Αρθρογραφία

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΩΡΑ

(Ομιλία Μ.Ν.-Δ στις Ρουμελιώτισσες, στις 12.03.2025)
========================================
Να ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να μιλήσω απόψε με θέμα : «Η Γυναίκα στο πριν και στο τώρα». Και να σας εξομολογηθώ ότι είναι η πρώτη φορά που δέχθηκα να ασχοληθώ με αυτό το μέγα πρόβλημα. Για πολλούς λόγους, και κυρίως διότι θεωρώ ότι ακόμη και η συζήτηση γύρω απ’ αυτό μας υποτιμά με κάποιο τρόπο. Γι’ αυτό απέφυγα μέχρι σήμερα να το προσεγγίσω.
Έτσι, η προετοιμασία της αποψινής μου ομιλίας με δυσκόλεψε αρκετά. Ωστόσο, αισθάνομαι ευχαριστημένη, που το αποφάσισα, γιατί έμαθα πολλά σχετικά με τα όσα κάθε γυναίκα οφείλει να γνωρίζει, και κυρίως οφείλει να προβληματίζεται.
Σας προτείνω, λοιπόν, να εξετάσουμε απόψε μαζί το αστείρευτο αυτό θέμα σε δύο Μέρη, από τα οποία το πρώτο, που επιγράφεται «Η γυναίκα στο πριν» θα είναι εκτενέστερο, του δεύτερου Μέρους, που θα διερευνήσει τη «Γυναίκα στο τώρα».
Μέρος Ι. Η γυναίκα στο πριν
1.Το πρώτο ερώτημα, που θα θέσω και που είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί, είναι το ακόλουθο:
*πότε άρχισε να θεωρείται η γυναίκα υποδεέστερη του άνδρα, και
*με ποιες δικαιολογίες.
Συγκεκριμένα, αρχίζω από την προϊστορική εποχή, και προσπαθώ να διαπιστώσω πότε και πως προέκυψε η δήθεν υποδεέστερη γυναικεία φύση σε σύγκριση με τον άνδρα, και σε τι συνίστατο αυτή η κατωτερότητα.
Στη μυϊκή δύναμη; Στο μυαλό και στην κριτική ικανότητα της γυναίκας; Στη συμπεριφορά και στον ψυχικό της κόσμο; Γιατί, ναι, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να γνωρίζουμε πώς άρχισε αυτή η περιθωριοποίησή της, έτσι που ως το 1960 να εκλαμβάνεται ως ανήλικη, που είχε συνεπώς ανάγκη από καθοδήγηση, γιατί δεν της αναγνωρίζονταν η δυνατότητα λήψης αποφάσεων για τη ζωή της. Ο πατέρας της, και αργότερα ο σύζυγος, τής επέβαλαν τις λεπτομέρειες της δικής της ζωής.
Αλλά πως και πότε αποφασίστηκε ότι η γυναίκα είναι άβουλο ον;
Εξυπακούεται, ότι η διερεύνηση αυτού του μεγάλου αγκαθιού, είναι κατά την κρίση μου κυρίαρχη όλων των υπολοίπων θεμάτων. Ιδιαίτερα και επειδή, η γυναίκα είναι η μόνη που φέρει το φωτοστέφανο της δυνατότητας αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους, σε αντίθεση με τον άνδρα που έχει βοηθητικό ρόλο. Και ακριβώς η ιδιότητά της αυτή την καθιστά ξεχωριστή, και αποκλείει, καταρχήν, την όποια ιδιότητα καθυστέρησης της.
Τα σχετικά, λοιπόν, ευρήματα της προϊστορικής εποχής ουδόλως επιβεβαιώνουν την μεταγενέστερη αντίληψη περί ενός άνδρα δυνατού δίπλα σε μια γυναίκα ασθενική, άβουλη και ευάλωτη. Στις σχετικές αναζητήσεις παρεμβάλλεται και η περίοδος της Μητριαρχίας, για την ύπαρξη ωστόσο της οποίας δεν υπάρχει ομοφωνία των ειδικών επιστημόνων..Όσοι από τους ιστορικούς υποστηρίζουν ότι υπήρξε, αναφέρονται σε ένα κοινωνικό σύστημα, του οποίου η οργάνωση είναι μητρικής προέλευσης και στο οποίο ο ρόλος της γυναίκας είναι καθοριστικός. Η απαρχή της Μητριαρχίας ταυτίζεται με μία Προγονική Γυναίκα ή με μία Μεγάλη Θεά.
