Η σύγκριση της πρωθυπουργικής ομιλίας στην 86η ΔΕΘ και του προσχεδίου του προϋπολογισμού 2023 αποκαλύπτουν την ύπαρξη κοινής βάσης: αυτήν την ανυπαρξίας πυξίδας ως προς την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Κάτω από το πρίσμα αυτής της διαπίστωσης, αλγεινή εντύπωση προκαλεί ότι ακόμη και τα όποια θετικά στοιχεία διαφαίνονται για την οικονομία (ανάπτυξη κτλ) εμφανίζονται ως συνονθύλευμα.
Ουδαμού υπάρχει έστω και υποψία σχεδίου, που να σέβεται τις προτεραιότητες για την ανάκαμψη της οικονομίας, απολύτως απαραίτητου για την αντιμετώπιση της μακροχρόνιας περιόδου χειμέριας νάρκης και αποσυντονισμού. Αντιθέτως, πρόκειται για μέτρα αποσπασματικά, χωρίς συνοχή, χωρίς προσπάθεια αντιμετώπισης της αποσύνθεσης της οικονομίας εξαιτίας των Μνημονίων, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ιδιομορφίες της, χωρίς χρονολογική διάταξη των μέτρων και χωρίς πρόνοια για την επίτευξη οριζόντιων και κάθετων πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων τους.
Είναι, συνεπώς, σίγουρο ότι οδεύουμε προς το κενό, διότι παραβλέπεται το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία διαφέρει έτη φωτός από άλλες του Δυτικού Κόσμου, που δεν υπέστησαν Μνημόνια. Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας είναι απαραίτητο να συγκολληθούν οι συντριμμένες βάσεις της, ώστε να επανακτήσει την ομαλή συμμετοχή των τριών βασικών τομέων παραγωγής και να παύσει να εξαρτάται σε επικίνδυνο βαθμό από τον τουρισμό.
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, ο ενθουσιασμός του κ. Μητσοτάκη, αλλά και η αισιοδοξία των συντακτών του προσχεδίου προϋπολογισμού 2023, είναι δύσκολο να κατανοηθούν. Ενδεικτικά θα εστιάσω σε ορισμένα σημεία της πρωθυπουργικής ομιλίας, που διαφαίνονται και μέσα από τις γραμμές του προσχεδίου προϋπολογισμού. Αρχίζω, λοιπόν, με την αναφορά στους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας μας, που υλοποιήθηκαν ήδη, ή που προβλέπονται, για να υπενθυμίσω το αυταπόδεικτο: Πρόκειται απλώς για σταδιακή και αργόρρυθμη επαναφορά των αντίστοιχων ρυθμών, που απωλέστηκαν εξαιτίας των θεομηνιών που έπληξαν τον τόπο. Συνεπώς, δεν πρόκειται για κατά κυριολεξία “ανάπτυξη”.
Που οφείλεται η “ανάπτυξη”
Οι σχετικά υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δικαιολογούνται από το χαμηλό σημείο εκκίνησης της οικονομίας. Οφείλουμε να μη λησμονούμε ότι εξαιτίας των Μνημονίων, το ΑΕΠ μας μειώθηκε κατά 25% (ποσοστό που δεν καταγράφεται ούτε σε περιπτώσεις σύρραξης και εχθρικής κατοχής). Επίσης, ότι η πανδημία πρόσθεσε άλλες 10 περίπου αρνητικές μονάδες. Συνεπώς, είμαστε ακόμη πολύ μακριά για να μπορούμε να μιλήσουμε, κατά κυριολεξία, για ανάπτυξη.
Ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε σε «συρροή ξένων επενδύσεων», παραθέτοντας και αριθμούς, που κατά κάποιο τρόπο υπάρχουν και στο προσχέδιο προϋπολογισμού. Απαιτείται θάρρος για να αγγίξει κανείς αυτό το ακανθώδες θέμα των επενδύσεων και θα το εξέφραζα με το “δεν μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου”. Και τούτο, επειδή μετά τα Μνημόνια, είναι δυσδιάκριτες οι επενδύσεις που δεν αφορούν ξεπούλημα δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας.
Εξυπακούεται ότι το ξεπούλημα δεν αποτελεί επένδυση. Δυστυχώς, από την λαίλαπα ξεπουλήματος, δεν διασώθηκαν ούτε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, των οποίων η πώληση, για ευνόητους λόγους, απαγορεύεται. Ωστόσο, αψηφώντας κάθε όριο, πρόσφατα πουλήθηκε και το νερό! Εκφράζω τις εύλογες ανησυχίες μου για ότι φαίνεται ήδη να προλειαίνεται στο χώρο της υγείας και της παιδείας, που οδεύουν προς ιδιωτικοποίηση με διάφορα σχήματα και βαθμούς. Οι κούρσες των ιδιωτικοποιήσεων, όπως και του ξεπουλήματος, βρίσκονται στον ίδιο αστερισμό της άκρατης φιλελεύθερης θεώρησης.
