Ποιος ήταν ο στρατηγός Μακρυγιάννης; Ο ήρωας της Επανάστασης του 1821 ή εκείνος που κατηγορήθηκε για προδοσία της πατρίδας, ο μεγαλομανής ή ο ταπεινός χριστιανός, ο αδικημένος ή αυτός που αδίκησε; Κι ακόμη περισσότερο, ήταν ο στρατιωτικός, ο αυτοδίδακτος συγγραφέας, ο δημόσιος άνδρας; Απ’ όλα τα παραπάνω, έμεινε στην ιστορία σαν Γιάννης Μακρυγιάννης ο ήρωας και λόγιος.
Ο Ιωάννης Τριαντάφυλλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1797 στα κακοτράχαλα βουνά της Δωρίδας, στο χωριό Αβορίτη, τρεις ώρες δρόμο από το Λιδωρίκι. Το «Μακρυγιάννης» είναι παρατσούκλι και τού δόθηκε από τους συγχωριανούς του, για το ψηλό του ανάστημα. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε με στερήσεις και κακουχίες, ανάμεσα στις περιπέτειες και στους κατατρεγμούς των δικών του από τους Τουρκαλβανούς. Το 1804 κατά το διωγμό των κλεφτών ο πατέρας του Δημήτριος Τριαντάφυλλος σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους στην Λιβαδειά, και ο Μακρυγιάννης, μόλις εφτά χρονών, άρχισε να δουλεύει για να συντηρήσει τον εαυτό του.
Σε ηλικία επτά ετών δόθηκε ως ψυχογιός σ’ ένα πλούσιο έμπορο της πόλης, που όμως τον κακομεταχειριζόταν.Ύστερα από διάφορες περιπλανήσεις, βρέθηκε στο σπίτι του συμπατριώτη του Αθανασίου Λιδωρίκη, που ζούσε στην Άρτα και διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Αλή Πασά. Εκεί ασχολήθηκε με τον εμπόριο και σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα πλούτισε, αποκτώντας «σπίτι, υποστατικά, μετρητά και ομολογίες», σύμφωνα με τα όσα γράφει στα «Απομνημονεύματά» του.
Η επαναστατική δράση του Γιάννη Μακρυγιάννη
Στο μεταξύ είχε ήδη (1820) μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και είχε αποφασίσει με καρδιά και νου να παλέψει για την ανάσταση της φυλής του. Λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επανάστασης συνελήφθη από τους Τούρκους στην Άρτα. Γρήγορα όμως δραπέτευσε και εντάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Πήρε μέρος στις μάχες του Σταυρού (4 Αυγούστου 1821) και στην πολιορκία της Άρτας (12 Νοεμβρίου – 4 Δεκεμβρίου 1821).
Στα τέλη του 1821 αρρώστησε σοβαρά και επανήλθε στην αγωνιστική δράση με την εκπόρθηση του Πατρατζικίου (σημερινής Υπάτης), στις 2 Απριλίου 1822, επικεφαλής μικρού στρατιωτικού σώματος από συντοπίτες του. Στις 4 Ιουλίου 1822, πολέμησε στην Μάχη του Πέτα, όπου τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι. Το 1822 διορίστηκε υποδιοικητής του Κάστρου (της Ακρόπολης) με διοικητή τον Ιωάννη Γκούρα και αρχηγό της Ανατολικής Ελλάδας τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Την 1η Ιανουαρίου 1823, διορίστηκε από τον Άρειο Πάγο Πολιτάρχης (αστυνόμος) των Αθηνών.
Το καλοκαίρι του 1823 συμπολέμησε με τον Νικηταρά στις μάχες της Βελίτσας και της Πέτρας και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου βρέθηκε στην Πελοπόννησο με τους Ρουμελιώτες και πολέμησε στο πλευρό της κυβέρνησης του Γεωργίου Κουντουριώτη, κατά την διάρκεια των εμφυλίων συρράξεων. Για την δράση του αυτή, μέσα στο 1824 προήχθη διαδοχικά σε χιλίαρχο, αντιστράτηγο και στρατηγό.
Μέσα σε ένα περιβάλλον καχυποψίας και δολοπλοκιών ο Μακρυγιάννης βρέθηκε αρχικά στο πλευρό της μερίδας του Κολοκοτρώνη. Ερχόμενος όμως σε σύγκρουση με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη τάχθηκε υπό τις διαταγές των αντιπάλων του και πολέμησε κατά της μερίδας του Κολοκοτρώνη στην Τριπολιτσά, την οποία οι κυβερνητικοί κατέλαβαν τον Μάρτιο του 1824.
Ο Μακρυγιάννης ονομάστηκε αντιστράτηγος από τους κυβερνητικούς. Στο μεταξύ όμως η πολεμική κατάσταση άρχισε να πιέζει. Την ώρα που οι νικητές κυβερνητικοί του Κουντουριώτη εόρταζαν τα επινίκια, έφτασαν τα άσχημα νέα. Οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει τα Ψαρά. Σύντομα θα ακολουθούν ακόμα χειρότερα γεγονότα.
Ο Μακρυγιάννης, πάντως, στάλθηκε από την κυβέρνηση στην Ύδρα, για να προστατεύσει το νησί από ενδεχόμενη τουρκική απόβαση. Σύντομα όμως ανακλήθηκε στο Άργος και μαζί με τον Παπαφλέσσα, ανέλαβε νέα εκστρατεία κατά των Κολοκοτρωναίων. Οι κυβερνητικοί νίκησαν και λεηλάτησαν περιοχές της Αρκαδίας και της Μεσσηνίας. Ο Μακρυγιάννης υποστηρίζει, στα απομνημονεύματά του, πως δεν μπόρεσε να επιβάλει το κύρος του στους άτακτους άνδρες του, οι οποίοι προέβησαν στις λεηλασίες. Στα δε Καλύβια της Τριπολιτσάς άνδρες του Μακρυγιάννη σκότωσαν τον Πάνο Κολοκοτρώνη, τον γιο του Γέρου του Μοριά.
Σε όλο το διάστημα της εμφύλιας σύγκρουσης, ο Μακρυγιάννης, αναφέρει, πως η κυβέρνηση Κουντουριώτη πλήρωνε αφειδώς τα ρουμελιώτικα σώματα, για να πολεμούν τους Πελοποννήσιους. Τα χρήματα αυτά προέρχονταν από το διαβόητο αγγλικό δάνειο και αντί να χρησιμοποιηθούν για την ελευθερία της πατρίδας, ξοδεύτηκαν για την αντιμετώπιση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος.
Τον Νοέμβριο του 1824 ο Μακρυγιάννης στάλθηκε στην Αθήνα, ως απεσταλμένος της κυβέρνησης, για να πείσει τον Γκούρα και άλλου οπλαρχηγούς να έρθουν στην Πελοπόννησο να πολεμήσουν. Ο Μακρυγιάννης διορίστηκε φρούραρχος του Ναυπλίου και υπό την ιδιότητα αυτή έλαβε μέρος στις μάχες κατά των στρατιωτικών, στην περιοχή της Κορίνθου. Οι κυβερνητικοί επικράτησαν και ο Γκούρας προχώρησε σε απίστευτες λεηλασίες. Την ίδια ώρα άλλες κυβερνητικές δυνάμεις, υπό τον Καραϊσκάκη, λεηλάτησαν την περιοχή του Αιγίου. Ο Μακρυγιάννης άρχισε τότε να καταλαβαίνει τη ζημιά που προκαλούσε η εμφύλια σύγκρουση και αναφώνησε: «Θε, δώσε μας γνώση κι᾿ αρετή να σωθούμε, να μην χαθούμε παράωρα!».