Οι ιστορικοί, για πολλές δεκαετίες αδιαφόρησαν για τη θέση της γυναίκας στις προϊστορικές σπηλιές. Ωστόσο, οι κοινωνίες της παλαιολιθικής εποχής, δεν φαίνεται να περιλαμβάνουν σημάδια περιθωριοποίησης και υποβιβασμού της γυναίκας. Αντιθέτως, η προϊστορική γυναίκα, στο μέτρο που μπορεί να βασιστεί κανείς στα ευρήματα της ζωγραφικής των σπηλαίων, εκτός από την ανατροφή των παιδιών και την ενασχόλησή της με το χώρο κατοίκησης, συμμετέχει σε όλες τις ανδρικές δραστηριότητες. Και ο καρπός του χεριού και τα μπράτσα της δεν δείχνουν να είναι λιγότερο δυνατά από τα ανδρικά. Αλλά, και σκελετοί που αποκαλύπτονται από τότε, ουδόλως δείχνουν τη γυναίκα ασθενέστερη από τον άνδρα. Ερωτάται, συνεπώς, με ποιες βάσεις οι ιστορικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα της γυναίκας, που από την αρχή της εμφάνισής της στη Γη, είχε δήθεν σημάδια υποδεέστερα σε σχέση με τον άνδρα.
Και περνάμε στην αρχαία Ελλάδα, όπου έχουμε τον Αριστοτέλη, ο οποίος αναλύοντας τι είναι η ψυχή, υποστηρίζει ότι και οι γυναίκες έχουν ψυχή, από κοινού με τα ζώα αλλά και τα φυτά. Αλλά όμως η γυναικεία ψυχή, κατά τον Αριστοτέλη είναι κατώτερη των ανδρών. Και δυστυχώς, οι απόψεις του για την υποδεέστερη, γενικώς, φύση της γυναίκας είναι αυτές που επηρέασαν τη Δύση απέναντί της. Αρκούμαι να αναφερθώ στο σχετικό απόσπασμα, για τις γυναίκες, του Αριστοτέλη, που καταργεί τη θεία αποστολή της στη Γη: «Ένα ενεργό στοιχείο που φέρνει τη ζωή μέσα σε ένα αδρανές, παθητικό θηλυκό στοιχείο».
Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα εθεωρείτο ανώτερη από τους δούλους, αλλά μόνο αφού ο πατέρας της τής είχε επιτρέψει, όταν γεννήθηκε, να ζήσει. Διότι, ναι, ο πατέρας, είχε το δικαίωμα της έκθεσης του νεογνού σε ερημική περιοχή, δεδομένου ότι εθεωρείτο ανώφελο πρόσθετο έξοδο, για την οικογένεια.
Ωστόσο, και στην παλαιολιθική εποχή και στην ελληνική, και στη ρωμαϊκή και στην αιγυπτιακή αρχαιότητα χαιρέτιζαν τις Θεές που συμβόλιζαν τη μητρότητα. Αντιθέτως, στο Μεσαίωνα, ιδιαίτερα στο χώρο του καθολικισμού, η γυναίκα κατηγορείται για το προπατορικό αμάρτημα, από το οποίο πρέπει να καθαριστεί.
Στο Χριστιανισμό υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις. Σίγουρα, η γυναίκα εξυψώθηκε με την Παναγία. Ωστόσο, εξακολουθούν να επικρατούν απαγορεύσεις, όπως π.χ. η απαγόρευση εισόδου της στο Άγιο Όρος, και άλλα.
Θα πρέπει, όμως, να υπογραμμιστεί, ότι μας διαφεύγουν πολλές πληροφορίες για τη θέση της γυναίκας στις διάφορες περιόδους της ιστορίας, διότι οι ιστορικοί ενδιαφέρθηκαν γι αυτήν, τόσο αργά, όσο στο 19 αιώνα.
Μπορούμε να συμπεράνουμε ως προς το πρώτο αυτό μερικότερο θέμα, ότι δεν διαπιστώνονται προβληματικές καταστάσεις, που να δικαιολογούν ότι η φύση της γυναίκας είναι υποδεέστερη σε σχέση με τον άνδρα. Αντιθέτως, με βάση τις ζωγραφιές στα προϊστορικά σπήλαια, όλα δείχνουν ότι η γυναίκα, εκτός της τεκνοποιίας, της ανατροφής των παιδιών και της φροντίδας του μέρους όπου ζούσε η οικογένεια, έκανε τα πάντα, που έκανε και ο άνδρας. Πως, όμως, μπορεί να εξηγηθεί ότι η γυναίκα πέρασε, μέσα από τους αιώνες, ως το «ασθενές φύλο»; Μια πολύ γενική ερμηνεία είναι ότι από πολύ νωρίς ο άνδρας φρόντισε να αποκτήσει εξουσία επάνω στη γυναίκα. Μια εξήγηση, που κυκλοφορεί στη σχετική βιβλιογραφία, και που όμως δεν φαίνεται αρκετά σοβαρή είναι ότι οι άνδρες ζηλεύουν τη γυναίκα, επειδή η ίδια τεκνοποιεί, ενώ αυτοί δεν μπορούν.
