Τον Αύγουστο του 1823, στην προσπάθειά του να καθυστερήσει τα τουρκικά στρατεύματα να προχωρήσουν στο Μεσολόγγι, ο Μάρκος Μπότσαρης δίνει μια από τις πρώτες μάχες της σύγχρονης στρατιωτικής ιστορίας με χαρακτηριστικά σύγχρονων καταδρομών. Το αποτέλεσμα της μάχης στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου ήταν νίκη και θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη.
Νύχτα 8ης προς 9η Αυγούστου 1823. Ο 33χρονος Μάρκος Μπότσαρης, παλιός μπαρουτοκαπνισμένος Σουλιώτης, αρβανίτης μαχητής καί Στρατηγός της Επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα, έχει πάρει την απόφαση, με τους λιγοστούς άντρες του να καθυστερήσουν τα εχθρικά στρατεύματα να προχωρήσουν στο Μεσολόγγι.
Η προσέγγιση
Το φεγγάρι είναι κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα. Οι περισσότεροι Τουρκαλβανοί κοιμούνται και οι υπόλοιποι, αμέριμνοι από την ήσυχη νύχτα του Αυγούστου, δεν υποψιάζονται το κακό που τους περιμένει.
Οι Σουλιώτες τράβηξαν αμίλητες σκιές στο σκοτάδι, περπατώντας μουλωχτά σαν τα αγρίμια μέσα στο στρατόπεδο του εχθρού. Ο Μάρκος είχε προστάξει τα παλληκάρια του να μην ντουφεκίσουν, παρά μόνο να προχωράνε με γυμνά σπαθιά μιλώντας φωναχτά αρβανίτικα, βρίζοντας τάχα τους αρχηγούς τους. Το κόλπο πέτυχε. Οι Έλληνες έχουν πια σιμώσει στα τσαντίρια των πασάδων. Τότε ο Μάρκος προστάζει τον τρουμπετιέρη να βαρέσει γιουρούσι.
Η επίθεση
Το Κεφαλόβρυσο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μετατρέπεται σε ένα απέραντο σφαγείο ανθρώπων. Οι Σουλιώτες, αλαλάζουν σαν τρελοί, δεν ανασαίνουν ούτε στιγμή. Σφάζουν τους εχθρούς του τον έναν πίσω από τον άλλον. Μεγάλος είναι ο πανικός και η σύγχυση που επικρατεί στους Τουρκαλβανούς. Δεν ξέρουν από ποιον να φυλαχτούν και σφάζονται μεταξύ τους.
Ο Μάρκος όμοιο λιοντάρι που δε βρίσκει αναπαμό. Πολεμάει σα θηρίο, σπέρνει το θανατικό δεξιά κι αριστερά, οργώνει τον τόπο, μπαίνει με το γιαταγάνι του σε σκηνές αξιωματούχων και τους πετσοκόβει αλύπητα. Κάποια στιγμή μια μπαταριά τον πληγώνει στα σκέλια, μα δε λυγίζει. Με το βλέμμα του αετού που αναζητεί το θήραμά του ψάχνει για αξιωματούχους προς σφαγή.
Ξεχωρίζει μπροστά του μια μεγάλη σκηνή. Χύνεται σ’ αυτήν και βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αλήπασα Άγο Βασιάρη. Τον παραδίδει στα παλληκάρια του. Γυρεύει το τσαντίρι του Μουσταή, μα κείνος πρόλαβε να αποτραβηχτεί με σημαντική δύναμη πίσω από μία φράχτη. Ο Μάρκος ορμάει κατά κει να τους ξεμπροστιάσει. Ώσπου να σκαρφαλώσει στον μαντρότοιχο ένας αράπης του Τσελλεντιμπέη του αδειάζει από σιμά την μπιστόλα του. Το βόλι μπαίνει από το δεξί του μάτι και σφηνώνεται στο καύκαλό του.
“Εβαρέθηκα αδέρφια” προλαβαίνει να πει ο Αρχηγός και σωριάζεται στο ελληνικό χώμα, το ποτισμένο τώρα με το άγιο αίμα του.
Ο Θανάσης Τούσιας Μπότσαρης, ο ξάδερφος του Μάρκου, βλέποντάς τον πεσμένο στο χώμα, τον αρπάζει στις πλάτες του και με γρήγορες κινήσεις εγκαταλείπει το διαλυμένο πλέον στρατόπεδο.