Ο ίδιος, όπως γράφει, απαγόρευε στους άνδρες τους – περί τους 350 – να λεηλατούν. Όταν όμως εκείνοι είδαν τι έκανε ο Γκούρας με τους δικούς του, έπαψαν πια να υπακούουν στον Μακρυγιάννη και ακολούθησαν την ίδια τακτική. Από κάθε χωριό που έβγαιναν έμεναν μόνο οι τοίχοι των σπιτιών! Ο Μακρυγιάννης υποχρεώθηκε να τιμωρήσει σκληρά τέσσερις στρατιώτες του που έκλεβαν και λεηλατούσαν. Ωστόσο η τιμωρία αυτή αποτελούσε σταγόνα στον ωκεανό. Οι καταστροφές και το μίσος που άναψαν οι εμφύλιες συγκρούσεις παραλίγο να είχαν ολέθριο αποτέλεσμα για την έκβαση της επανάστασης. Δυστυχώς οι Έλληνες δεν διδασκόμαστε από τα λάθη μας.
Εντελώς αηδιασμένος από την κατάσταση, ο Μακρυγιάννης επέστρεψε στο Ναύπλιο. Εκεί παρουσιάστηκε στη διοίκηση και αρνήθηκε κάθε νέα εμπλοκή στις εμφύλιες συγκρούσεις. «Είπα της Κυβέρνησης ότι εγώ σε εφύλιον πόλεμον, και νόμους φκειάνοντας, δεν ματαμπαίνω μπεζέρισα να μου δώσουνε μίαν διαταγή να πάγω εις Ρούμελη ν᾿ αγωνιστώ δια τους Τούρκους, ειδέ να διαλύσω το σώμα μου ή βάλτε άλλον κ᾿ εγώ κάθομαι ως απλός πολίτης όμως δια εφύλιον πόλεμον διαταγή δεν μάτα ακούγω», αναφέρει στα απομνημονεύματά του.
Με την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (24 Φεβρουαρίου 1825), ο Μακρυγιάννης διορίστηκε πολιτάρχης της Αρκαδιάς (σημερινής Κυπαρισσίας) και συνεισέφερε στην άμυνα του Νεοκάστρου της Πύλου. Μετά την κατάληψή του από τον Ιμπραήμ (6 Μαΐου 1825), έσπευσε στους Μύλους, όπου οργάνωσε την άμυνα της περιοχής. Στις μάχες που επακολούθησαν (13-14 Ιουνίου 1825), ο Ιμπραήμ παρά την αριθμητική του υπεροχή δεν κατόρθωσε να κάμψει την αντίσταση των Ελλήνων και υποχώρησε άπρακτος. Στην μάχη αυτή τραυματίστηκε ο Μακρυγιάννης και διακομίστηκε στο Ναύπλιο.
Μετά την αποθεραπεία του, μετέβη στην Αθήνα και συμμετείχε στην οργάνωση της άμυνας της πόλης και της Ακρόπολης στον Κιουταχή. Ο Μακρυγιάννης οχυρώθηκε στον Σερπετζέ ( Ωδείο Ηρώδη του Αττικού) και αντέταξε σθεναρή αντίσταση. Μετά από φοβερό αγώνα, κατόρθωσε να αποκρούσει τους επιτιθέμενους και να σώσει την Ακρόπολη. Μέσα στο 1825, νυμφεύτηκε την Αικατερίνη Σκουζέ, κόρη του Αθηναίου μεγαλοκτηματία Γεωργαντά Σκουζέ, με την οποία απέκτησε 12 παιδιά.
Μετά τον θάνατο του Γιάννη Γκούρα (30 Σεπτεμβρίου 1826), ο Μακρυγιάννης ανέλαβε την ευθύνη των επιχειρήσεων για την υπεράσπιση της Ακρόπολης από τις δυνάμεις του Κιουταχή, που τήν πολιορκούσαν. Στις μάχες της Ακρόπολης τραυματίστηκε σοβαρά τρεις φορές στο κεφάλι και το λαιμό. Εν τούτοις ανένηψε και έλαβε μέρος στις Μάχες της Καστέλλας (30 Ιανουαρίου 1827) και του Αναλάτου (24 Απριλίου 1827), που είχαν ως τελικό αποτέλεσμα την ήττα των Ελλήνων(Απρίλιος 1827)και την παράδοση της Ακρόπολης στους Τούρκους. Βαθιά λυπημένος απ’ όλα αυτά τα γεγονότα ο Μακρυγιάννης, απογοητευμένος με την κυβέρνηση και τις διχόνοιες, βασανισμένος από τις πληγές που έφερε σ’ όλο του το σώμα (είχε τραυματιστεί βαριά και στη μάχη των Μύλων και στη μάχη του Σερπετζέ) απομακρύνθηκε από τη στρατιωτική και πολιτική ζωή.
Η πολιτική δράση του Γιάννη Μακρυγιάννη
Μετά την απελευθέρωση ο Μακρυγιάννης τοποθετήθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου, θέση που του αφαιρέθηκε, όταν παρασυρμένος από τον Ιωάννη Κωλέττη χρησιμοποίησε τη στρατιωτική δύναμη που διέθετε για να επιβάλει συνταγματικό πολίτευμα στον Καποδίστρια, πράγμα που δυσαρέστησε τον κυβερνήτη. Κατά την περίοδο αυτή και συγκεκριμένα στις 26 Φεβρουαρίου 1829 άρχισε να γράφει τα «Απομνημονεύματα» του «για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιούτα που δεν τα συνηθώ». Αν και εντελώς αγράμματος, μας κληροδότησε ένα έργο μεγάλης πνοής και αυθεντικότητας, το οποίο ο Κωστής Παλαμάς χαρακτήρισε «ασύγκριτο στο είδος του, αριστούργημα του αγράμματου, μα γερού και αυτόνομου μυαλού», ενώ ο Γιώργος Σεφέρης τόν αναδεικνύει ως έναν από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους.
Στην συνέχεια ήρθε σε ρήξη με τον Καποδίστρια και μετά την δολοφονία του συντάχθηκε με τους λεγόμενους «Συνταγματικούς» εναντίον των αδελφών του Βιάρου και Αυγουστίνου Καποδίστρια. Χαιρέτησε την άφιξη του Όθωνα, αλλά γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση με τόσο με την Αντιβασιλεία όσο και με τον ίδιο τον βασιλιά.
Από το 1833 ο Μακρυγιάννης εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων. Tον Ιανουάριο του 1837 ως πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου εισηγήθηκε στο σώμα την έκδοση ψηφίσματος για την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα, μ’ όλο που τον περιέβαλλαν με ιδιαίτερη εκτίμηση και του απένειμαν το βαθμό του συνταγματάρχη. Για την ενέργειά του αυτή παύθηκε και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό με διαταγή του Άρμανσμπεργκ.
Το 1840 άρχισε να οργανώνει τον αγώνα υπέρ της επιβολής του Συντάγματος και πρωτοστάτησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 που ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα στους υπηκόους του. Υπήρξε τόσο κατηγορηματικός στην προσπάθειά του για επιβολή των πραγματικών ελευθεριών ώστε κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του βασιλιά. Στις 13 Απριλίου 1852 κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε να δολοφονήσει τον Όθωνα και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τον Μάρτιο του 1853 δικάσθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά και τον Σεπτέμβριο του 1854 του δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε με τη μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη.