2. Και πάμε στο δεύτερο ερώτημα που επέλεξα, για το πρώτο πάντοτε Μέρος της ομιλίας μου: δηλαδή στη μακρόχρονη πορεία της γυναίκας για ισότητα, και κατά πόσο βοηθήθηκε από τους αγώνες της, για την επίτευξη ισότητας με τους άνδρες.
Η γυναίκα άργησε πολύ να συνειδητοποιήσει τις δυνατότητές της, την αξία της, και να αντιδράσει. Πως μπορεί να εξηγηθεί η αργοπορία αυτή; Γιατί επί αιώνες παρέμεινε υποτελής στον άνδρα; Κατά τη γνώμη μου, ο κυριότερος λόγος είναι η μέχρι προ τινος ανεπαρκής εκπαίδευση και μόρφωσή της, που σε συνδυασμό με τον ρόλο που της επέβαλε η ανδροκρατούμενη κοινωνία, δεν είχε περιθώρια αντίδρασης. Να προσθέσω, ακόμη, και το εχθρικό εργασιακό περιβάλλον, που είχε καλλιεργηθεί για αιώνες εναντίον της, και το οποίο είχε αναγκαστεί σιωπηρώς να αποδεχθεί. Η κοινωνία, γενικώς, την εκλάμβανε ως άτομο περιορισμένων δυνατοτήτων και ικανοτήτων.
Η πρώτη, απεργία, αποκλειστικά από εργάτριες βιοτεχνίας ενδυμάτων, έγινε στην αμερικανική πόλη New England τo 1820, με κυρίαρχο αίτημα για καλύτερη αμοιβή και πιο σύντομα ωράρια εργασίας.
Η πρώτη αυτή απεργία ακολουθήθηκε το 1828 από υφάντριες στο Ντόβερ, και τρομοκράτησε τόσο πολύ τον ανδρικό πληθυσμό, ώστε μια εφημερίδα έγραψε ότι απαιτείται η λήψη μέτρων, για να αποφευχθεί η γυναικοκρατία.
Το 1844 εργάτριες της βαμβακοβιομηχανίας στη Μασαχουσέτη ίδρυσαν το πρώτο γυναικείο εργατικό σωματείο, το οποίο κατάφερε να επιφέρει μεταρρυθμίσεις, στις συνθήκες εργασίας στην κλωστοϋφαντουργία. Ακολούθησαν πολυάριθμες ανάλογες προσπάθειες, που είχαν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εργατριών, σε πολλές βιοτεχνίες και βιομηχανίες.
Το 1910, στην Αμερική πάντοτε, απέργησαν για 13 ολόκληρες εβδομάδες 20.000 εργάτριες, ζητώντας καλύτερη αμοιβή και πιο ανθρώπινους όρους εργασίας. Οι γυναίκες αντιμετώπισαν την προκατάληψη της κοινωνίας υπέρ των ιδιοκτητών, ακόμη και από την πλευρά των δικαστηρίων. Οι αστυνομικοί τις ξυλοκοπούσαν και τις στοίβαζαν σε κλούβες. Ένας δικαστής επιχείρησε να αφορίσει γυναίκες που απεργούσαν, με τη συνδρομή της θρησκείας. Απευθυνόμενος στις απεργούς, είπε: «Απεργείτε εναντίον του θεού και της φύσης, της οποίας ο πρώτος νόμος λέει ότι ο άνθρωπος κερδίζει το ψωμί του με τον ιδρώτα και τον κόπο του. Απεργείτε εναντίον του θεού!».
Στις 25 Μαρτίου του 1911, ξέσπασε η περίφημη φωτιά του Τριγώνου, που έφερε στο φως τις φρικτές και θανατηφόρα επικίνδυνες συνθήκες, κάτω από τις οποίες εργάζονταν οι γυναίκες. Εργάτριες μεγάλης αμερικανικής βιομηχανίας δούλευαν στους τελευταίους ορόφους, όπου οι έξοδοι κινδύνου είχαν σφραγιστεί από την εξωτερική πλευρά για να εμποδίζουν τους εργάτες να το σκάνε. Έτσι, κάηκαν ζωντανές πολλές εργάτριες ηλικίας 13-25 ετών, που είχαν πρόσφατα μεταναστεύσει στην Αμερική.
