Της Μαρίας Νεγρεπόντη – Δελιβάνη – Δημοσιεύτηκε στο Newsbreak στις 17.03.2024
Είναι κοινή πια η διαπίστωση ότι, κατά πάγια τακτική, και ολοένα συχνότερα τον τελευταίο καιρό, οι εκάστοτε αρμόδιοι περιφρονούν απροκάλυπτα τη βούληση του ελληνικού λαού, παρότι αυτή εκφράζεται με σαφήνεια και με πολυάριθμους τρόπους.
Η αποστολή πυρομαχικών στην Ουκρανία
Θα αρχίσω με την συνεχιζόμενη αποστολή πυρομαχικών στην Ουκρανία, η οποία εκτελείται υπό απόλυτη μυστικότητα, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων έχει διατυμπανίσει την αντίθεσή της. Ακόμη και όσοι, ανάμεσα στους συμπατριώτες μας (των οποίων βέβαια ο αριθμός περιορίζεται συνεχώς σε σχέση με την έναρξη αυτού του πολέμου), εξακολουθούν απροβληματιστοι να εμφανίζονται φανατικοί υπέρ της Ουκρανίας και εναντίον της Ρωσίας, εκφράζονται αρνητικά για την περί ης αποστολή.
Η διαχρονική, ωστόσο, όσο και αδίστακτα εκφραζόμενη αυτή βούληση των συμπατριωτών μας, αγνοείται προκλητικά από την Κυβέρνηση. Αντιθέτως, η συνήθης τακτική είναι καταρχήν οι άνωθεν διαβεβαιώσεις ότι «η Ελλάδα δεν πρόκειται να στείλει οπλισμό στην Ουκρανία», ενώ στη συνέχεια οι επαναλαμβανόμενες αποστολές αναζητούν μεθόδους συγκάλυψης, καθώς και ενδιάμεσους σταθμούς, πριν από τον τελικό, ώστε να συσκοτίζονται, στο μέτρο του δυνατού, τα ίχνη τους.
Μπορούν να δικαιολογηθούν αυτές οι αποστολές;
Τώρα, πολύ περισσότερο από όσο στην αρχή αυτού του υβριδικού πολέμου, τα ερωτήματα που προκύπτουν εξαιτίας της παραπάνω αυτής κυβερνητικής επιλογής για τις αποστολές πολεμοφοδίων στην Ουκρανία, δυσκολεύονται να έχουν λογικές απαντήσεις. Και τούτο επειδή οι αναμενόμενες αυτές απαντήσεις αφορούν μια μικρή και από πολλές πλευρές απειλούμενη χώρα, έτσι που να αποτελεί καθαρή παραφροσύνη η ενσυνείδητη μετατροπή παραδοσιακών φίλων σε εχθρούς της, το ίδιο και η αφελής διαβεβαίωση ότι δήθεν «βρισκόμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας».
Αλλά, και εκτός της Ελλάδας, γίνεται καθημερινά ξεκάθαρο ότι στη συνέχιση αυτού του πολέμου αντιτίθεται ένας ολοένα μεγαλύτερος αριθμός πολιτών, σε ολόκληρη τη Δύση, που αρνείται να εξακολουθεί να ματώνει οικονομικά, γι’ αυτόν, δεδομένου ότι:
- ο γενικός στόχος που τώρα προβάλλεται, ως δικαιολογία για τη συνέχισή του, δηλαδή ότι «δεν πρέπει να νικήσει η Ρωσία» βρίσκεται εκτός των ορίων της λογικής,
- ήδη ο αντίπαλος της Ρωσίας είναι το ΝΑΤΟ, παρότι η συμμετοχή του αρχικά είχε αποκλειστεί, με την ορθή άλλωστε δικαιολογία των διεθνώς ιθυνόντων ότι αυτή θα σήμαινε την έναρξη Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου,
- η Ρωσία έχει καταστήσει σαφές, προς κάθε κατεύθυνση, ότι εν ανάγκη θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά, στα οποία και αναγνωρίζεται ως πρώτη παγκόσμια δύναμη, και
- τέλος ότι η Ρωσία δεν είναι διόλου απομονωμένη, όπως απέδειξε το φιάσκο των εναντίον της κυρώσεων, αλλά αντιθέτως έχει την Κίνα στο πλευρό της, καθώς και κατ’ επέκταση τους BRICS.
Το λυσσώδες μίσος της Δύσης εναντίον της Ρωσίας και η Ελλάδα
Από την πλευρά της Δύσης, η ανένδοτη στάση της απέναντι στον Πούτιν θα μπορούσε ίσως να δικαιολογηθεί, από μια μορφή λυσσαλέου πείσματος και υπεροχής, που αρνείται να αποδεχθεί ότι έχασε τον πόλεμο, και κυρίως αρνείται να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι με την Ουκρανία η Ρωσία ανακτά την λαμπρότητα μιας αυτοκρατορίας.
Έτσι ενθαρρύνεται και συνεχίζεται η πίεση, προς πάσα κατεύθυνση, για την αποστολή πολεμικού υλικού προς τον «δημοκράτη» κ. Ζελένσκι, εν γνώσει βέβαια ότι αυτή συνεπάγεται την αμείλικτη απόφαση συνέχισης της βάρβαρης, όσο και άσκοπης δολοφονίας ανθρώπων, ανεξαρτήτως (τουλάχιστον για τη δική μου συνείδηση), αν πρόκειται για Ρώσους ή για Ουκρανούς.
Αλλά, η Ελλάδα, τι άραγε μπορεί να επιδιώκει με την επίδειξη αυτής της δουλικής, όσο και θανατηφόρας για την ίδια, υποτέλειας στη Δύση, αποστέλλοντας πειθήνια πολεμικό υλικό; Το οποίο, επιπλέον, όπως είναι γνωστό, δεν μας περισσεύει. Και το οποίο, σύμφωνα με τη διαρροή πληροφοριών, αφαιρείται συστηματικά από τα νησιά μας.
Εύλογα, λοιπόν, ανακύπτουν πλήθος ερωτηματικών, εν προκειμένω, όπως αν «έτσι, υποκύπτουμε, σιωπηρώς στις παράλογες απαιτήσεις της γαλάζιας πατρίδας»; Όπως, μήπως «έχει προηγηθεί σχετική συμφωνία με τους Τούρκους, εν αγνοία του ελληνικού λαού»;
Όπως, αν «το πάθος ορισμένων αρμοδίων είναι τόσο έντονο, ώστε να οδηγεί στην αξιολόγηση, με υψηλότερο βαθμό, των όποιων επιθυμιών της Δύσης, από όσο τα δικά μας εθνικά συμφέροντα, και δη από την επιβίωσή μας»; Και στο βάθος η μόνιμη αγωνία μη και τυχόν υπάρξει αμφιβολία για ότι εμείς « ανήκομεν στη Δύση» ψυχή τε και σώματι.
Υπάρχουν, φευ, και πλήθος άλλων περιπτώσεων περιφρόνησης της λαϊκής βούλησης
Δυστυχώς, όμως, η αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία δεν αποτελεί τη μοναδική περίπτωση, όπου η εκάστοτε Κυβέρνηση περιφρονεί τη βούληση του ελληνικού λαού. Να επικαλεστώ, ενδεικτικά, το πρόσφατο παρελθόν της υπογραφής των εγκληματικού περιεχομένου μνημονίων, που κατέστρεψαν την Ελλάδα για γενιές και γενιές.
Να συνεχίσω με την υπογραφή της προδοτικής συμφωνίας των Πρεσπών, που θέλω να ελπίζω ότι δεν αποτελεί την εισαγωγή συρρίκνωσης της εδαφικής μας ακεραιότητας. Και να περατώσω την αναγωγή στο πρόσφατο παρελθόν με την ανατροπή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, το 2015, που έτσι καταδίκασε τη χώρα σε μόνιμη συνύπαρξη με το θανατηφόρο αδιέξοδο των μνημονίων.
Αλλά, και πέρα από τα παραπάνω, τα οποία κουρέλιασαν τη βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, τον τελευταίο καιρό γινόμαστε μάρτυρες ενός καταιγιστικού πολλαπλασιασμού περιπτώσεων, στις οποίες οι αποφάσεις, η αδράνεια, η παραποίηση γεγονότων, η αναλγησία, αλλά και η σκληρότητα καταλήγουν στην εντατικοποίηση της περιφρόνησης της κοινής γνώμης.