Επιβαρυμένη υγεία – συνεχείς αγώνες – θάνατος
Η υγεία του όμως από τους τραυματισμούς, τις κακουχίες και τη βαναυσότητα της φυλακής κλονίστηκε. Έφερε πολλά τραύματα από μάχες. Το Σεπτέμβριο του 1821 δέχτηκε μία βολή από πυροβόλο όπλο στην πρόσθια επιφάνεια της δεξιάς κνήμης, κοντά στο ύψος των σφυρών. Το βλήμα έμεινε μέσα στο πόδι του χωρίς να αφαιρεθεί ποτέ…. Στη μάχη των Μύλων τραυματίστηκε στον πήχη του δεξιού χεριού του και μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο. Οι πόνοι ήταν ανυπόφοροι και οι γιατροί πρότειναν τον ακρωτηριασμό από το ύψος του ώμου. Όμως, ο Μακρυγιάννης αντέδρασε και τελικά η επέμβαση δεν έγινε. Στο πέρασμα του χρόνου, το χέρι του δεν γιατρεύτηκε τελείως ενώ μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του διατηρούσε μια μικρή δυσχέρεια στον δείκτη….
Ο πιο σημαντικός τραυματισμός που επηρέασε την ψυχική του υγεία σημειώθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1826 στην πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής, τραυματίστηκε στον τράχηλο και πέφτοντας κάτω ποδοπατήθηκε από τους υποχωρούντες συμπολεμιστές του. Όταν κατάφερε να σηκωθεί, δέχτηκε και δεύτερο χτύπημα στο κεφάλι, στο αριστερό βρέγμα και ξεκίνησε να αιμορραγεί πάλι στην ινιακή χώρα. Η κατάστασή του κρίθηκε ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς με τα ιατρικά μέσα της εποχής δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί αφαίρεση του βλήματος από τον τράχηλο ούτε ανάταξη των σπασμένων οστών του κρανίου, αφού θα αύξανε την πιθανότητα ενδοκρανιακού αιματώματος. Παρ’ όλα αυτά επιβίωσε. Όμως η κατάσταση της υγείας του είχε αρχίσει να έχει πτωτική τάση. Εμφάνισε μια σειρά από ασθένειες, οι οποίες πιστεύεται ότι οφείλονταν στους συνεχείς τραυματισμούς του. Τον Ιανουάριο του 1832 παρουσίασε αιματηρές κενώσεις. Το 1837, σύμφωνα με τα ιατρικά πιστοποιητικά του βασιλικού αρχίατρου Βαυαρού Λίνερμάγιερ (Linermayer), υπέφερε από μεγάλο απόστημα στην περιοχή του τραύματος στο χέρι και από επίμονη εμπύρετη γαστρεντερίτιδα. Με το πέρασμα των χρόνων η κατάσταση γινόταν ολοένα και χειρότερη, καθώς ξεκίνησε να εμφανίζει επεισόδια ζάλης και κρίσεις απώλειας συνείδησης. Αν και το σώμα του τον εγκατέλειπε, το αγωνιστικό του φρόνημα παρέμενε άκαμπτο….
Έτσι ο Μακρυγιάννης απομονώθηκε στο σπίτι του κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός (η συνοικία αυτή φέρει μέχρι σήμερα το όνομά του – “Μακρυγιάννη”) όπου και πέθανε στις 27 Απριλίου 1864 σε ηλικία 67 ετών. Πριν λίγες μέρες είχε προαχθεί από την τότε κυβέρνηση στο βαθμό του αντιστράτηγου!
Το νεκρικό προσωπείο του Μακρυγιάννη. Φωτογραφία από βιβλίο της Ευθυμίας Παπασπύρου «Ιστορικά Προσωπεία» Συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου,2010…
Για την προσωπικότητα του Μακρυγιάννη και τη σημασία του σαν πρότυπο ακόμη και στις μέρες μας
Ἄν ποτέ τοῦτος ὁ δύσμοιρος τόπος ἀναδείξει πέντε-δέκα νεοέλληνες, σίγουρα ὁ Μακρυγιάννης θα καταταχθεῖ ἀνάμεσά τους. Ὁ ρουμελιώτης στρατηγός ἀποτελεῖ την ἐνσάρκωση τοῦ ρωμηοῦ σε τοῦτον τον τόπο. Πρόκειται για μία ἀπό τις ἁγνότερες και ἠρωικότερες μορφές που συνετέλεσαν στο «θαῦμα» τοῦ ’21, προσωπικότητα ἀνιδιοτελῆ, ἑλληνορθόδοξη, με ἔκδηλη την λαϊκή εὐλάβεια. Ὅλα αὐτά δεν θα μᾶς ἦταν γνωστά, ἂν ὁ γενναῖος στρατηγός δεν συνέγραφε το ἐκπληκτικό κείμενο τῶν Ἀπομνημονευμάτων του. Σε αὐτό το ἔργο ὁ Μακρυγιάννης σημειώνει ἀναμνήσεις και κρίσεις ἀπό τα χρόνια τῆς Ἐπανάστασης ἕως το ἔτος 1851. Το ἔργο αὐτό ὁ ἀγωνιστής το φύλαγε σε χειρόγραφες σημειώσεις στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ του.
Ὁ Γ. Βλαχογιάννης το 1904 ἐξέδωσε, ἀφοῦ βεβαίως πρῶτα μετέγραψε το ἔργο τοῦ Στρατηγοῦ. Ὡστόσο το ἔργο αὐτό θα ἔμενε περαιτέρω στην ἀφάνεια ἂν ὁ Γ. Σεφερης το 1943 δεν διέγειρε μέσα ἀπό ἄρθρα και ἐργασίες του το ἐνδιαφέρον ὄχι μόνο μεγάλου κύκλου διαννοουμένων ἀλλά και τοῦ εὐρυτέρου κοινοῦ για τον Μακρυγιάννη. Ὁ νομπελίστας μας ποιητής γράφει: «το Α και το Ω στην ζωή μου εἶναι ὁ Μακρυγιάννης…». Ὁ Σεφέρης λοιπόν, τολμᾶ…. να ταυτίσει τον Στρατηγό με τους ἀρχαίους ἕλληνες συγγραφεῖς, και θεωρεῖ πως τα Ἀπομνημονεύματα εἶναι μαζί με τον Παπαδιαμάντη το μεγαλύτερο κατόρθωμα τοῦ πεζοῦ λόγου στην νέα ἑλληνική. Ὁ Κ. Ζουράρις ὑποστηρίζει «…ἐάν το γραπτό του εἶχε γραφῆ σε μία ἐποχή ὁπού ἡ ἑλληνική γλῶσσα και ἡ ἑλληνική γραμματεία θα εἶχαν την ἴδια καθολικότητα ἢ οἰκουμενικότητα με την ἐποχή τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδας, τότε ὁ Μακρυγιάννης θα ἐβάραινε το ἴδιο –ἀπό την ἄποψη τῆς ἐπιστημονικῆς ἐγκυρότητας και τῆς διαμορφώσεως τῶν σχημάτων τῆς πολιτικής– με τον παγκόσμιο Θουκυδίδη.»