Ο ορισμός της ημέρας της γυναίκας, για την 8η Μαρτίου, αποφασίστηκε το 1910, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Δεύτερης Διεθνούς Συνδιάσκεψης Σοσιαλιστριών Γυναικών, που έγινε στην Κοπεγχάγη, από την Κλάρα Τσέτκιν, επαναστάτρια και αγωνίστρια του εργατικού κινήματος.
Στην Ευρώπη, ο ξεσηκωμός των γυναικών για ισότητα εμφανίστηκε με κάποια καθυστέρηση, σε σχέση με τις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα, η πρώτη απεργία εργατριών υφαντουργίας των αδελφών Ρετσίνα έλαβε χώρα στον Πειραιά, στις 13 Απριλίου του 1892. Παρότι το γεγονός δεν προβλήθηκε αρκετά, η Ελληνίδα εργάτρια, από νωρίς, δεν παρέμεινε υποταγμένη, αλλά αγωνίστηκε στο πλευρό ανδρών εργατών, για καλύτερη αμοιβή και εργασιακή μεταχείριση.
Ο αγώνας των γυναικών στην Ευρώπη εμφανίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα (1848-1880) ενώ προηγουμένως η φεμινιστική ευαισθησία, διατυπώνεται από μεμονωμένα άτομα.
Ενώ οι γυναίκες στην ηπειρωτική Ευρώπη σιώπησαν προσωρινά, νέες φεμινιστικές πρωτοβουλίες εμφανίστηκαν από τη δεκαετία του 1850 και μετά στην Αγγλία και στις σκανδιναβικές χώρες, γύρω από συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, την εκπαίδευση και τη γυναικεία απασχόληση. Τα κινήματα στην Ευρώπη διεκδικούν το δικαίωμα των γυναικών στη μόρφωση και στην εξασφάλιση ελεύθερης άσκησης των ταλέντων τους. Οι γυναίκες επιδιώκουν ίση αμοιβή, με τους άνδρες, αλλά και δικαίωμα συμμετοχής στα δημόσια πράγματα. Οι Αγγλίδες φεμινίστριες κινητοποιήθηκαν κατά της νομικής υποταγής των συζύγων στο γάμο (στέρηση της προσωπικής τους περιουσίας υπέρ των συζύγων τους, εξαιρετικά άνιση μεταχείριση της μοιχείας, σχεδόν αδυναμία διαζυγίου). Με την υποστήριξη βουλευτών κατάφεραν να πετύχουν νόμο που διευκόλυνε το διαζύγιο (Matrimonial Causes Act, 1857), αλλά οι παντρεμένες γυναίκες εξακολουθούσαν να στερούνται την προσωπική τους περιουσία. Στις σκανδιναβικές χώρες, η νομική υποταγή των γυναικών, η εξουσία των πατέρων επί των θυγατέρων τους και το καθεστώς των ανύπαντρων ενήλικων γυναικών τέθηκαν υπό αμφισβήτηση και μεταρρυθμίστηκαν τη δεκαετία του 1850.
Την επόμενη δεκαετία διαμορφώθηκαν φεμινιστικά κινήματα στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Στη Γαλλία, και τη Γερμανία.
Το ξεκίνημα του φεμινισμού στην Ελλάδa γίνεται με την κυκλοφορία του περιοδικού «Η Εφημερίς των Κυριών» στις 8 Μαρτίου του 1887. Eκδίδεται από γυναίκες μορφωμένες, που παρακολουθούν τις εξελίξεις της χειραφέτησης των γυναικών σε Αμερική και Ευρώπη. Οι γυναίκες αυτές, πέρα από τα καθήκοντα που τους ορίζει η εποχή τους, έχουν βλέψεις και στη συμμετοχή τους στο δημόσιο βίο. Οραματίζονται με τους άνδρες τους τη Μεγάλη Ιδέα και την Αναγέννηση του Έθνους. Από το 1890 ιδρύονται σε πολλές ελληνικές πόλεις τα «Κυριακάτικα Σχολεία» για να εξασφαλίζουν κάποια μόρφωση στα κορίτσια που δεν είχαν τη δυνατότητα να φοιτούν σε σχολείο.
