Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη – Δημοσιεύτηκε στο SLPress 25.02.2023
Στο προηγούμενο άρθρο εξετάσαμε την μετάβαση του δυτικού κόσμου (με μπροστάρη μάλιστα τις ΗΠΑ) στην εποχή της απο-παγκοσμιοποίησης και τώρα θα εξετάσουμε κατά πόσον οι παγκόσμιες αυτές ανατροπές θα μπορούσαν να έχουν κάποιες θετικές συνέπειες στο δικό μας γκρίζο ορίζοντα. Θεωρητικά, κάθε μεταβολή περιέχει ελπίδα. Και η δημιουργία ενός προστατευτικού περιβάλλοντος, έμπνευσης του Frans List, θα ήταν για την Ελλάδα, κάτω από προϋποθέσεις, ότι καλύτερο θα μπορούσε να της συμβεί.
Ο λόγος είναι πως μέσα σε αυτό το περιβάλλον η χώρα μας θα μπορούσε να επανασυνδεθεί με τη χαμένη αναπτυξιακή της πορεία και με την αναπτυσσόμενη, πριν από τα Μνημόνια, εκβιομηχάνισή της. Και θα μπορούσε να τα υλοποιήσει όλα αυτά, εξασφαλίζοντας τα κατάλληλα κίνητρα στους επιχειρηματίες της. Όμως, το σκληρό ερωτηματικό είναι αν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη, με τις παρούσες μνημονιακές συνθήκες στην Ελλάδα.
Δυστυχώς, πρέπει να υπενθυμίσω την παγιωμένη ελληνική πραγματικότητα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας το 2009 αντιπροσώπευε το 95.3% του αντίστοιχου μέσου ευρωπαϊκού, και κατείχε την 14η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Είμασταν τότε επικεφαλής των εξής χωρών: Τσεχία, Σλοβενία, Μάλτα, Πορτογαλία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Κροατία, Πολωνία Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία, Ρουμανία, Βουλγαρία.
12 χρόνια αργότερα, το 2021, η Ελλάδα είναι η πτωχότερη οικονομία της Ευρώπης, με μοναδική εξαίρεση τη Βουλγαρία, ενώ το ΑΕΠ της κατά κεφαλή έχει κατρακυλήσει στο 64,6% του αντίστοιχου μέσου ευρωπαϊκού. Σύμφωνα με προσεγγιστικούς υπολογισμούς η Ελλάδα χρειάζεται δέκα χρόνια, πραγματοποιώντας ετήσιους ρυθμούς μεγέθυνσης που να υπερβαίνουν κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες τους αντίστοιχους της ΕΕ, για να φτάσει εκεί που περίπου ήταν το 2009: Να φθάσει, δηλαδή, στο μέσο ευρωπαϊκό.
Στους παραπάνω υπολογισμούς να ληφθεί υπόψη ότι από το 2023 επανέρχεται η υποχρέωση της χώρας μας για πρωτογενή πλεονάσματα, προκειμένου να εξυπηρετείται το χρέος. Οι τόκοι, από το 2024 θα εκπροσωπούν 5-6% του ΑΕΠ και σε αυτούς θα προστίθεται και το 1/20 του χρέους για αποπληρωμή. Και υπενθυμίζω ότι η αύξηση του εισοδήματος μπορεί να εκληφθεί ως ανάπτυξη, μόνο μετά την κάλυψη της απώλειας του εισοδήματος, που όπως είναι γνωστό ήταν 25% του ΑΕΠ εξαιτίας των Μνημονίων και επιπλέον εκτιμάται στο 6% από την πανδημία. Δηλαδή, 31% είναι η μείωση του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ελλάδας.