Το 1983 ἕνα ἄλλο χειρόγραφο τετράδιο βλέπει το φῶς τῆς δημοσιότητας. Στα «Ὁράματα και Θαύματα» ὁ Μακρυγιάννης περιγράφει προσωπικά βιώματα και ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες μέσα ἀπό την καθημερινότητα. Το δεύτερο αὐτό «πόνημα» τοῦ Στρατηγοῦ καταδεικνύει περίτρανα πως ὁ ἴδιος ἦταν φορέας τῆς Κολλυβαδικῆς Ἀσκητικῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως (μαζί με τον Παπουλάκο και τον Κοσμᾶ Φλαμιάτο) και ἄξιος συνεχιστής τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, τοῦ Ἁγίου Μακαρίου Νοταρᾶ, τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων κ.ἂλ.
Ὁ Μακρυγιαννης γεννήθηκε πάμπτωχος και ἐπέζησε στα 4 του χρόνια καθαρῶς ἀπό θαῦμα. Ὅταν «ἔπρεπε» μετά ἀπό «νουθεσίες» συγχωριανῶν της ἡ μάνα του να τον ἀφήσει μες στο δάσος για να σωθεῖ ἡ ἴδια και ὅλο το χωριό ἐξαιτίας τῶν κλαμάτων τοῦ τετράχρονου Γιαννάκη, αὐτή προτίμησε να παραμείνει με το παιδί της κι ἂς πέθαιναν μαζί. Γι αὐτό θα πεῖ ὁ ἴδιος ἀργότερα, «ἡ μητέρα μου και ὁ Θεός μᾶς ἔσωσε». Ὄχι ὅτι ἡ μάνα του ἦταν ἀνώτερη ἀπό τον Θεό, ἀλλά ὅπως λένε και οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει κάποιος να ἔχει την δεκτικότητα τῆς Χάριτος, οὕτως ὥστε να ἐνεργήσει ὁ Θεός, ἀλλιῶς ὁ Ἴδιος εἶναι «ἀνήμπορος» ἐπειδή σέβεται την ἐλευθερία μας. Αὐτή ἡ φράση τοῦ Μακρυγιάννη δείχνει και την πρακτική και βιωματική θεολογία που κάτειχε ὁ στρατηγός.
Ἡ μάνα του λοιπόν, ἦταν το πηγαῖο πρότυπο τοῦ Μακρυγιάννη. Τοῦ ἐνστάλλαξε την Πίστη και την Προσευχή στην ζωή του. Αὐτή την καλή «συνήθεια» τῆς προσευχῆς κληρονόμησε βεβαίως ἀπό την μάννα του. Εἶναι γνωστές οἱ συμφωνίες του με τον Ἀηγιάννη. Δεκατεσσάρων χρόνων παιδί βρέθηκε στο βουνό σε ἕνα πανηγύρι κλέφτικο. Πάνω στο πανηγύρι πῆρε τα ἅρματα τοῦ ἀφεντικοῦ του και τα φόρεσε. Ὅταν αὐτός τον εἶδε να φορᾶ τα σύνεργα τῆς ἐλευθερίας τον «ἔσπασε» στο ξύλο, ἐπειδή τα «μαγάρισε». Ὁ Μακρυγιάννης ἄρχισε να κλαίει με λυγμούς, ὄχι ἐπειδή δεν ἄντεξε το ξύλο, ἀλλά ἐπειδή τον θεώρησε ἀνάξιο να φορᾶ ἅρματα. Τρέχοντας τότε στο εἰκόνισμα τοῦ Ἀηγιάννη τοῦ λέει, εἶδες τί ἔπαθα. Ἂν με βοηθήσεις και πάρω δικά μου ἅρματα, θα σου φέρω ἕνα μεγάλο καντήλι να φωτίζει. Ἔτσι και ἔγινε.
Σε ἡλικία 17 ἐτῶν ἦταν ἕνας ἑκατομυριοῦχος πωλητής σιτηρῶν. Ἀπό αὐτό μόνο μποροῦμε να ἀντιληφθοῦμε το κοφτερό μυαλό του, που ἂν και τίμιος ἔκανε τόσο μεγάλη περιουσία. Καθ’ ὅλη την διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως «διηύθυνε» το δικό του ἀσκέρι ἀπό ρουμελιῶτες, που χρηματοδοτοῦσε μόνος του! Ὁ Μακρυγιάννης δεν μποροῦσε καμμία στιγμή να μείνει ἄεργος, ἀκόμη και μες στην φωτιά τοῦ πολέμου! Ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία ἄφηνε για λίγο το γιαταγάνι και … πήγαινε για μεροκάματο! Κάπως ἔτσι λοιπόν ἔμαθε και γράμματα. Διηγεῖται ὁ ἴδιος: «ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ εἰς ἀργός. Κάθομαι και ἀγρικιῶμαι με την Κυβέρνηση και παντοῦ εἰς τις ἐπαρχίες μ’ ἀρχές κι ἀξιωματικούς και ὅποτε κάνει χρεία, φέρνω και γύρα σε ὅλα τα μέρη αὐτά δια την γενική ἡσυχία ξακολουθῶ τα χρέη μου καθήμενος τον περισσότερον καιρόν ἐδῶ.
Και για να μην τρέχω εἰς τους καφενέδες και σε ὅλα τοιοῦτα και δεν τα συνηθῶ –(ἤξερα ὀλίγον γράψιμο, ὅτι δεν εἶχα πάγει εἰς δάσκαλο ἀπό τα αἰτία ὅπου θα ξηγηθῶ, μην ἔχοντας τους τρόπους) περικαλοῦσα τον ἕνα φίλον και τον ἄλλον και μ’ ἔμαθαν κάτι περισσότερο ἐδῶ εἰς Ἄργος, ὁπού κάθομαι ἄνεργος. Ἀφοῦ λοιπόν καταγίνηκα ἕνα δύο μῆνες να μάθω ἐτοῦτα τα γράμματα ὁπού βλέπετε, ἐφαντάστηκα να γράψω τον βίον μου… δεν ἔπρεπε να ἔμπω εἰς αὐτόν το ἔργον ἕνας ἀγράμματος…» Ὁ Στρατηγός ἔμαθε γράμματα μέσα σε δύο μῆνες! Τόσο ὀξυδερκής νοῦς ἦταν. Το ἀξιοσημείωτο ὅμως εἶναι πως δεν σύχναζε στον «ἐλεύθερο» χρόνο του στους καφενέδες, ἀλλά ἤθελε να κάνει κάτι πιό δημιουργικό, να μάθη γράμματα! Ἀλήθεια πόσο διαφέρει ὁ μπαρμπαΓιάννης ἀπό ἐμᾶς τους νεοέλληνες…
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό που διακατεῖχε τον Μακρυγιάννη ἦταν και ἡ αὐτοθυσία του, που συνοδευόμενη με την λεβεντιά του ἔκανε «θαύματα». Βρισκόμαστε στην πιό κρίσιμη καμπή τοῦ Ἀγώνα. Το Μεσολόγγι ἔχει πέσει, ὁ Ἰμπραήμ σπέρνει τον τρόμο και τον πόνο στον Μωριᾶ. Ἂν ὁ Ἰμπραημ (τον ὁποῖο ὑποβοηθοῦσαν Γάλλοι ἀξιωματικοί μαζί με το πυροβολικό τους) κατελάμβανε το Ναύπλιο ὁ Ἀγώνας θα ἐθεωρεῖτο λῆξας. Τότε ὁ Μακρυγιάννης παίρνει την ἀπόφαση να τον ἀντιμετωπίση με 350 παλληκάρια στους Μύλους. Λίγο πριν την μάχη εἶχε μία συνομιλία με τον Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ. «Ἐκεῖ ὀπούφτιαχνα τις θέσες εἰς τους Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνύς να με ἰδῆ. Μοῦ λέγει: Τί κάνες αὐτοῦ; Αὐτές οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες. Τί πόλεμο θα κάνετε με τον Μπραΐμη αὐτοῦ;