Στο διάστημα του Μεσοπολέμου τα αιτήματα των φεμινιστριών ήταν η ισότιμη κοινωνική μεταχείρισή τους στη μισθωτή εργασία. Η μαζική έξοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας, επέτρεψε στις Ελληνίδες να μετριάσουν την μέχρι τότε απόλυτη οικονομική εξάρτηση από τους άνδρες, αλλά και να προβληματιστούν γύρω από τα κοινωνικά προβλήματα. Το 1930 οι Ελληνίδες αποκτούν ψήφο στις δημοτικές εκλογές και το 1952 πλήρη εκλογικά δικαιώματα.
Στην επτάχρονη δικτατορία υπάρχει απαγόρευση λειτουργίας γυναικείων οργανώσεων και καταστρέφονται πολλά από τα αρχεία τους. Με τη Μεταπολίτευση οι γυναικείες οργανώσεις συμμετέχουν σε ένα νέο ριζοσπαστικό κίνημα τον «νεοφεμινισμό», που αγωνίζεται εναντίον της ενδοοικογενειακής βίας, θέτοντας στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων, την οικογένεια και την εργασία. Με το Σύνταγμα του 1975 τέθηκε το θεμέλιο της ισότητας των φύλων. Στο άρθρο 4, παρ. 1 και 2, διατυπώνεται ότι: οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Ωστόσο, το κείμενο του Νόμου δεν εφαρμόζεται πάντα στην πράξη.
Πριν περάσουμε στην τρίτη ενότητα πάντοτε του Μέρους Ι, θα ήταν ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να μετρήσουμε την αποτελεσματικότητα των γυναικείων αγώνων, που κλείνουν φέτος 205 χρόνια, αν πάρουμε ως αφετηρία τους την πρώτη, απεργία, αποκλειστικά από εργάτριες, που έλαβε χώρα στην αμερικανική πόλη New England τo 1820.
Πρόκειται για απάντηση δύσκολη, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα μέσα στο χρόνο, που απαιτεί στοχευόμενες ερμηνείες, αλλά και που και αυτές κινδυνεύουν να μην ανταποκρίνονται στα πράγματα.
Συγκεκριμένα, η σχετική έρευνα καταλήγει στο ότι, οι γυναικείοι αγώνες μέχρι περίπου το 1960 είχαν ελάχιστα θετικά αποτελέσματα, για τη βελτίωση της γυναίκας στην κοινωνία και την εργασία. Και ακόμη, δικαιώματα που η γυναίκα αποκτούσε στο διάστημα αυτό, ως ανταπόδοση στη συμμετοχή της σε δύσκολες περιόδους, όπως στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, της τα έπαιρναν συχνά πίσω, με την επάνοδο σε ομαλότερες καταστάσεις. Σε διάστημα, 140 ετών, η γυναίκα το 1960 εξακολουθεί ακόμη να εκλαμβάνεται ως ανήλικη και ανίκανη να αποφασίζει για τον εαυτό της και τα παιδιά της.
Στη δεκαετία, ωστόσο, 1960-1970 διαπιστώνεται καταιγισμός γυναικείων δικαιωμάτων και αλλάζουν, θα έλεγα απότομα, πολλά σχετικά με τη χειραφέτηση της γυναίκας. Συγκεκριμένα, η παντρεμένη γυναίκα αποκτά το δικαίωμα να εργάζεται εκτός σπιτιού, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του συζύγου της, Μπορεί να ανοίξει λογαριασμό στο όνομά της σε τράπεζα. Οι όροι ανατροφής των παιδιών αποφασίζονται και από τους δύο γονείς. Δεν υπάρχει, συνεπώς, αρχηγός στην οικογένεια. Η γυναίκα έχει δικαίωμα σε αντισυλληπτικά χάπια και σε έκτρωση.
Το ερώτημα που, εδώ, τίθεται είναι το γιατί οι φεμινιστικοί αγώνες, και αναφέρομαι στο σύνολο του δυτικού κόσμου, δεν απέδωσαν, τουλάχιστον αποτελεσματικά, ως το 1960, και ξαφνικά πραγματοποιήθηκαν σημαντικές βελτιώσεις, στη γυναικεία ζωή.
Στο σημείο αυτό κρίνω απαραίτητο να προσκομίσω στην ανάλυση έναν δεύτερο παράγοντα εξίσου ή και περισσότερο ίσως σημαντικό από τους αγώνες της γυναίκας, που είναι οι κοινωνικές εξελίξεις. Και μέσα σ’αυτές, έχουν πρωτεύουσα σπουδαιότητα τα επιτεύγματα των γυναικών στη μόρφωση, σε όλους τους επιστημονικούς τομείς, ακόμη και σ’εκείνους που ήταν μέχρι πριν λίγο ανδροκρατούμενοι. Μια γυναίκα μορφωμένη, που στέκεται στα πόδια της, που σε κάποιες εξετάσεις επιτυγχάνει ανώτερη βαθμολογία από τους άνδρες ανταγωνιστές της, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εξακολουθήσει να μπορεί να την πείσει κανείς ότι είναι υποδεέστερη. Συνεπώς, το μοιραίο λάθος των ανδρών, αν υποτεθεί ότι ήθελαν να κρατήσουν τη γυναίκα στο σπίτι και να της φέρονται ως ανήλικη, ήταν το να της επιτρέψουν την πρόσβαση στη μόρφωση.