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε με ικανοποίηση στην αύξηση των εξαγωγών το 2022, κατά 30% περίπου σε σχέση με πέρυσι. Παρέλειψε να προσθέσει, όμως, ότι η αύξηση των εισαγωγών φέτος σε σχέση με πέρυσι εμφανίζει αύξηση 50%, που μαρτυρεί υστέρηση του απαραίτητου βαθμού αυτάρκειας.
Τί ισχύει με το τέλος της εποπτείας
Και στα δύο κείμενα αναφέρεται ως επιτυχία το τέλος της ενισχυμένης οικονομικής εποπτείας μετά 12 έτη….διότι δήθεν αποκτούμε αυτονομία. Πρόκειται για σφάλμα, δεδομένου ότι η παράταση ελέγχων από τρεις σε έξι ή και περισσότερους μήνες, ουδόλως, καταργεί την ανειλημμένη υποχρέωση της Ελλάδας, να υποβάλλεται σε οικονομικό έλεγχο μέχρι την αποπληρωμή του 85% του χρέους της, αλλά και να μην αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, χωρίς την άδεια των δανειστών. Αναφέρθηκε στην ομιλία, ότι «κερδίσαμε μια χαμένη τετραετία» και ότι βαδίζουμε σε «σχεδιασμό ελπιδοφόρας δεκαετίας». Αμφότερα είναι χωρίς διευκρίνηση και συνεπώς κενά περιεχομένου.
Ο πρωθυπουργός υποστήριξε, ακόμη, ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Αλλά, πως μπορεί κανείς να το υποστηρίξει, όταν το 90% περίπου των Ελλήνων έχουν σαφώς και κατ’ επανάληψη εκφραστεί εναντίον της αποστολής πολεμικού υλικού στην Ουκρανία; Κι όταν ακόμη αντιμετωπίζουμε θανάσιμο κίνδυνο, εξαιτίας της πρόσφατης δήλωσης Μητσοτάκη ότι «είμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία»;
Επιπλέον, χωρίς δικαιολογία, λόγω της πάγιας επιθυμίας να είμαστε αρεστοί στη Δύση, καταργήσαμε την παραγωγή λιγνίτη, που θα μας εξασφάλιζε φθηνή ενέργεια, στον δύσκολο χειμώνα που έρχεται. Συμπερασματικά, η πρωθυπουργική ομιλία στη ΔΕΘ Θεσσαλονίκης, αλλά και το κείμενο του προσχεδίου προϋπολογισμού αναδεικνύουν ελάχιστα επιτεύγματα ή ελπιδοφόρες εξελίξεις. Αντιθέτως, βρίθουν ουτοπιών και επικίνδυνων αποφάσεων.
Το καθεστωτικό πλαίσιο της υποτέλειας
Στο πρόσφατο παρελθόν είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ διεξοδικά με το μέγα ελληνικό πρόβλημα της τυφλής υπακοής μας στις επιταγές των εταίρων/συμμάχων, έστω και όταν ήταν εμφανές ότι έτσι καταστρεφόμαστε. Επισημαίνω τα σημεία της πρωθυπουργικής ομιλίας, που άπτονται αυτής της αρρωστημένης κατάστασης.
Στο πλαίσιο του απολογισμού του, ο κ. Μητσοτάκης παραδέχεται αστοχίες, Θα διόρθωνα, ότι δεν πρόκειται –εκτός εξαιρέσεων– για αστοχίες, αλλά για τον αποκλεισμό άλλων λύσεων, εκτός αυτών που εκπορεύονται από ΕΕ και ΗΠΑ, έστω και αν βαίνουν εναντίον των εθνικών μας συμφερόντων. Το πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης για την Ελλάδα, με τις επιλογές του –είναι σε σημαντικό βαθμό άσχετες με τις πραγματικές προτεραιότητες ή και αντίθετες με αυτές– αποτελεί μια από τις πολλές αποδείξεις τού γιατί δεν ορθοποδούμε (βλ. σχετικά άρθρα μου στο “Newsbreak” και στο Slpress.gr.
Η επιλογή μας να εθελοτυφλούμε αποκαλύπτεται στο πρωθυπουργικό ρηθέν: «Δεν πρέπει επίσης να επιτρέψουμε η αγανάκτηση να γίνει τυφλή, αναζητώντας εσωτερικές ευθύνες για εξωγενείς επιθέσεις. Ο λογαριασμός της ακρίβειας πρέπει να επιστραφεί σ’ αυτόν που την προκαλεί, στον κ. Πούτιν. Και η απάντησή μας πρέπει να είναι ώριμη και δημοκρατική». Θέλω να πιστεύω ότι ουδείς στοχοποιείται σαν “φιλορώσος”, υποστηρίζοντας το αυταπόδεικτο. Δηλαδή, ότι ανεξαρτήτως του πόσο κακός είναι ο Πούτιν, είναι αδιανόητα αφελής η απαίτηση της Δύσης η Ρωσία να παραμείνει αδρανής απέναντι στις σκληρές κυρώσεις εναντίον της, που συνοδεύονται από την πρόθεση εξόντωσής της.