Τοῦ λέγω: εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις και ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατός ὁ Θεός ὅπου μᾶς προστατεύει, και θα δείξωμεν την τύχη μᾶς σ’ αὐτές τις θέσες τις ἀδύνατες. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς το πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τους Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχή και τέλος, παλαιόθεν και ὡς τώρα ὅλα τα θεριά πολεμοῦν να μᾶς φᾶνε και δεν μποροῦνε, τρῶνε ἀπό μᾶς και μένει και μαγιά. Και ὀλίγοι ἀποφασίζουν να πεθάνουν, και ὅταν κάνουν αὐτείνη την ἀπόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁπού εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη και θα ἰδοῦμεν την τύχη μας οἱ ἀδύνατοι με τους δυνατούς. Τρε μπιεν’ μοῦ λέγει κί ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος». Ὁ Μακρυγιάννης σαν ἄλλος Δαυίδ νικᾶ τον Γολιάθ. Ἡ Πίστη του στον Θεό τον ἔκανε να μεγαλουργήσει. Παρολίγον ὅμως να χάσει το χέρι του, το ὁποῖο χτυπήθηκε σοβαρά. Ἄλλο ἕνα παράσημο για τον γενναῖο Στρατηγό. «Ἔχω δύο πληγάς εἰς την κεφαλήν, ἄλλην εἰς τον λαιμόν, ἄλλην εἰς την χείρα, ἠτις δεν ἔχει κόκκαλα, ἄλλην εἰς τον πόδα και ἄλλην εἰς την γαστέρα και εἶμαι ζωσμένος με τα σιδερα και φυλάττω τα ἔντερα ἐντός αὐτῆς… αὐτάς τας πληγάς τας ἔλαβα δια την πατρίδα και ὅταν ἀλλάζη ὁ καιρός, οἱ δριμύτατοι πόνοι με κάνουν παράφρονα…».
Ὅμως ὁ Μακρυγιάννης στον Ἀγώνα δεν ὑπῆρξε μόνο γενναῖος πολεμιστής μα και σώφρων και τίμιος συνάνθρωπος. Εἶναι γνωστές πλέον urbi et orbi οἱ μηχανορραφίες πολλῶν πολιτικῶν ἔναντι τῶν στρατιωτικῶν. Ἂν και ὁ Μακρυγιάννης τάχθηκε με την πλευρά τῶν πρώτων, ὡστόσο δεν παραλείπει να ἀντιμάχεται κάθε τους ἀτιμία και ἰδιοτέλεια. Στην «δελεαστική» πρόταση τοῦ Κωλέττη προς τον Γκοῦρα να σκοτώσει τον καπετάνιο του, τον Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο, με ἀντάλλαγμα χρήματα και την ἀρχηγία τῆς Λειβαδιᾶς ὁ Γκοῦρας το σκέφτεται.
Ὁ Μακρυγιάννης τότε λέει στον Γκοῦρα: «τώρα βάνουν ἐσένα να σκοτώσης τον Δυσσέα, αὔριο θα βάνουν ἐμένα να σκοτώνω ἐσένα. Και να το καρτερῆς! Κι ἐτζι θα μᾶς φάνε ὅλους.» Ὁ Μακρυγιάννης ἔπεισε μία-δύο φορές τον Γκοῦρα να μην προχωρήση στο ἔγκλημα, τελικά ὅμως ὁ τελευταῖος κάμφθηκε ἀπό την Κυβέρνηση. Τότε ὁ Μακρυγιάννης ἐνῶ βρισκόταν μαζί του μες στην Ἀκρόπολη που ἐπολιορκεῖτο τοῦ λέει ἀνάμεσα στα πολλά : «Θυμήσου πόσα σοῦ εἶπα εἰς την Ἀγόργιανη, ὅτι θα μᾶς βάλουν να σκοτώνωμεν ὁ ἕνας τον ἄλλον. Τότε μ ἄκουσες, δεν το κάμες, ὕστερα ἔγινε. Τώρα ὅμως να γνωρίσης τους φίλους σου και τους ἀπατεῶνες. Δεν πλουταίνει ὁ ἄνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι ἀπό τα καλά του ἔργα.
Δάκρυσαν τα μάτια τοῦ καημένου, τον ἔτυπτε ἡ συνείδηση τοῦ δια το κάμωμα ὁπού καμεν εἰς τον Δυσσέα. Μοῦ εἶπε: ἂν ζήσω και ἐβγω ἔξω, δεν θέλω ματαξέρει ἀπό αὐτούς τους μπερμπάντες. Και τα χρήματα, μοῦ εἶπε, καταγίνομαι να φκιάσω την διαθήκη μου και θα κάμω σχολεῖα κι ἀλλά καλά δια την πατρίδα. Και θα ἀφήσω ὅλων ἐσᾶς το μερίδιόν σας. –Να ζήσης να τα χαρῆς ἀδελφέ, και να κάμης καλά πράγματα δια την πατρίδα, να βγάλης αὐτόν τον λεκέ ἀπό πάνου σου, ὅτι ὁποῖος σε ἔχει φίλο λυπᾶται. Ἔγω δεν θέλω ἀπό μέρους μου τίποτα.»
Ὁ Μακρυγιάννης σκέπτεται, ἐνεργεῖ και πράττει πάντοτε σαν καλός πατριώτης. Πρῶτα ὅμως προσεύχεται. Εἶναι γνήσιο τέκνο και «μαθητής» τῶν κολλυβάδων πάτερων. Ἡ εὐλάβεια και ἡ Πίστη του δεν εἶναι καρπός ἰδεολογήματος, ἀλλά βίωμα και καθημερινός τρόπος ζωῆς. Τα μυστήρια και ἡ Λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ δύναμη ἀπό ὅπου ἀντλοῦν ὁ Στρατηγός και ἡ οἰκογένεια του τεράστια ψυχικά ἀποθέματα. «τα μεσάνυχτα περνῶντα ἔστειλα και πῆρα τον παπά και μᾶς ξεμολόγησε και λειτούργησε και μεταλάβαμε». Γράφει άλλοῦ στα Ἀπομνημονεύματα: «Σήμερα Παρασκευή, ἀγωνίστηκα ἀρκετές ὧρες και με ἁμαρτωλά δάκρυα, τις ἄλλες μέρες κάνω τέσσερις ὧρες, αὐγή και βράδυ, εἰς την προσευχή μου, και ὅταν θα φύγω ἔξω ἀπό το σπίτι μου, και ὅταν θα γυρίσω, και ὅταν θα ἀποφάγω».