Έτσι, δεν ξέρω τι βαθμό επιτυχίας θα έδινα από τη μια μεριά στους φεμινιστικούς αγώνες, που είχαν πολύ πενιχρά αποτελέσματα ως το 1960, και από την άλλη στη μόρφωση και στη γενικότερη ανάπτυξη των κοινωνιών. Αν, βέβαια, η υπόθεσή μου είναι ορθή και αν αποτελεί πράγματι τον πολύ ισχυρό παράγοντα βελτίωσης της θέσης της γυναίκας, μετά το 1960. Οπωσδήποτε, η ραγδαία καταπάτηση, από τη γυναίκα, σχεδόν όλων των μέχρι πριν λίγο, ανδροκρατούμενων κάστρων, θεωρώ σίγουρο ότι οφείλεται στη συνεχώς βελτιούμενη μόρφωσή της. Και επιτρέψτε μου να προσθέτω και κάτι υπεροπτικό, από την πλευρά της γυναίκας, γενικά. Ότι δηλαδή η κατάκτηση, από γυναίκα, υψηλής και υπεύθυνης θέσης, σημαίνει ότι την κερδίζει επειδή είναι σκάλες ανώτερη από τους άνδρες, με τους οποίους συναγωνίζεται. Και οι όποιες προσπάθειες εξουδετέρωσής της, από άνδρες, που φευ δεν ανήκουν ακόμη στο παρελθόν, δεν είναι πια αρκετές για να την εξαφανίσουν.
3. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα, και αν ναι ποιες είναι αυτές; 3η ερώτηση στο Μέρος Ι
Κατά καιρούς, και προκειμένου να στηριχθεί η άποψη περί της ύπαρξης ειδικών ψυχολογικών χαρακτηριστικών και αδυναμιών, στις γυναίκες, που να δικαιολογούν την υποδεέστερη φύση της, σε σχέση με το αναπτύχθηκαν πολλές εικασίες. Αναμφισβήτητα, ένα σημαντικό τμήμα των χαρακτηριστικών συνδέονται με το φύλο. Ωστόσο, νεώτερες έρευνες αποκαλύπτουν ότι ένα τμήμα γυναικείων χαρακτηριστικών, εντοπίζεται και στους άνδρες, και τανάπαλιν τα ίδια ανδρικά χαρακτηριστικά και στις γυναίκες. Η κοινωνία, ωστόσο, για μεγάλο χρονικό διάστημα, φαίνεται σίγουρη για την ύπαρξη ενός γυναικείου στερεοτύπου, που φέρει ορισμένα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς, τα οποία διακρίνουν τη γυναίκα από τον άνδρα. Όπως, αυξημένη ευαισθησία, υψηλός βαθμός αλτρουισμού, περισσότερο ευάλωτη και με παθητική συμπεριφορά. Οι σχετικές έρευνες, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνουν αυτές τις ιδιότητες ως γυναικείες, διότι η ύπαρξή τους διαπιστώνεται και σε άνδρες.
Υποστηρίζεται, ακόμη, ότι στην περίπτωση που διαπιστώνονται κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γυναικείας συμπεριφοράς, αυτά είναι επίκτητα και οφείλονται στην υποδεέστερη θέση που της επιφυλάσσει η κοινωνία, όπως η ζήλεια, η νευρωτική τάση, ένα περιορισμένο αίσθημα ηθικής, εντονότερη τάση για καυγάδες, πιο ατίθαση συμπεριφορά κ.ά.
Άλλες έρευνες κατέληξαν στο ότι η γυναίκα έχει καλύτερη και διαρκέστερη μνήμη, μεγαλύτερο δεσμό με τη θρησκεία, περισσότερη ταπεινοφροσύνη κ.α.
Ως γενικό συμπέρασμα μπορούμε να δεχθούμε ότι δεν υπάρχουν βασικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, που να δικαιολογούν τη θεωρία περί υποδεέστερης γυναικείας φύσης. Αντιθέτως, η διαπίστωση, συχνά κάποιων διαφορών θα πρέπει να αποδοθούν στον τρόπο ανατροφής των κοριτσιών, που μέχρι τελευταία, μεγάλωναν με την πεποίθηση ότι είναι λιγότερο σημαντικά από τα αγόρια.