Τα παχιά λόγια για “ανάπτυξη”
Ώσπου να καλυφθεί αυτή η άβυσσος, οποιαδήποτε αύξηση του εισοδήματος αποτελεί τμήμα υποκατάστασης της ύφεσης και δεν είναι σωστή η οποιαδήποτε αναφορά σε ανάπτυξη. Σε όλα αυτά τα μνημονιακά χρόνια δεν υπήρξε ανάπτυξη, αλλά αποκλειστικά πειθήνια διαχείριση του χρέους. Ας δούμε, όμως, αν υπάρχουν δυνατότητες τέτοιου ρυθμού υποκατάστασης της ύφεσης, ώστε να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε το κατά κεφαλήν εισόδημα του 2009.
Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική, διότι η Ελλάδα θα όφειλε να επιτυγχάνει ετήσια μεγέθυνση πάνω από 10%, για να πληρώνει φόρους και αποπληρωμή του δανείου της, αλλά και να καλύπτει την απόσταση του τρέχοντος κατά κεφαλήν εισοδήματος από το αντίστοιχο του 2009. Αν η Ελλάδα, αφού εξυπηρετήσει το χρέος της καταφέρει να έχει σταθερή ετήσια μεγέθυνση κατά 1%, όπως προβλέπουν οι εκθέσεις του ΔΝΤ για την περίοδο ως το 2060, θα χρειαστεί γύρω στα 25 χρόνια από σήμερα, για να φτάσει το προ μνημονιακό της επίπεδο.
Βέβαια, υπάρχει και η λύση της ολισθηρής οδού του συνεχούς νέου δανεισμού μας, για την εξυπηρέτηση του παλαιοτέρου. Η οποία γίνεται ήδη πιο δύσκολη και πιο επικίνδυνη για την Ελλάδα, εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων και των spreads. Και να προσθέσω ότι ούτε η απόκτηση της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας μπορεί να αποτελεί λύση στο γόρδιο αυτό δεσμό μας. Επιπλέον, όπως θα εξηγήσουμε, η ελληνική οικονομία στερείται, παντελώς, αναπτυξιακών βάσεων.
Καθώς ο πρωτογενής μας τομέας ρημάχτηκε από την ΚΑΠ και ο δευτερογενής μας από την παγκοσμιοποίηση, η οικονομία μας εξαρτάται σε επικίνδυνο βαθμό από την οιονεί μονοκαλλιέργεια του τουρισμού. Επιπλέον, ο τουρισμός, στην Ελλάδα, που συμμετέχει με 30-40% στο ΑΕΠ, ανήκει σε έναν υπερμεγέθη τριτογενή τομέα, ο οποίος κακώς γιγαντώθηκε πριν την ολοκλήρωση του δευτερογενούς. Για αυτό και δεν έχει εκσυγχρονιστεί και για αυτό και δεν υπάρχουν κάθετες και οριζόντιες διασυνδέσεις ανάμεσα στον τουρισμό και τους λοιπούς τομείς και κλάδους της ελληνικής οικονομίας .
Για τους λόγους αυτούς η Ελλάδα αδυνατεί να περιορίσει την εξάρτησή της από πολυάριθμα βασικά προϊόντα, που αναγκάζεται να εισάγει. Η αδυναμία αυτή της ελληνικής οικονομίας αντικατοπτρίζεται και από το γεγονός ότι ενώ αυξάνουν οι εξαγωγές μας, η αύξηση των εισαγωγών είναι μονίμως μεγαλύτερη, ώστε καταλήγει σε γιγαντιαίο εμπορικό έλλειμμα της τάξης του 6.6% στο ΑΕΠ.
Ξεπούλημα, όχι επενδύσεις
Και έρχομαι στο κεφάλαιο των επενδύσεων, για να υπενθυμίσω, πριν από όλα, ότι το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί επένδυση. Η Ελλάδα, συνεπεία των, όντως, εγκληματικού περιεχομένου Μνημονίων, έχει ξεπουλήσει λιμάνια, αεροδρόμια, συγκοινωνίες, τράπεζες, ακόμη και το νερό, αδιαφορώντας για το ότι προκειμένου για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας απαγορεύεται δια ροπάλου η απώλεια εθνικής κυριαρχίας.