Στο δεύτερό του βιβλίο σημειώνει με παιδική ἀθωώτητα και χωρίς ἴχνος ταπεινολογίας «Εἶπα, την Μεγάλη Τετράδη και την Μεγάλη Παρασκευή, να κάμω αὐτές τις δύο μέρες ἀπό τρεῖς χιλιάδες τρακόσες μετάνοιες το μεριόνυχτον… ἄλλο τίποτας δεν ἔχω να εὐχαριστήσω (τον Θεόν), μόνον και μόνον την ἁμαρτωλή μου προσευχή, αὐγή και βράδυ ἀπό χίλιες τρακόσες μετάνοιες και ἑκατό με το κομπολόγι, και ὅ,τι μπορέσω ὅταν θα πάγω εἰς την δουλειά μου και ὅταν γυρίσω ὀπίσω, να τον εὐχαριστήσω ὁ ἁμαρτωλός». Το 1941 ὁ Γ. Βλαχογιάννης, ὅταν ἔδειξε τα «Ὁράματα και Θάματα» στον Γ. Θεοτοκά, τοῦ εἶχε πεῖ κατά λέξη: «εἶναι το ἔργο ἑνός τρελλοῦ». Και ὁ Λίνος Πολίτης προλογίζοντας την ἔκδοση αὐτή σημειώνει: «ἡ ἐνοχλητική για μᾶς θρησκοληψία τοῦ γερασμένου πια Μακρυγιάννη».
Βέβαια και ὁ Πολίτης και ὁ Θεοτοκάς και ὁ Βλαχογιάννης δεν μποροῦν να κατανοήσουν την εὐλάβεια τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Τουρκοκρατίας, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι σπουδαγμένοι στην Δύση και ἐρχόμενοι κατόπιν στην ἑλλάδα (με ὅλες τις συνέπειες τοῦ ἑλλαδισμοῦ, ἤτοι το ψευτορωμαίϊκο κατά ΠατροΚοσμά) κομίζουν ἀντιλήψεις και νοοτροπίες ξένες πρός την Ρωμηοσύνη. Μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, που διασώζεται στις λαϊκές πρακτικές και στα συναξάρια, μποροῦν να κατανοήσουν την δυναμική τῆς Πίστεως μέχρι τον 19ο αἰώνα.
Παρόμοιες καταστάσεις παλαισμάτων και Νοερᾶς Προσευχῆς συναντοῦμε σε ἱστορίες τοῦ γεροντικοῦ παλαιότερα, καθως και στον Γέροντα Ἰωσήφ τον Ἡσυχαστή, πιο πρόσφατα. Ὁ γερων Παΐσιος εἶχε πεῖ για τον Μακρυγιάννη «ὁ Μακρυγιάννης ζοῦσε πνευματικές καταστάσεις. Ἂν γινόταν καλόγερος, πιστεύω ὅτι ἀπό τον Μ. Ἀντώνιο δεν θα εἶχε μεγάλη διαφορά. Τρεῖς χιλιάδες μετάνοιες ἔκανε και εἶχε και τραύματα και πληγές. Ἄνοιγαν οἱ πληγές του, ἔβγαιναν τα ἔντερά του, ὅταν ἔκανε μετάνοιες, και τα ἔβαζε μέσα. Τρεῖς δικές μου μετάνοιες κάνουν μία δική του. Ἔβρεχε το πάτωμα με τα δάκρυά του. Ἐμεῖς, ἂν ἤμασταν στην θέση του, θα πηγαίναμε στο νοσοκομεῖο να μᾶς ὑπηρετοῦν. Θα μᾶς κρίνουν οἱ κοσμικοί!»
Ἕνα ἄλλο γνώρισμα που χαρακτηρίζει τον Μακρυγιάννη εἶναι ἡ ἄκρα τιμιότητα του. Μᾶς διασώζει ὁ ἴδιος ἕνα περιστατικό ὅπου ἔπιασε κάποιον προύχοντα τῆς ἐποχῆς να κλέβει. Ὁ Στρατηγός τον πιάνει ἐπ’ αὐτοφώρω! «”Ὅσο να σ’ ἀπολύσω,” τοῦ εἶπα, θα τρῶμε μαζί””. Ἐγώ εἶχα ἀνάγκη να τον βαστήσω μαζί μου πέντ’-ἔξι ἡμέρες, να μάθω γνώση αὐτόν, να μη ματακλέψη ξένα χρήματα, και να λάβουν προσοχή κ’ οἱ ἄλλοι. Το παζάρι εἰς την Ἀθήνα, ὅπου συνάζονται τα χωριά κι’ ἄλλος κόσμος και ψωνίζουν, γίνεται την Δευτέρα τον κλέφτη τον ἔπιασα την Τρίτη τον εἶχα ἀνάγκη ἔξι μέρες ὡς την Δευτέρα.
Τον πῆρα, ἀφοῦ ἔλαβα τα χρήματα σωστά και τα ‘δωσα τοῦ ἀνθρώπου ὁπού τα ‘χασε, και φάγαμε ψωμί κατά την συνφωνίαν μας. Τοῦ φκειάνω κ’ ἕνα γκιουλέ ὡς πέντε ὀκάδες και βάνω ἀπάνου εἰς τον γκιουλέ αὐτά. Ὅποιος θέλει να κλέβη, καθώς ἡ ἀφεντειά του ἂς τηράγη τον ἴδιον κι’ ἂς “κλέβη ὅποιος ἀγαπάη”. Τοῦ πέρασα εἰς τον λαιμόν τον γκιουλέ, και τα γράμματα ἀπάνου, τον πῆγα εἰς την μέση το παζάρι, ὁπού ‘ναι ἡ καμάρα τοῦ παζαριοῦ, το ‘δωσα μόνος μου ἑκατό ξυλιές και καμπόση ὥρα κρεμασμένος ἀπό τα χέρια -ὅτι ἐκεῖνα ἔκλεψαν. Τον κατέβαζα, πηγαίναμε τρώγαμε ψωμί. Το δειλινό μισῆ ὥρα κρεμασμένος και δέκα ξυλιές ὅσο ὅπου ‘ρθε ἡ Δευτέρα. Τελειώσαμε, φάγαμε μαζί, ἐπιαμε ὡς ἀδελφοί, το ‘δωσα και τ’ ἀγώγι και τον ἔδιωξα. Εἰς τ’ Ἀνάπλι τον ἀντάμωσα και μο ‘κάμε ἕνα τραπέζι και μοῦ συχώρεσε την μάννα και τον πατέρα, ὅτι ἔγινε τίμιος ἄνθρωπος και καζάντησε ἀπό την δουλειά του. Και τ’ ἀργαστήρια τῶν Ἀθηναίων μέναν ἀνοιχτά την νύχτα και κλεψιές δεν ματάγιναν.».
Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἔμπλεος παιδαγωγίας ἀλλά και ἀγάπης συγχρόνως. Τον δένει στην ἀγορά ἐνώπιον ὅλων, τοῦ ρίχνει ἑκατό «ξυλιές» για να τον ταπεινώσει, ὅμως το βράδυ σαν ἀγαθός πατέρας τον κατεβάζει και τοῦ κάνει το τραπέζι! Μετά ἀπό χρόνια τον ἀνταμώνει τυχαία στο Ναύπλιο και ὁ προύχοντας τον εὐγνωμονεῖ με ὅλη του την καρδιά. Ἐδῶ «καταργοῦνται» ὅλες οἱ ἤπιες σύγχρονες παιδαγωγικές μέθοδοι που φοβοῦνται, μήπως τυχόν πάθουν ψυχολογικά τα παιδιά μας! Ὅμως ἡ παιδαγωγική τοῦ Μακρυγιάννη κρίνεται ἐν τέλει ἄκρως ἐπιτυχής, ἀφοῦ διακρίνεται ἀπό την Ἀγάπη, στοιχεῖο που λείπει ἀπό την σύγχρονη ὀρθολογούμενη ἐποχή μας.
Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι συνεχιστής τῆς Παράδοσης τοῦ Γένους μας. Θεωρεῖ φραγκικές ἀρρώστιες αὐτά που συμβαίνουν στην Ἑλλάδα. Πονάει για την κατάσταση που ὑπάρχει. Θεωρεῖ πως μετά την «ἀνεξαρτησία» της ἀπό τους Τούρκους, ἔχει γίνει ὑποχείριο τῶν Εὐρωπαίων, και δη τῆς ἀγγλικῆς πολιτικῆς, μέσω βεβαίως τῶν Βαυαρῶν. Κάποια στιγμή ξεσπᾶ και λέει: «κάλλιο να καθόμαστε με κεῖνον τον Βασιλέα (Σουλτάνο) ὁπού χαμεν – και εἴχαμεν και την τιμήν μας και βαστούσαμεν και την θρησκεία μας, και ὄχι τοιούτως ὁπού καταντήσαμεν». Ὁ Μακρυγιάννης τα λέει αὐτά ὄχι ἐπειδή εἶναι φιλότουρκος ἀλλά ἐπειδή βλέπει τα μικρόβια που ἔρχονται ἀπό την Εὐρώπη να βρίσκουν ἀγαθή γῆ στους νεοέλληνες.
«…Το ‘Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως-διόλου και ἡ θρησκεία -ἐκκλησία εἰς την πρωτεύουσα δεν εἶναι και μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. Οἱ φατρίες σας, το ‘να το μέρος και τ’ ἄλλο, θέλετε θέατρο το φκειάσετε κι’ αὐτό δια-να μᾶς μάθη την παραλυσία. Και δι’ αὐτό “παίρνουν δύο ἀδέλφια δύο ἀδελφές. ‘Ὅ,τι τοῦ λες -“ἡ θρησκεία δεν εἶναι τίποτας!” Και τα παιδιά ὁπού τα στέλνουν να φωτιστοῦν γράμματα κι’ ἀρετή, ἀπό-μέσα το κράτος κι’ ἀπόξω, φωτίζονται την τραγουδική και ἠθική του θεάτρου και πουλοῦνε τα βιβλία τους οἱ μαθηταί να πᾶνε ν’ ἀκούσουνε την Ρίτα-Βάσσω την τραγουδίστρια τοῦ θεάτρου ὅτι παλαβώσανε οἱ γέροντες ὄχι τα παιδάκια να μην πουλήσουνε τα βιβλία τους. Τον γέρο Λόντο, ὁπού δεν ἔχει οὔτε ἕνα δόντι, τον παλάβωσε ἡ Ρίτα-Βάσσω τοῦ θεάτρου και τον ἀφάνισε τόσα τάλλαρα δίνοντας κι’ ἄλλα πισκέσια.»
Στο θέμα τῆς Πίστης μας ὁ Μακρυγιαννης θα ἀποδειχθεῖ και θα ἀναδειχθῆ συγχρόνως μέγας ἀπολογητής τῆς Ὀρθόδοξου Παραδόσεως. Ἐρχόμενη ἡ Ἀντιβασιλεία στην Ἑλλάδα, ἕνα ἀπό τα πρῶτα μελήματά της εἶναι να ἐκπροτεσταντίσει τους «δεισιδαίμονες» Ρωμηούς! Ἂς Θυμηθοῦμε τα λόγια τοῦ Γάλλου περιηγητῆ Μαλέρμπ προς το Μακρυγιάννη: «…΄Ἕνα θα σᾶς βλάψη ἔσας, το κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὁπού εἶναι αὐτείνη ἡ ἰδέα σ’ ἐσᾶς πολύ τυπωμένη».
Ἡ Ἀγγλία στέλνει μισσιοναρίους ἱεραποστόλους. Οἱ «κοραϊκοί» συνεργάζονται εὐχαρίστως μαζί τους. Ὁ Ἀγγλος Korck διορίζεται διευθυντής τοῦ Ἑλληνικοῦ Διδασκαλείου. Ὁ μισσιονάριος Leeves συνεργάζεται με τον Φαρμακιδη και ὁ Νεόφυτος Βάμβας μεταφράζει την Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται παραποιημένη στην Λατρεία και την Ἐκπαίδευση. Το ἔγκλημα ὅμως εἰς βάρος τῆς Ὀρθόδοξης πατρίδας ἦταν ἡ διάλυση 412 ἐπανδρωμένων μοναστηριῶν και ἡ βίαιη ἀποσχηματίση μοναζουσῶν! Οἱ Βαυαροί εἶχαν καταλάβει που ἔπρεπε να χτυπήσουν. Στην καρδιά τοῦ γένους, στα μοναστήρια. Αὐτά ἔπρεπε να χτυπήσουν στην ρίζα τους.
Αὐτή την στάση τῶν Μοναστηριῶν στον Ἀγώνα ὁμολογεῖ και προσδιορίζει ὁ Μακρυγιάννης: “Τ’ ἅγια τα μοναστήρια, ὁπού ‘τρωγαν ψωμί oἱ δυστυχισμένοι […] ἀπό τους κόπους τῶν Πατέρων, τῶν Καλογήρων. Δεν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοί, ἦταν ὑπηρέτες τῶν Μοναστηριῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. Δεν ἦταν τεμπέληδες· δούλευαν και προσκυνοῦσαν (=λάτρευαν). Και εἰς τον ἀγώνα τῆς πατρίδος σ’ αὐτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ὀλίγα ἀναγκαῖα του πολέμου, και εἰς τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αὐτεῖνοι, οἱ ‘περέτες τῶν μοναστηριῶν και τῶν ἐκκλησιῶν. Τριάντα εἶναι μόνον με μένα σκοτωμένοι ἔξω εἰς τους πολέμους και εἰς το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εἰς την Ἀθήνα”.
Ἡ φράση “δεν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοί” για μᾶς σημαίνει: δεν εἶχαν καμιά σχέση με τα δυτικά-μοναχικά τάγματα, που βρίσκονταν στην ἐξουσία τοῦ Πάπα. Ἦταν στην ὑπηρεσία τοῦ Γένους, στο ὁποῖο και ἀνῆκαν. Εἶναι πολύ εὔκολο λοιπόν να καταλάβει κανείς γιατί καταδικάστηκε ἀργότερα ὁ Μακρυγιάννης (ὅπως ἄλλωστε κυνηγήθηκαν τόσο ἔντονα και οἱ Φλαμιᾶτος και Παπουλᾶκος). Ἦταν ἕνας ἀντιδραστικός Ρωμηός με κοφτερό μυαλό. Μπορεῖ βέβαια να τοῦ ἐδόθη χάρη, ἀλλά πέθανε στο τέλος πάμπτωχος, ἂν και εἶχε δώσει στην πατρίδα δώδεκα παιδιά! Οἱ τότε κυβερνήσεις κάλλιστα μπορεῖ να παραλληλιστοῦν με τις σημερινές ὅσον ἀφορᾶ την ραγιαδοσύνη τους (βλ. φορολόγηση παιδιῶν!).
Ἐντούτοις, δεν φταῖνε σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη ἐξολοκλήρου οἱ Δυτικοί. Αὐτοί τήν δουλειά τους κάνουν, ἁπλῶς βρίσκουν κάθε φορά καλοθελητές που τους «διακονοῦν». «Ὥστε ὅποιος δεν εἶναι εἰς την σημαία τοῦ Μαυροκορδάτου φατριαστής κι Ἀγγλιστής, Κωλέττη και Γαλλιστής, Μεταξᾶ και Ρουσιστής και εἶναι Ἕλληνας δια την πατρίδα του και θρησκεία του, αὐτά παθαίνει».