Να αναφέρω, εδώ, κάποια εντελώς πρόσφατα κρούσματα, που ξεχειλίζουν το ποτήρι της οργής. Είναι, καταρχήν, το έγκλημα των Τεμπών, που υποστήριξα ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως προμελετημένο (στο άρθρο μου της 02.2024 στο Newsbreak και στη Δημοκρατία), αλλά και στην υπόθεση του βιασμού και στην έκθεση σε πορνεία της δωδεκάχρονης του Κολωνού, αλλά και στην περίπτωση της διαρροής προσωπικών δεδομένων από το Υπουργείο Εσωτερικών, που αν και εντελώς διαφορετικά συμβάντα, εμφανίζουν ωστόσο κοινά χαρακτηριστικά αντιμετώπισής τους (ή ορθότερα ανυπαρξία αντιμετώπισής τους).
Σκέφτομαι, ότι και οι τρεις αυτές περιπτώσεις, ασφαλώς πολύ διαφορετικής βαρύτητας, παραπέμπουν ωστόσο όλες στην καταβαράθρωση του κοινού περί δικαίου αισθήματος, με μεθοδεύσεις που κατά περίπτωση επιλέγονται. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι δίνουν την εντύπωση ότι προσπαθούν να οχυρώσουν τους κυρίως ενόχους σε χώρο απυρόβλητο, ενώ ταυτόχρονα κατασκευάζονται και προβάλλονται ως εγκληματίες κάποιοι από τους χαμηλότερους κομπάρσους της κάθε υπόθεσης.
Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», όπως είναι γνωστό, δεν αποτελεί θεσμό και δεν υποκαθιστά το νόμο και τις δικαστικές αποφάσεις. Εκφράζει, όμως, θυμό, αγανάκτηση, αποδοκιμασία και, γενικώς την αντίθεση της κοινωνίας, στους εκάστοτε κυβερνητικούς χειρισμούς, στις πρωτοβουλίες τους ή και στην αδράνεια.
Οι συνέπειες της προσβολής του κοινού περί δικαίου αισθήματος
Η αγνόηση και μάλιστα με τόσο προκλητικό τρόπο, της σαφώς εκφρασμένης βούλησης του ελληνικού λαού διαπιστώνεται με τις 1.300.000.000 υπογραφών Ελλήνων πολιτών, για το έγκλημα των Τεμπών, που τόσο τραυματικά εκλαμβάνονται ως σκουπίδια, από τους αρμόδιους, αλλά και μέσα από το συμπέρασμα που φαίνεται να αποδέχεται ότι ανήλικα κορίτσια μπορεί να εκληφθούν ως ένοχα διότι επιλέγουν δήθεν ενσυνειδήτως την πορνεία, για να μην επιμείνω και όσο θα έπρεπε στην υπογραφή του τέλους του παραδοσιακού γάμου και της οικογένειας, με την παράλληλη αναγνώριση πολυάριθμων μορφών τους, που όμως γρονθοκοπούνται με τα γνήσια πρότυπα, κ.ο.κ.
Να επισημάνω, ακόμη, ότι η περιφρόνηση της βούλησης της πλειοψηφίας συνοδεύεται από το μόνιμο πια ρεφρέν, όπως αρχικά επιβλήθηκε εναντίον των έντονων αντιδράσεων για τη συμφωνία των Πρεσπών, και έκτοτε καθιερώθηκε σε κάθε ανάλογη περίπτωση. Ότι δηλαδή όσοι διαφωνούν με ότι παράλογο, αντεθνικό, αντικοινωνικό, άδικο η και εγκληματικό είναι άτομα ακροδεξιά ή και φασιστικά, συντηρητικά, καθυστερημένα ή ακόμη και μειωμένης αντίληψης.
Περιττό να προσθέσω ότι η βάση αυτής της επίθεσης δεν υπερβαίνει απλώς κάθε όριο γελοιότητας, αλλά επιπλέον αποτελεί και βαθύτατα αντιδημοκρατική συμπεριφορά. Αυτά και άλλα είναι σίγουρο ότι εγκυμονούν πολύ σοβαρούς κινδύνους, που απειλούν να υπερβούν τον κυβερνητικό χώρο και να επεκταθούν πολύ πέραν αυτού. Η πατρίδα μας βρίσκεται έτσι στην κόψη του ξυραφιού, από πολλές απόψεις, στις οποίες φοβούμαι ότι, ήδη, προστίθεται και αυτή της ανεξέλεγκτης αποσταθεροποίησης.
Είθε να μας σώσει ο Θεός της Ελλάδας.