Να υπογραμμίσω, ακόμη, ότι η Ελλάδα δεν σώζεται με τη διενέργεια οποιασδήποτε μορφής επενδύσεων. Διότι και οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, για την προσέλκυση των οποίων γίνεται αγώνας από την κυβέρνηση, σπανιότατα αποτελεί λύση, ιδιαίτερα για οικονομίες διαλυμένες όπως η ελληνική. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης . Ο τρόπος με τον οποίον οφείλουν να διατεθούν τα κονδύλια που εξασφαλίζονται για την Ελλάδα, ουδόλως εξυπηρετεί τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.
Διότι, ωραία ακούγονται τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, οι ανεμογεννήτριες και η ψηφιακή ανάπτυξη, αλλά μόνον αφού η οικονομία μας θα έχει χτίσει μια σπονδυλική στήλη, που να την στηρίζει στα δικά της πόδια. Αντιθέτως, η εξαιρετικά βεβαρημένη κατάστασή της απαιτεί πολύ προσεκτικό προγραμματισμό, με ιεράρχηση επενδύσεων, διαχρονική συνέχεια και συνέπεια στην εκτέλεσή του και στήριξη και προβολή των ιδιαιτέρων πλεονεκτημάτων της.
Υπάρχουν λύσεις;
Μετά από αυτές τις ζοφερές διαπιστώσεις, υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης αυτής της ελληνικής κατάστασης; Δυστυχώς, χωρίς εγκάρσιες και καθαρά ελληνικές ανατροπές, δεν υπάρχει λύση. Διότι, εκτός από τον πληθωρισμό, τις πανδημίες και τον πόλεμο στην Ουκρανία, το ανυπέρβλητο εμπόδιο, στην Ελλάδα, είναι τα Μνημόνια. Και η πραγματικότητα, που δεν είναι επαρκώς γνωστή είναι ότι η εποπτεία τους στην οικονομία μας, δεν πρόκειται να περατωθεί πριν από την αποπληρωμή του χρέους μας, κατά το 85% του.
Αν, συνεπώς, θέλουμε να σωθεί η Ελλάδα και οι μετέπειτα από εμάς, γενιές οφείλουμε να επιχειρήσουμε εγκάρσιες τομές. Σε μια υφήλιο, σε μια Δύση, αλλά και σε μια Ευρώπη, που δεν γίνονται πια σεβαστές οι βασικές αξίες ζωής, που η δημοκρατία έχει σοβαρές διαρροές, που ο εθνικισμός επανέρχεται δριμύς και η αλληλεγγύη είναι δυσδιάκριτη, ακόμη και εντός των ευρωπαϊκών τειχών, η ιδιότητα του “καλύτερου μαθητή” (σύμφωνα με παλαιότερο χαρακτηρισμό του Economist) για τον πρωθυπουργό μας, δεν οδηγεί πουθενά.
Παραμένει ορθάνοιχτο το δικαίωμά μας διαμαρτυρίας, και απαίτησης αναθεώρησης του απάνθρωπου περιεχομένου των Μνημονίων, που αποφασίστηκε από την ΕΕ, για να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Ακόμη, επιβάλλεται, έστω μετά από 82 χρόνια να απεμπολήσουμε τη μεγαλοψυχία μας, που έκανε δώρο στη Γερμανία τα ήδη τρισεκατομμύρια που μας οφείλει από τις αγριότητες της ναζιστικής κατοχής και να τα απαιτήσουμε με νύχια και δόντια!
Είμαστε πάντα και παραμένουμε στη Δύση, που θεμελιώθηκε με τον δικό μας πολιτισμό. Αλλά, ωστόσο, όταν η πλήρης υποτέλεια σε αυτήν κινδυνεύει να μας εξαφανίσει από προσώπου Γης, αναζητούμε και άλλες παράλληλες οδούς, που ενδέχεται να εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα. Η εξαιρετική γεωγραφική μας θέση, που την προσφέρουμε, γενικώς, χωρίς ανταλλάγματα, θα μπορούσε να βοηθήσει με μια λιγότερο μονομερή εξωτερική πολιτική.