Ο αγώνας των γυναικών, μέσα στο χρόνο, για ισότητα με τους άνδρες, είθισται να εμφανίζεται με κυμματοειδή μορφή. Η βασική δικαιολογία αυτής της χρονικής διάκρισης των επιτευγμάτων είναι η ανάγκη της πληροφόρησης κάθε επόμενης γενιάς γυναικών, ότι δεν αρχίζουν μόνες τον αγώνα ισότητας, και από το μηδέν, αλλά ότι αντιθέτως υπάρχει πίσω τους μια ιστορία, που συνεχίζεται στο παρόν και πιθανότατα στο μέλλον. Το πρώτο, λοιπόν, κύμα αρχίζει το 1848 και περατώνεται το 1920, χρονιά που οι γυναίκες στην Αμερική, κέρδισαν το δικαίωμα της ψήφου.
Το δεύτερο κύμα αρχίζει το 1963 με τη δημοσίευση του βιβλίου της Αμερικανίδας φεμινίστριας Betty Friedman περί θηλυκού μυστικισμού και τελειώνει το 1980, καταγράφοντας ως επιτεύγματα, την ισότητα στον εργασιακό χώρο, τον έλεγχο των γεννήσεων, το δικαίωμα εκτρώσεων και τη μόρφωση των γυναικών.
Το τρίτο κύμα αρχίζει το 1992 και τελειώνει το 2013. Περιγράφεται ως εξατομικευμένος φεμινισμός και επιδιώκει την ισότητα σε διάφορα πεδία, όπως στο ρατσισμό, στο σεξισμό, στον μη αποκλεισμό των γυναικών από θέσεις ευθύνης ή στην εναντίωση των κοινωνιών που αποκαλούν τα κορίτσια ανόητα, αδύναμα και κακόψυχα.
Το τέταρτο κύμα αρχίζει το 2013 και συνεχίζεται στις ημέρες μας. Περιλαμβάνει τον αγώνα ισότητας των γυναικών στις νέες τεχνολογίες και επικοινωνίες, αλλά και μεγαλειώδη συλλαλητήρια για το #metoo, τη συμπαράσταση στα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης.
Και περνώ στο Μέρος ΙΙ, που είναι πολύ συντομότερο του πρώτου και επιγράφεται
Η Γυναίκα στο τώρα με το ερώτημα: Στον 21ο αιώνα η γυναίκα έχει επιτύχει να είναι ίση με τον άνδρα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γυναίκα στον 21ο αιώνα δεν έχει καμιά σχέση με τη γυναίκα των προηγουμένων αιώνων, αλλά ούτε και του 19ου και ακόμη του κοντινού μας 20ου .Τα αποκτήματά της, σε όρους ισότητας με τους άνδρες είναι αρκετά δύσκολο να μετρηθούν γιατί, ακριβώς, θεωρούνται δεδομένα. Με την πρώτη, αλλά συχνά επιπόλαιη ματιά, φαίνεται να έχει ό,τι επιδίωκε και δεν αποκτούσε στους προηγούμενους αιώνες.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι αρκετά διαφορετική.
Οι ανισότητες εξακολουθούν να υφίστανται στην Ευρώπη. Στο χώρο της εργασίας εξακολουθεί να υπάρχει διαφοροποίηση, εναντίον των γυναικών, στο ύψος του μισθού για όμοια φύση εργασίας, που υπολογίζεται στο μείον 20%. Ακόμη, στις προαγωγές, αλλά και σε προσπάθειες αποκλεισμού των γυναικών για μόνιμη απασχόληση, και παραπομπή τους σε προσωρινή. Το 2024 το ποσοστό των Γαλλίδων σε προσωρινή απασχόληση ανέρχεται στο 8%, έναντι μόνο 2.8% αντίστοιχα των ανδρών. Στοιχεία για τον Αύγουστο του 2024 διαπιστώνουν τα ακόλουθα:
Από τις 50 χώρες του δείγματος μόνο 15 είχαν γυναίκα πρωθυπουργό ή αρχηγό κράτους. Στην ΕΕ υπάρχουν μόνο 7 από αυτές. Οι περισσότερες έχουν κάνει νομικές σπουδές. Τα Βαλκάνια είδαν πρόσφατα γυναίκες σε υψηλές θέσεις.