Ήταν αναμενόμενο σε συνθήκες οικονομικού πολέμου, η Ρωσία να χρησιμοποιήσει το ισχυρότερο όπλο της, να κλείσει τη στρόφιγγα, οδηγώντας την Ευρώπη σε απόγνωση και καταστροφή. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να αποφεύγονται παραπομπές στη δημοκρατία μας, μετά τη διεθνή κατρακύλα της Ελλάδας στη σχετική λίστα του βαθμού ελευθερίας του Τύπου, αλλά και μετά το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.
Τί δεν περιλαμβάνει η πρωθυπουργική δήλωση
Τελειώνω με την εδώ και καιρό αδιάλειπτη κλιμάκωση των τουρκικών απειλών και τελευταίως ξεκάθαρων εδαφικών διεκδικήσεων. Το πως απαντάμε συνοψίζεται στη σχετική ρήση του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, που συνοδεύεται πάγια και από τη δήλωσή του ότι δεν έχει αντίρρηση να (ξανα)συναντήσει τον υβριστή του Έθνους μας: «Η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεών μας. Η ακμαία οικονομία μας. Οι διεθνείς συμμαχίες μας, αλλά και η προσήλωσή μας στο Διεθνές Δίκαιο. Κυρίως, όμως, η ενότητα του λαού μας. Ας σταματήσουν, λοιπόν, οι γείτονες τα ανιστόρητα πυροτεχνήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Ούτε μας φοβίζουν, ούτε μας πτοούν».
Η πρωθυπουργική δήλωση δεν περιλαμβάνει, δυστυχώς, αλήθειες, διότι ούτε ακμαία οικονομία έχουμε, ούτε διεθνείς συμμαχίες διαθέτουμε, αν εξαιρέσουμε τους Γάλλους. Το κυριότερο είναι ότι η δήλωση δεν έχει αποδέκτη. Δεν μας υπολογίζουν στο διεθνές πεδίο, εκτός αν χρειάζονται κάτι από εμάς. Κι αυτό ουδόλως οφείλεται στο μικρό μας μέγεθος ή ακόμη και στην οικονομική δυσπραγία μας. Αντιθέτως, αυτό εξηγείται από τη δική μας υποτελή συμπεριφορά, που επιβαρύνθηκε στο έπακρον, με την αποδοχή των Μνημονίων και μάλιστα χωρίς αντίδραση. Και τούτο, παρότι, από την αρχή, ήταν διαφανής η επιδίωξη των ευρωπαϊκών τραπεζών, που κινδύνευαν επειδή είχαν ελληνικά χαρτιά, να διασωθούν μέσω της καταστροφής μας.
Οι λεονταρισμοί, σαφώς, δεν βοηθούν, καθώς οι Τούρκοι έχουν αποδείξει ότι τελικώς πράττουν όσα λένε. Η συνεχής επίκληση του Διεθνούς Δικαίου σίγουρα δεν μας προστατεύει, δεδομένου ότι όχι μόνον οι Τούρκοι, αλλά και Δυτικοί το έχουν προ πολλού γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Διαφορετικά, η Κύπρος δεν θα ήταν, επί δεκαετίες, όπως είναι. Συμμάχους, με την κυριολεξία του όρου, δυστυχώς δεν διαθέτουμε. Και επειδή είναι πολύ επικίνδυνο να εθελοτυφλούμε, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η Τουρκία διαθέτει συμμάχους.
Η μοναδική μας διέξοδος, εκτός αν αλλάξει η κατεύθυνση των διεθνών ανέμων, φαίνεται να είναι η εστίασή μας σε καθημερινό σφυροκόπημα της διεθνούς κοινότητας, με αποκαλύψεις του τι μας συμβαίνει, όχι μόνον από τους Τούρκους, αλλά και από τους “εταίρους”. Απαιτείται μία επικοινωνιακή εκστρατεία στο σύνολο των διεθνών ΜΜΕ με αδιάσειστα στοιχεία και με διακριτική προσπάθεια να αποκαλυφθεί η διεθνής υποκρισία. Μέθοδος δύσκολη, που χρειάζεται υψηλού βαθμού δημοσιογραφικές/επιστημονικές ικανότητες, σημαντικά κεφάλαια, και που εκ των προτέρων δεν διασφαλίζει θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, ο “πνιγμένος από τα μαλλιά πιάνεται” και πιθανότατα σώζεται.