Tο κυρίαρχο πρόβλημα της Ελλάδας είναι η εθνική μας υποτέλεια, η οποία αποτελεί την πάγια συμπεριφορά μας, και με ελάχιστες εξαιρέσεις χαρακτηρίζει τη θέση της Ελλάδας προς τον έξω κόσμο. Πρόκειται για την παγιωμένη στάση, με την οποία η Ελλάδα αντιμετωπίζει, αλλά και αντιμετωπίζεται από φίλους, συμμάχους και εχθρούς. Πρόκειται για κατάσταση, που δεν αρμόζει σε κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, αλλά αντιθέτως σε χώρα που βαρύνεται με δεσμούς ανελευθερίας απέναντι σε όλους και όλα, σε έθνος με φοβικά σύνδρομα και με εμφανείς ανασφάλειες.
Η αναζήτηση των αιτίων αυτού του ανεπιθύμητου συνδρόμου, ανατρέχει στο μακρινό παρελθόν της ηρωικής Επανάστασης, που έκρυβε ωστόσο και κάποιες γκρίζες σελίδες, οι οποίες από τότε αναπαράγονται συνεχώς, με ασαφείς και δυσδιάκριτες μεθοδεύσεις. Η απελευθέρωση της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία βρήκε ομόφωνες τις Μεγάλες Δυνάμεις, προφανώς γιατί αυτή εξυπηρετούσε συμφέροντά τους, αλλά όχι και την ανεξαρτησία της.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η δήλωση του Μακρυγιάννη στα “Απομνημονεύματά” του ότι «Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις τις πρώτες χρονιές εφοδίαζαν τα κάστρα των Τούρκων. Τους κατέτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα δια να μη υπάρχουν. Η Αγγλία θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, οι Μαλτέζοι, ξυπόλητους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρώσοι Ρώσους και ο Μέττερνικ της Αούστριας Αουστριακούς και όποιος τους φάγει από τους τέσσερους».
Η κυριαρχία επάνω σε μια Ελλάδα, τυπικά ελεύθερη αλλά όχι ανεξάρτητη, υπήρξε το μήλο της έριδος ανάμεσα στις τότε Μεγάλες Δυνάμεις, με την προβολή της αντίθεσης Αλβιώνας και Αυστρίας εναντίον της Ρωσίας. Και είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι τον ρωσοτουρκικό πόλεμο (1828-29) δεν υπάρχει πηγή, που να αναφέρεται στην ανεξαρτησία της Ελλάδας. Το όραμα του Καποδίστρια ήταν μια ελεύθερη, αλλά και ανεξάρτητη Ελλάδα, που όμως έσβησε με τη δολοφονία του.
Σιωπηρή αποδοχή της εξάρτησης
Και όσο και αν φαίνεται αδιανόητο, αυτό το όραμα στάθηκε αδύνατον να αναζωογονηθεί επί 190 και κάτι ολόκληρα χρόνια. Ωστόσο, μέσα σε αυτές τις δεκαετίες κυριαρχεί η γενική διαπίστωση ότι στο μακρύ αυτό διάστημα, δεν υπήρξαν αξιόλογες προσπάθειες ξεριζωμού του. Ότι, δηλαδή, η εξάρτηση έγινε σιωπηρώς αποδεκτή. Για την οικτρή αυτή κατάσταση, στην οποίαν βρίσκεται η πατρίδα μας, ήδη επί δύο αιώνες, υπάρχουν, ασφαλώς, βαρύτατες όσο και ασυγχώρητες ευθύνες.
Η υποτέλεια έγινε τρόπος ζωής, εξουδετέρωσε την εθνική υπερηφάνεια και αξιοπρέπειά μας και εγκαθίδρυσε μια αρρωστημένη αδράνεια, που τελικώς αποδέχεται τα πάντα. Η υποτέλεια αυτή φαίνεται να διαιωνίζεται, ενώ κάθε φορά που κινδυνεύει να ανατραπεί, από υγιείς λαϊκές αντιδράσεις, όπως ενδεικτικά αναφέρομαι στην περίπτωση των Πρεσπών, καθώς και σε αυτήν του δημοψηφίσματος του 2015, επιστρατεύονται υπόγειες δυνάμεις, για να τις σιγήσουν, με κάθε μέσον, έστω και με το πιο αδίστακτο. Και πάντοτε βέβαια με τη συμπαράσταση των συμμάχων-φίλων-εταίρων, που έχουν αντικαταστήσει τις πάλαι ποτέ Μεγάλες Δυνάμεις. Πρόκειται, σίγουρα, για αποφάσεις και ενέργειες, με ψήγματα προδοσίας.