Η γυναικεία παρουσία στην πολιτική ζωή υστερεί από την αντίστοιχη των ανδρών. Η εμμονή των διαφοροποιήσεων ενθαρρύνει τη δημιουργία νέων φεμινιστικών οργανώσεων, που στοχεύουν στην εξάλειψή τους.
Ωστόσο, οι ανισότητες δεν τελειώνουν εδώ. Πριν περατώσω αυτόν τον μακρύ περίπατο, προς την ισότητα, πρέπει να προβάλω την ύπαρξη δύο άλλων σημαντικών ανισοτήτων, μεταξύ των δύο φύλων. Η πρώτη είναι, όντως, τρομακτική και εμφανίζεται με ανερχόμενη ορμή. Πρόκειται για την ενδοοικογενειακή βία, που ωστόσο η αυξητική αριθμητική της τάση, τα τελευταία χρόνια, οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα τα θύματα δεν μιλούσαν, και δεν ήταν συνεπώς δυνατόν να καταγραφούν οι περιπτώσεις. Aπό τα σχετικά στοιχεία που κατέγραψε ο Observatoire για το 2017, στη Γαλλία, υπάρχουν 215.000 γυναίκες, που κατήγγειλαν ότι υπήρξαν θύματα ενδοοικογενειακής βίας του συζύγου/συντρόφου ή του πρώην, ενώ μόνο μία στις 10 περιπτώσεις βιασμού είχε καταγγελθεί.
Να έρθουμε και στην Ελλάδα, όπου τελευταία, οι γυναίκες απέκτησαν προφανώς το απαραίτητο θάρρος για να γνωστοποιούν την κακοποίηση τους.
Πληροφορούμαστε, λοιπόν, ανατριχιαστικά συμβάντα. Στο διάστημα 2012-2020 οι σχετικές καταγγελίες αυξήθηκαν από 1 σε 26%. Το 2021 διαπιστώνεται ραγδαία αύξηση των καταγγελιών της τάξης του 73%. Το 2020, με βάση τις σχετικές καταγγελίες κακοποιήθηκαν 4.264 γυναίκες, ενώ το 2022 ο αριθμός των δηλωθέντων κακοποιημένων γυναικών ανήλθε σε 10.131.
Από τα στοιχεία των τελευταίων τριών ετών, ενώ προκύπτει μείωση του αριθμού των εγκλημάτων, οι γυναίκες είναι και θύματα ανθρωποκτονιών από κάποιον άνδρα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Το 2022 καταγράφηκαν είκοσι τέσσερις (24) γυναικοκτονίες στην Ελλάδα. Για ακόμη μια χρονιά, επίσης, οι γυναικοκτονίες στα πλαίσια της ενδοοικογενειακής βίας αποτέλεσαν το μεγαλύτερο ποσοστό των καταγεγραμμένων ανθρωποκτονιών με θύματα γυναίκες (53,3%).
Διερωτώμαι σε ποια κατηγορία ανισοτήτων, θα πρέπει να κατατάξουμε την ενδοοικογενειακή βία, που φθάνει μέχρι τη γυναικοκτονία; Και πως να εξακολουθήσουμε να υποστηρίζουμε, με άνεση, τη μείωση των ανισοτήτων, όταν θεριεύει αυτή η φρικώδους μορφής ανισότητα;
Τελειώνοντας, θα σας αναφέρω, μια πρόσθετη μορφή ανισότητα, το ο σεξισμό. Δηλαδή τη συμπεριφορά ανδρών, που θεωρούν υποδεέστερη τη γυναίκα, και που ζει και βασιλεύει ανενόχλητη, παρά τα λαμπρά επιτεύγματα ισότητας των δύο φύλων.
Εντελώς πρόσφατα, πολιτικός του οποίου το όνομα δεν θα αναφέρω, αναλύοντας το πρόβλημα των γυναικοκτονιών δήλωσε ανερυθρίαστα: «είναι η φύση των πραγμάτων το αρσενικό να είναι πιο επιθετικό, καθώς κηνυγάει τροφή, ενώ το θηλυκό είναι για να τίκτει».
Και κάποια ανάλογη δήλωση από μη πολιτικό, αλλά εμφανιζόμενο ως προοδευτικό και μορφωμένο. Η συζήτηση για την εκλογή ΠτΔ, κατά την οποίαν αναφέρθηκαν και κάποια ονόματα γυναικών, ο περί ου, χωρίς να κρύψει τη δυσφορία του, δήλωσε: «ε, τώρα κάναμε την παραχώρηση εκλογής γυναίκας στο αξίωμα, και φθάνει….ας γυρίσουμε στην κανονικότητα.
https://www.youtube.com/watch?v=QMJC6NbfWt8&t=16s

You might be interested in …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *