Αρθρογραφία

Τίτλοι τέλους για την παγκοσμιοποίηση

Print Friendly, PDF & Email

Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη – Δημοσιεύτηκε στο SLPress 24.02.2023

Η αποπαγκοσμιοποίηση είχε αρχίσει πολύ πριν τη φετινή συνάντηση στο Νταβός, συγκεκριμένα από την Αμερική. Ήταν και τότε η Αμερική που πριν από περίπου μισό αιώνα, προσέφυγε στην παγκοσμιοποίηση, ελπίζοντας ότι θα αποφύγει έτσι την απειλή Ευρώπης και Ιαπωνίας, καθώς πίστευε ότι θα της αφαιρέσουν την πλανηταρχική της πρωτοκαθεδρία. Η Αμερική, όπως αποδεικνύεται, δεν μπόρεσε να προβλέψει ότι η πραγματική απειλή προερχόταν από την Κίνα.

Στα χρόνια του Ντόναλντ Τραμπ και κάτω από το σύνθημα “Πρώτα η Αμερική” επινοήθηκαν διάφορες μεθοδεύσεις περιορισμού των διεθνών συναλλαγών. Αιχμή του δόρατος ήταν η προσπάθεια παρεμπόδισης της προόδου της Κίνας στις νέες τεχνολογίες, γεγονός που δεν ανέτρεψε, απλώς περιόρισε την παγκοσμιοποίηση. Όμως, οι ενέργειες αυτές δεν απέδωσαν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ήδη επιστρατεύεται, όπως όλα δείχνουν, ένα άγριο σχήμα στραγγαλισμού της παγκοσμιοποίησης.

Ο Μπάιντεν αποδεικνύεται δριμύτερος του Τραμπ στο πεδίο αυτό. Η κατευθυντήρια γραμμή του νέου σχήματος είναι η κατάργηση κάθε ίχνους ανοχής στην πρόοδο της Κίνας. Πρόκειται για μη κηρυγμένο, προς το παρόν, πόλεμο, που ελπίζουμε να αποσοβήσει τον πραγματικό. Σε αυτή τη διαμάχη, θα έλεγα με “γυμνά μαχαίρια”, έχουν καταργηθεί τα προσχήματα και έχουν πέσει οι μάσκες. Και τούτο διότι η Δύση, αισθάνεται ότι απειλείται η πρωτοκαθεδρία της, καθώς η αποτυχία της παγκοσμιοποίησης βάθυνε την παρακμή, στην οποία έχει δυστυχώς περιέλθει και της οποίας τα συμπτώματα είναι ολοένα και πιο εμφανή. Για αυτό και δεν είναι πια σε θέση να αποκρύπτει την επιθυμία της εξαφάνισης των αντιπάλων της.

Ως κυρία αντίπαλος της Δύσης εμφανίζεται επισήμως η Ρωσία, με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ωστόσο, η Ρωσία αποτελεί τον αχυράνθρωπο, στην προετοιμασία του Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ των δύο γιγάντων: Της Αμερικής και της Κίνας, ώστε η Ρωσία έχει αποκλειστεί από το πλευρό της Κίνας. Το τοπίο που τώρα βιώνουμε παραπέμπει στη σύγκρουση των πολιτισμών, όπως την ανέλυσε ο Samuel Huntington το 1997 και χωρίζει τον κόσμο σε δύο, στη Δύση και σε ότι δεν είναι Δύση.

Ο περιορισμός ή και το τέλος της παγκοσμιοποίησης προετοιμάστηκαν σε αρκετές οικονομίες της Δύσης από τα νέα πολιτικά κόμματα ή σχηματισμούς, που η Δύση συλλήβδην αποκαλεί “λαϊκίστικα”, για να τα υποβαθμίσει. Οι εξελίξεις δείχνουν ότι οι ΗΠΑ έχουν επιλέξει έναν ακραίας μορφής προστατευτισμό, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:

  • Πιέσεις προς τις αμερικανικές επιχειρήσεις που έχουν μετεγκατασταθεί εκτός και κυρίως στην Κίνα να επανακάμψουν.
  • Επαναφορά στο προσκήνιο των εδώ και δεκαετίες ξεχασμένων προγραμμάτων εκβιομηχάνισης.
  • Επιβολή σκληρών περιορισμών σε εισαγωγές και εξαγωγές, γενικώς, αλλά πρωταρχικά από και προς την Κίνα.
  • Καχυποψία απέναντι στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, και υποβολή τους σε εξαντλητικούς ελέγχους, κα.

Επιστρέφουν τα εθνικά σύνορα

Συνοπτικά έχει επικρατήσει η πεποίθηση ότι οι νέες συνθήκες απαιτούν αντιμετώπιση, που δεν εξασφαλίζεται πια από την απελευθέρωση των συναλλαγών. Και γι’ αυτό πρέπει να στραφούμε προς ανατροπές, στην προσπάθεια αποφυγής μιας καταστρεπτικής ύφεσης. Το επίκεντρο αυτών των ανατροπών απηχεί τον πανικό στέρησης βασικών αγαθών, ακόμη και ειδών διατροφής.

Και ο φόβος αυτός οδηγεί στην αναζήτηση όσο γίνεται μεγαλύτερου βαθμού αυτάρκειας, που επεκτείνεται στο σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης και της ενέργειας. Τα εθνικά σύνορα αποκτούν ξανά τη σημασία που στερήθηκαν, επί παγκοσμιοποίησης. Ορθώνονται τείχη στη διακίνηση των νέων τεχνολογιών και της γνώσης γενικά. Εγκαθίσταται ένα κλίμα αδιαφορίας για το γείτονα, έλλειψη αλληλεγγύης, αλλά και μίσους, επειδή είναι διαφορετικός από τη Δύση.

Εξάλλου, η νέα διεθνής οικονομική τάξη φαίνεται να απομακρύνεται από τις απαιτήσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που αποτέλεσε τη σημαία της Δύσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ και η κλιματική αλλαγή υποβαθμίζεται επ’ αόριστον. Η σπουδαιότερη ανατροπή, επειδή προσδιορίζει και πλήθος άλλων, είναι η επάνοδος, στο προσκήνιο, της οικονομικής ανάπτυξης και του προγραμματισμού. Πρακτικές, με βάση τις οποίες αναπτύχθηκαν με ταχύτατους ρυθμούς οι μεταπολεμικές δυτικές οικονομίες ως το 2000 και ατόνησαν επί παγκοσμιοποίησης.

Και τούτο, κυρίως, επειδή τα επί μέρους στάδια της παραγωγικής διαδικασίας ήταν διεσπαρμένα στις πέντε ηπείρους, επιδιώκοντας την εξασφάλιση φθηνών εργατικών χεριών και επίτευξης μέγιστου δυνατού κέρδους, Ήδη, όμως, η επιδίωξη αυτάρκειας επιβάλλει την ανάγκη επαναφοράς εθνικής, όπως και περιφερειακής ανάπτυξης, σε συνδυασμό με προγραμματισμό. Πολιτικές, δηλαδή, που επί παγκοσμιοποίησης, όχι μόνο είχαν αχρηστευθεί, αλλά και κατηγορηθεί ότι δήθεν απηχούσαν σοσιαλιστικές επιλογές.

Επιστροφή του παρεμβατισμού

Η δεύτερη πολύ σημαντική ανατροπή είναι η επάνοδος του παρεμβατισμού και η απόδοση σημασίας στο δημόσιο τομέα, όπως τον επέβαλαν οι απαιτήσεις της πανδημίας, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάρρευση των οικονομιών. Το σύνθημα για την εγκατάλειψη του ακραίου φιλελευθερισμού, παρότι δόθηκε από την Αμερική, υιοθετείται φυσικά από ολόκληρη τη Δύση , και όχι μόνο.

Στα πλαίσια αυτά ο Μπάιντεν ανήγγειλε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων αξίας δύο περίπου τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που αποβλέπει στον περιορισμό της εξάρτησης από την Κίνα και «στο κτίσιμο έτσι της καλύτερης οικονομίας του κόσμου». Η μεγάλη, βέβαια, αγωνία της Αμερικής είναι μη τυχόν η Κίνα αποκτήσει υπεροχή στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, δεδομένου ότι οι μελλοντικοί πόλεμοι προβλέπεται ότι θα διεξάγονται μέσω αυτής. Όμως, με βάση πολυάριθμες ενδείξεις, η υπεροχή αυτή της Κίνας έχει ήδη συντελεστεί.

Οι έντονες αντιδράσεις των φιλελευθέρων, στο διάστημα της παγκοσμιοποίησης, εναντίον του παρεμβατισμού, έχουν κοπάσει και έχουν ήδη αντικατασταθεί στην Αμερική, από ανησυχίες για το πως ο κρατικός τομέας θα είναι όσο γίνεται πιο αποτελεσματικός. Στη νέα αυτή κατάσταση πραγμάτων επιβάλλεται να διερευνηθεί και το πως θα εξελιχθεί η κατανομή του ΑΕΠ ανάμεσα σε μισθούς και κέρδη. Θα είναι δικαιότερη από όσο επί παγκοσμιοποίησης;

Υπέρ της αύξησης των μισθών είναι η, σε αρκετές περιπτώσεις, ανεπάρκεια εργατικών χεριών, η μεταβολή στις προτιμήσεις των εργαζομένων που οφείλεται στην πανδημία, οι αυξημένες απαιτήσεις τους, που κατέληξαν όπως φαίνεται στην αναζήτηση καλύτερων συνθηκών εργασίας, αλλά και οι επιδοτήσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν δυνατότητα κατανάλωσης χωρίς εργασία.

Εναντίον της αύξησης των πραγματικών μισθών είναι ο πληθωρισμός, με το γνωστό φαύλο κύκλο τιμών και μισθών, η άνοδος των επιτοκίων, καθώς και η επιλογή διατήρησης σχετικά υψηλής ανεργίας, ώστε να αποθαρρύνονται οι απαιτήσεις των μισθωτών. Εμφανής είναι και η κατεύθυνση του ΔΝΤ για σφικτή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική.

Χάνει αίγλη η φιλελεύθερη δημοκρατία

Ένα πρόσθετο ερώτημα θέτει και η μορφή του καπιταλισμού στη νέα διεθνή τάξη. Η συνέχισή του φαίνεται σίγουρη, αλλά ταυτόχρονα δείχνει πιθανή και η μεταβολή της μορφής του, από καπιταλισμό φιλελεύθερο (αμερικανικό), σε καπιταλισμό πολιτικό (της Κίνας) Η πρώτη μορφή του ευνοεί την πλουτοκρατία, ενώ η δεύτερη τη διαφθορά . Προς το παρόν δεν μπορεί να υποστηριχθεί τυχόν ομοιότητα του δυτικού καπιταλισμού με την κινέζικη μορφή του.

Ωστόσο, πρέπει και εδώ να ληφθεί υπόψη το γεγονός της ανερχόμενης διαφθοράς στη Δύση, η χαμένη αίγλη της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία σε πολλές χώρες υιοθετεί στοιχεία ανελεύθερης δημοκρατίας, καθώς και η επέκταση της διάδοσης ψευδών ειδήσεων. Σε πρόσφατη έρευνα στην Αμερική τα 2/3 των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι αδυνάτισε η δημοκρατία και ακόμη ότι η Αμερική κινδυνεύει να εξελιχθεί σε αυταρχικό κράτος.

Η δημοκρατία απειλείται γενικότερα, στη Δύση, και από το συνεχώς ανερχόμενο δημόσιο χρέος, το οποίο περνά σε ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό σε χέρια ιδιωτών, οι οποίοι όπως είναι αναμενόμενο στρέφονται υπέρ της αυστηρής νομισματικής πολιτικής, για να μη κινδυνεύει το κεφάλαιό τους. Τα πολλαπλά αδιέξοδα, που ήδη εμφανίζονται στον ορίζοντα, δίνουν μικρό ποσοστό επιτυχίας στην προσπάθεια αυτή της Δύσης, εγκατάλειψης της παγκοσμιοποίησης και εφαρμογής του προστατευτισμού.

Στα όρια της η ανάπτυξη 

Η σύγκριση ανάμεσα στη Δύση και στους αντιπάλους της, προβάλλει την εικόνα προχωρημένης παρακμής από πολλές απόψεις, αρχίζοντας από την κάθετη μείωση του πληθυσμού της, ως ποσοστό στον παγκόσμιο και συμπληρώνοντας με την ταχύρρυθμη γήρανσή του. Οι δυνατότητες, εξάλλου, της Δύσης για ανάπτυξη, σε σύγκριση με αυτές της Κίνας και πολλών άλλων ταχέως αναπτυσσόμενων οικονομιών της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής, αλλά και της Αφρικής, είναι πια εξαιρετικά περιορισμένες.

Ο προβλεπόμενος ρυθμός ανάπτυξης κατά κεφαλή για τη Δύση, το 2027, προβλέπεται 1.5% και σε ορισμένες περιπτώσεις μηδενική, σε αντίθεση με τους ταχείς αναπτυξιακούς ρυθμούς των. Ένας σημαντικός λόγος της χαμηλής ανάπτυξης της Δύσης είναι και η προϊούσα αποβιομηχάνιση της, σε συνδυασμό με την χαμηλή παραγωγικότητα των υπηρεσιών, που συμμετέχουν με ολοένα υψηλότερο ποσοστό στο ΑΕΠ των επί μέρους οικονομιών της.

Θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμιστεί η μακρόχρονη αδιαφορία της Δύσης για ανάπτυξη, το υψηλό κόστος διαβίωσης που κινδυνεύει να μην είναι παροδικό, το συντριπτικά υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ που διατίθεται στην υγεία, η αναποφάσιστη πολιτική απέναντι στη μετανάστευση, το οξύτατο πρόβλημα της ενέργειας, τα δυσεπίλυτα προβλήματα επάρκειας κατάλληλων, κατά περίπτωση εργατικών χεριών, η κρατική αδιαφορία για τη βελτίωση των υποδομών, η επάνοδος σημαντικών επενδύσεων στην άμυνα, η κλιματική επιδείνωση κ.ά.

Όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη στη Δύση άγγιξε τα όριά της, ενώ αντιθέτως οι αντίπαλες δυνάμεις της, είναι στην αρχή της αναπτυξιακής τους διαδικασίας. Στο επόμενο άρθρο θα εξετάσουμε πως πορεύεται η Ελλάδα στις συμπληγάδες της νέας διεθνούς τάξης που διαμορφώνεται.

You might be interested in …

2 Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *