευταίες αυτές δεν μεταβάλλονται, αλλά και δεν είναι δυνατόν να μεταβληθούν, με τις παρούσες συνθήκες απόλυτης υποτέλειας, που επικρατούν στην πατρίδα μας. Ακολουθούν χαοτικές συζητήσεις, με πολιτικούς ή και άλλους τακτικούς επισκέπτες των ΜΜΕ, αρχικά για το πότε θα λάβουν χώρα αυτές οι εκλογές, αν θα έχει τότε συμπληρωθεί ή όχι η τετραετία, ποιά τα πιθανά γεγονότα που θα απομακρύνουν ή θα επισπεύσουν αυτές τις εκλογές και άλλα τινά ανάλογης συνομοταξίας.
Αμέσως στη συνέχεια, και ενώ εκλαμβάνεται ως δεδομένη η πρωτιά της Ν.Δ., και αφού αποκλείεται ο κίνδυνος σχηματισμού Κυβέρνησης από το δεύτερο και το τρίτο κόμμα, “σκουπίζεται” η παρουσία των λοιπών κονιορτοποιημένων κομμάτων και ο προβληματισμός επικεντρώνεται στο αν το δεύτερο ή το τρίτο κόμμα θα συμπληρώσει το ποσοστό που θα λείπει (αν λείπει, διότι η προτίμηση των παραμέτρων της σχετικής συζήτησης εκλαμβάνει την υπόθεση της αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος, περίπου ως δεδομένη).
Δεν υπέπεσε στην αντίληψη μου (αλλά και ομολογώ ότι παρακολουθώ αυτού του επιπέδου τους προβληματισμούς, όσο γίνεται λιγότερο, και μόνο για να έχω το ελάχιστο μιας απαραίτητης σχετικής πληροφόρησης) ουδείς προβληματισμός ή και ευχολόγιο, για τους πυλώνες που επιβάλλεται να περιλαμβάνει η θητεία της νέας Κυβέρνησης, στους ταραγμένους καιρούς μας.
Αλλά, βέβαια, η παράλειψη αυτή είναι απολύτως κατανοητή, εφόσον θεωρείται δεδομένο ότι με τις εκλογές δεν αναμένεται ουδεμία μεταβολή της πορείας που ακολουθήθηκε την τελευταία τετραετία. Δηλαδή, οι νέες τυχόν εξελίξεις θα αντιμετωπίζονται, με τους ίδιους τρόπους όπως μέχρι τούδε. Συγκεκριμένα, στις εξωτερικές μας σχέσεις, θα καταδικάζουμε τις τουρκικές απειλές αλλά, εκτός από κάποιες οριακά επιτυχείς προσπάθειες αντιμετώπισής τους, θα αναμένουμε νεύματα από τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Ενδιαμέσως, θα εξακολουθήσουμε να ακούμε και να παρατηρούμε με προσήλωση την κάθε λέξη, αλλά και κίνηση των Τούρκων, προκειμένου να είναι δυνατό ένα, έστω και λίγων ωρών, συμπέρασμα ότι……”δείχνει να έχει περιοριστεί το τουρκικό μένος εναντίον μας”. Αλλά επίσης, θα εξακολουθήσουμε να αισθανόμαστε “υπερήφανοι” επειδή κάποιες ενέργειές μας και κάποιες συμμαχίες μας “εκνευρίζουν τους Τούρκους”.
Στον τομέα της οικονομίας, η ουτοπία του πόσο καλά πηγαίνει (και ει δυνατόν η εξαγωγή συμπερασματος ότι η δική μας οικονομία πηγαίνει καλύτερα από όσο της υπόλοιπης Ευρώπης) φυσικά και θα εξακολουθήσει να καλλιεργείται, παράλληλα και με το “βιώσιμο χρέος”, το τέλος της “αυστηρής εποπτείας”, τους “ολοένα ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξής μας”, κλπ. …τα γνωστά. Εφόσον όλα πάνε τόσο καλά, εύλογο είναι οι κυβερνώντες να μην χρειάζεται να επιδοθούν σε κατάρτιση βραχυχρόνιου-μεσοπρόθεσμου και μακροχρόνιου προγραμματισμού. Αλήθεια, προς τι; Η πολιτική των “πετεινών του ουρανού” και βολική είναι, αλλά και αναπόφευκτη σε χώρα, που δεν γνωρίζει προς τα που οδεύει, αλλά για τη χάραξη της πορείας της επαφίεται στη σοφία των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων στην Ελλάδα, έχω σημαντικές δυσκολίες να κατανοήσω και κυρίως να ερμηνεύσω το έντονο ενδιαφέρον του μέσου Έλληνα, σχετικά με το χρόνο των εκλογών και τα μετέπειτα. Αφού είναι ηλίου φαεινότερο ότι τίποτα μα τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Λέω, λοιπόν, ότι ίσως θα εμφανίζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, λιγότερη υποκρισία και πάνω από όλα έλλειψη άγχους η παρακολούθηση σειρών και ταινιών στην τηλεόραση, από ότι η άσκοπη, όσο και αποβλακωτική συζήτηση περί των προσεχών εκλογών.