Ὁ σοφός Στρατηγός ὅπου βρεθεῖ χτυπᾶ κάθε δυτικό νεωτερισμό, εἴτε αὐτός βάλλει κατά τῆς Πίστεως εἴτε κατά τῆς Παραδόσεως. Χαρακτηριστικό εἶναι το ἑξῆς περιστατικό. «Τοῦ ἀΓιαννιοῦ τοῦ Θεολόγου το βράδυ» μετά την ἀπελευθέρωση «ἦταν κάτι λογιώτατοι εἰς το σπίτι μου, μισομαθεῖς και ἄθρησκοι…». Ἐκεῖ λοιπόν, στο σπίτι του ἦρθε σε σύγκρουση με τον Σοφιανόπουλο για την ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου. Ὁ Σοφιανόπουλος σπουδαγμένος στην Δύση, και σαφῶς ἐπηρεασμένος ἀπό τον ἄθεο Διαφωτισμό ἀμφισβητοῦσε ἔντονα και με ἔπαρση (εἶχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Εὐρώπη) τον Μέγα Βασίλειο. Τότε ὁ Μακρυγιάννης τοῦ λέει: «Εἰς το σχολεῖο που πάτε, θεολογία σπουδάζετε και φιλοσοφία ἢ το ἕνα;» Λέγει:«Φιλοσοφίαν μόνον» [.….] τοῦ λέω: «ἐσύ δεν μπορεῖς να το γνωρίζεις, ὅτι εἶσαι κουτσός.
Αὐτός ὁ Ἅγιος Βασίλειος και οἱ ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, το γνωρίζουν, ὅτι εἶχαν πρῶτα ἀρετή, ἠθική, και σπουδάξαν και την θεολογία πρῶτα και την φιλοσοφία και γνώρισαν με την ἐντέλειαν το ἕνα και το ἄλλο και ἔγιναν και καλοί χριστιανοί ὀρθόδοξοι θεολόγοι και καλοί φιλόσοφοι, και τότε ἔλαβαν και την Φώτιση τοῦ Θεοῦ και την εὐλογίαν του…». Ὁ Σοφιανόπουλος ὀρθολογιστής ὤν, δεν ἔδειχνε να πείθεται. Θυμωμένος ὁ Μακρυγιάννης τον σηκώνει με το στανιό και τοῦ λέει να βάλει το αὐτί του στην κλειδαρότρυπα. Ὁ ἴδιος φύσηξε με δύναμη μέσα και τοῦ λέει: «ἔβγα να μᾶς εἰπεῖς τί σου εἶπα. βγῆκε. Λέγει: ἕνας ἀγέρας μοῦ γιόμωσε το αὐτί μου. Τοῦ λέγω:και αὐτό τῆς Θείας πρόνοιας με την Θεοτόκο ἀγέρας εἶναι, εἶπε και ἔγινε, δεν εἶναι ἀθρώπινον ἔργο, και δια τοῦτο ἐγεννήθη και ἔμεινε παρθένος….και τους εἶπα εἰς το ἑξῆς να πάψουν ἀπό αὐτά και δεν θέλω τέτοιες ὁμιλίες μπερμπάντικες και καϊριστές».
Ὁ Στρατηγός καταλαβαίνει πως ἐχθρός σε ἐκείνη την περίοδο ἦταν οἱ πεφωτισμένοι τῆς Δύσεως (Κοραής, Φαρμακίδης, Καΐρης κ.ἄλ) και οἱ ἀντορθόδοξες δοξασίες τους. «Εἰς τα 1839 μάθαμεν κι’ ὁ περίφημος δάσκαλος Καγίρης δεν πιστεύει την Ἁγίαν Τριάδα κι’ ἄλλα τέτοια». Ὅπως λέει ὁ παπαΓιώργης ὁ Μεταλληνός ἡ φωτισμένη ἀπάντηση τοῦ Μακρυγιάννη θυμίζει το θαῦμα τῆς κεράμου με τον Ἅγιο Σπυρίδωνα, και την εὐλογία που ἔδωσε ὁ Ἅγιος Δημήτριος στον Νέστορα να ἀντιμετωπίσει τον Λυαῖο. Θεολογία κάνει ὁ Ἅγιος Νέστορας. Ἡ Θεολογία του ἦταν το σπαθί ἐκείνη την στιγμή. Θεολογία κάνει και ὁ Μακρυγιάννης. Μέσα σε αὐτό το κλίμα κινεῖται ὁ Στρατηγός.
Ἄξιος μνείας ὅσον ἀφορᾶ και το ἀστεῖο τοῦ πράγματος εἶναι και το ἑξῆς περιστατικό. Εἶχε προσκληθεῖ ὁ ἴδιος την ἥμερα τῶν Χριστουγέννων ἀπό τον γνωστό Ἀθηναῖο πρόξενο τῆς Ρωσσίας. Φθάνοντας στο σπίτι τοῦ Παπαρηγοπούλου μαζί με τον φίλο του και συναγώνιστη του Κῶτσο Λιδωρικιώτη, ὁ στρατηγός με ἐκπληξη εἶδε ἕνα δίμετρο ἔλατο στο σαλόνι τοῦ προξένου, κούνησε το κεφάλι του και τοῦ εἶπε: «Ὡραῖο εἶναι κυρ Γιάννη. Και τοῦ χρόνου να εἴμαστε καλά. Ἀλλά τα δένδρα μου ἔγω δεν τ’ ἀφήνω να φυτρώνουν μέσα στην κάμαρά μου!… Μόνο τ’ ἅρματά μου φυτρώνουν ἐκεῖ!…» Ἀπό τότε το Δένδρο ἐπεκτάθηκε στις λίγες ἀριστοκρατικές οἰκογένειες τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Μακρυγιάννης ἐξανίστατο ὅταν νοθευόταν ἡ Παράδοση μας. Πίστευε πως ἔχουμε μεγάλη εὐθύνη ὡς Ἕλληνες στην διαφύλαξή της και παράδοσή της στους νεωτέρους.
Ἡ μίμηση που ἔχουμε ἀκρίτως και ἀδιακρίτως ὡς νεοέλληνες, μᾶς κάνει να πιθηκίζουμε! Ἔχουν καλλιεργηθεῖ στον λαό μας σε ὑπερβολικό βαθμό συναισθήματα μειονεξίας ἔναντι τῶν εὐρωπαίων. Ὡς ἐπίλογο και παρακαταθήκη ἂς ἔχουμε στον νοῦ μας τα λόγια τοῦ τίμιου και πιστοῦ ἀγωνιστῆ «…Ἴσως ἐσεῖς οἱ μεταγενέστεροι, σαν ἰδητε την ἀρετή μας, θα εἶστε εἰλικρινώτεροι δια την πατρίδα. Γλυκώτερον πράμα δεν εἶναι ἄλλο ἀπό την πατρίδα και θρησκεία. Ὅταν δι αὐτά τον ἄνθρωπον δεν τον τύπτη ἡ συνείδησή του, ἀλλά τα δουλεύει ὡς τίμιος και τα προσκυνῆ, εἶναι ὁ πλέον εὐτυχής και ὁ πλέον πλούσιος».
Πηγές:
www.sansimera.gr
cognoscoteam.gr
cognoscoteam.gr1
cognoscoteam.gr2
mixanitouxronou.gr
1 Σχόλιο