Οι ευθύνες για τη χρόνια αυτή ανωμαλία, μέσα στην οποία καθηλώνεται η πατρίδα μας και αδυνατεί έτσι να ανοίξει φτερά σε νέους ορίζοντες, δεν είναι ασφαλώς μονομερείς, αλλά ανακυκλώνονται, φράζοντας τα μονοπάτια πιθανών διεξόδων. Θα ήταν, σίγουρα, ιδιαιτέρως βολικό να αποδοθούν όλα τα κακώς κείμενα στις ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, τότε που η πατρίδα μας σύρθηκε σε ιδιόμορφο αποικιοκρατικό καθεστώς. Ωστόσο, με σύστημα ελεύθερων εκλογών, αλλά και με την επικράτηση κάποιου είδους και βαθμού δημοκρατίας, στη χώρα μας, έστω και με ισχυρή δόση ουτοπίας, είναι δύσκολο να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη ο λαός της, ο οποίος τις ψηφίζει.
Δεν ανήκομεν μόνο εις την Δύσιν
Η πατρίδα μας θα πάψει να ματώνει αν και όταν συνειδητοποιήσουμε ότι δεν χρειάζεται να αποδείξουμε το οτιδήποτε, καθώς αρκεί να μην αμαυρώνουμε το αστραφτερό στεφάνι, που μας κληρονόμησαν οι δικοί μας άνθρωποι, πριν χιλιετηρίδες. Η Δύση, είναι η συνέχειά τους, και μπορεί να μεγαλουργήσει για εμάς, αν τη συνδυάσουμε με την υφήλιο, που τότε κατέκτησε ο δικός μας Μέγας Αλέξανδρος. Το “ανήκομεν εις την Δύσιν”, μάς περιορίζει, έτσι, γιατί μας στερεί την απεραντοσύνη, στην οποία μπορούμε να έχουμε πρόσβαση, αν την καλλιεργήσουμε δεόντως. Και γι’ αυτό θα έφθανε, αν αντί να αναζητούμε αποδείξεις, για το πόσο “δυτικοί” είμαστε, καταρτίζαμε ένα καλομελετημένο πρόγραμμα δράσης, που να αναδεικνύει τη μοναδικότητα της δικής μας προέλευσης. Ακριβώς, αυτήν, που δυσαρεστεί τη Δύση, επειδή την στερείται.
Η πατρίδα μας θα πάψει να ματώνει αν και όταν πειστούμε ότι δεν έχουμε ανάγκη αναγνώρισης, από πολιτισμούς πολύ μεταγενέστερους του δικού μας. Ιδιαίτερα αυτή την περίοδο, που συντελείται με ταχύτατους ρυθμούς η παρακμή της Δύσης. Αν και όταν περιορίσουμε το βαθμό εξάρτησής μας, από έξω, από οπουδήποτε έξω, και ασχοληθούμε με συνέπεια και συνέχεια με όλα όσα χρειάζεται η οικονομία μας. Έχοντας ως οδηγό μας τη γνώση ότι η προσπάθεια εμφύτευσης ακατέργαστων προγραμμάτων, όσο προηγμένα και αν είναι αυτά, συνήθως αποτυγχάνουν παταγωδώς.
Η πατρίδα μας θα πάψει να ματώνει αν και όταν αναγνωρίσουμε ότι η ελληνική οικονομία είναι πλήρως διαλυμένη, και χωρίς βάσεις. Έτσι, χρειάζεται μακροχρόνιο προγραμματισμό, της μορφής που εφαρμόστηκε στο σύνολο σχεδόν των ήδη προηγμένων οικονομιών, κατά την περίοδο εκβιομηχάνισής τους, προσαρμοσμένο κατά το δυνατόν στις σύγχρονες απαιτήσεις. Περιττό να υπογραμμίσω ότι αυτός ο προγραμματισμός ουδεμία σχέση έχει με τον σοβιετικό. Αν και όταν αντιμετωπίσουμε τα μόνιμα και εξαιρετικής επικινδυνότητας εθνικά μας προβλήματα με μακροχρόνιο πρόγραμμα και με την αποδοχή της υπόθεσης ότι πρόκειται για την επιβίωση του Έθνους και συνεπώς καμία θυσία δεν είναι υπερβολική. Έχουμε το παράδειγμα του Ισραήλ. Ας το ακολουθήσουμε.
Θεμελιώδεις αρχές
Η πατρίδα μας θα πάψει να ματώνει αν και όταν ελαχιστοποιήσουμε τη διαφθορά και τον νεποτισμό, που λαμβάνουν ανατριχιαστικές διαστάσεις όχι, βέβαια, αποκλειστικά στην Ελλάδα, αλλά ως απεχθής συνέπεια της παρακμής της Δύσης. Να υποστηρίξω την άποψή μου ότι δεν παρέχει λύση, στο πολύ βασικό αυτό πρόβλημα, η συνεχής κατακραυγή εναντίον της λεγόμενης “ελίτ”, που κατά την κρίση μου, ουδέν σημαίνει. Το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να προβάλλεται ως πρόβλημα αποκλειστικά πλουτισμού:
- Πρώτον, διότι όσοι έχουν υψηλά εισοδήματα δεν είναι αναγκαστικά και προδότες, αλλά αντιθέτως συχνά αναδεικνύονται εξαιρετικοί πατριώτες.
- Δεύτερον, διότι θα πρέπει κάποτε αυτό να ιδωθεί και μέσα από την γενικότερη προσπάθεια περιορισμού των ανισοτήτων κατανομής, μέσω αποτελεσματικής προοδευτικής φορολογίας.
- Τρίτον, η διάσταση των “ελίτ”, που νομίζω ότι ιδιαιτέρως ενοχλεί και ιδιαιτέρως βλάπτει τη χώρα μας, είναι η επιπόλαιη χρησιμοποίηση μελών της, σε θέσεις υπεύθυνες, οι οποίες απαιτούν προσόντα, τα οποία αυτά δεν διαθέτουν. Δεν είναι δυνατόν να υπεισέλθω εδώ σε αναλύσεις των λόγων, άλλωστε λίγο-πολύ γνωστών, του γιατί βρίθει αυτή η τακτική, ειδικά στη χώρα μας, και πως εξηγείται. Αρκεί να υπενθυμίσω ορισμένες από τις πολύ θλιβερές της συνέπειες, που τις βιώνουμε συνεχώς και που εκτός από επικίνδυνες, συχνά γελοιοποιούν την πατρίδα μας.
Η πατρίδα μας θα πάψει να ματώνει αν και όταν αντιληφθούμε το αναίτιο και πιθανά καταστρεπτικό σύνδρομο, του να καταφερόμαστε εναντίον της Κίνας. Μιας μεγάλης χώρας, με πανάρχαιο πολιτισμό ανάλογο του δικού μας, με σεβασμό στην πατρίδα μας και με την προοπτική να ανέλθει στην κορυφή του κόσμου, από όπου θα μπορούσε να μας προσφέρει πολλά.
Η εχθρότητα, εναντίον της Κίνας, δικαιολογείται, τηρουμένων των αναλογιών, μόνο από την πλευρά των ΗΠΑ, εφόσον η Κίνα τις απειλεί με απώλεια της παγκόσμιας κυριαρχίας τους. Η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να κερδίσει ανεβαίνοντας και η ίδια σε αυτό το άρμα του μίσους. Αντιθέτως, πολλοί λόγοι συνηγορούν στην ανάπτυξη μιας στενότερης και πολυεπίπεδης συνεργασίας με την Κίνα, μεταξύ άλλων και ως προετοιμασία για τη νέα διεθνή τάξη που, εκτός απροόπτου, αναμένεται πολύ προσεχώς.
1 Σχόλιο