Γιορτή και θρήνος
Σε λίγο ξημερώνει και το σύνθημα της αποχώρησης σηματοδοτεί το τέλος της μάχης. Λουσμένοι πατόκορφα απ’ το εχθρικό αίμα γελούν με το κατόρθωμά τους. Μαζί τους, εκτός τα πολλά λάφυρα, σέρνουν αιχμάλωτο και τον διοικητή του στρατοπέδου, τον Άγο Βασιάρη. Όταν απομακρύνονται αρκετά από το διαλυμένο στρατόπεδο και χάνονται οι κραυγές του πόνου και της απελπισίας, φτάνουν σε ένα αναπάντεχο θέαμα. Σε ένα πλάτωμα του Κώνισκου, βλέπουν τον Αρχηγό τους, τον Μάρκο, νεκρό. Δίπλα του, οι συνοδοί του σκυφτοί και αμίλητοι. Η χαρά της νίκης μετατρέπεται σε οδύνη και το μίσος της εκδίκησης τρελαίνει το μυαλό τους. Με μιας γονατίζουν τον αιχμάλωτο Άγο Βασιάρη μπρος στο σώμα του αρχηγού τους και τον σφάζουν. Η είδηση του χαμού του Μάρκου Μπότσαρη ακούγεται σαν στρίγγλα και σχίζει βουνά και λαγκάδες σέρνοντας μοιρολόγια σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, ο αετός της Ηπείρου, τέκνο της ένδοξης φάρας των Μποτσαραίων, εκεί, στο Κεφαλόβρυσο, διάβηκε την πύλη της αιωνιότητας.
Μαζί και 60 σύντροφοί του.
Τον Μάρκο παν στην εκκλησιά…
Ο Μάρκος Μπότσαρης μεταφέρεται στο Μεσολόγγι πάνω στο άλογό του. Είναι τοποθετημένος σαν ζωντανός και αεικίνητος ιππέας που με απλησίαστη ανδρεία πάει να κατατροπώσει τον μιαρό εισβολέα.
Πίσω από τον νεκρό Αρχηγό ακολουθούν κατατεθλιμμένοι οι πιστοί συντρόφοι του, φέροντες τα λάφυρα του ιερού αγώνα που κερδήθηκαν αντί αυτού του πολύτιμου αίματος. Τέσσερις χιλιάδες σημαίες, χίλια εξακόσια τουφέκια, χίλια οχτακόσια πιστόλια, τριακόσια σπαθιά, χίλια διακόσια άλογα, πολλά μουλάρια και γιδοπρόβατα. Η απώλεια όμως του Αετού του Σουλίου, εκμηδενίζει κάθε ωφέλεια της μεγάλης και επιτυχούς μάχης του Κεφαλοβρύσου.
Ο θάνατος του σεμνού ήρωα γίνεται γνωστός στο Μεσολόγγι το πρωινό της 10ης Αυγούστου. Αμέσως αρχίζουν να χτυπούν πένθιμα οι καμπάνες. Γυναίκες, παιδάκια και γέροι βγαίνουν στους δρόμους συντετριμμένοι να προϋπαντήσουν νεκρό αυτόν που περίμεναν θριαμβευτή.
“Απέθανε, απέθανε ο Μάρκος”. Μια θλίψη, μια άκρα βοή, θρήνος και σπαραγμός…
Η αδερφή του Μάρκου, Μάρω παίρνει το ιερό σκήνωμα του αδερφού της στο σπίτι της. Εκεί οι Μεσολογγίτισσες κλαίνε το τριαντατριάχρονο παλληκάρι με σπαραγμούς. Στο διάστημα αυτό τριαντατρείς κανονιοβολισμοί ανά τέταρτο τραντάζουν το ηρωικό Μεσολόγγι. Τριαντατρείς κανονιοβολισμοί που φανερώνουν την τρυφερή ηλικία του Ήρωα.
Η κηδεία από το σπίτι της Μάρως προς την εκκλησία θυμίζει νεκρική πομπή ηρωικών επών.
Αιχμάλωτοι Τούρκοι και οι ίπποι των πασάδων και των μπέηδων προπορεύονται. Ακολουθούν οι καταληφθείσες τουρκικές σημαίες. Έπειτα ο κλήρος του Μεσολογγίου με τον Αρχιεπίσκοπο. Μετά έρχεται ο νεκρός Μάρκος σκεπασμένος με κυανή χλαίνη. Το φέρετρο το στηρίζουν οι συντρόφοι του φορώντας μαύρα φέσια. Ακολουθούν οι συγγενείς του, πλήθος γυναικών της πόλεως, ο έπαρχος και οι άλλοι επίσημοι και οι πολίτες. Τέλος, πίσω οδηγούνται τα λαφυραγωγηθέντα γιδοπρόβατα του εχθρού με υπερχίλια άλογα και μουλάρια φορτωμένα με τα όπλα του Μουσταή.
Εικόνα θριάμβου θρυλικού ήρωα. Όμως ο θριαμβευτής μεταφέρεται για να ταφεί…
Καθώς το φέρετρο σκεπάζεται από χώμα, τα ιερά κανόνια της πόλης ηχούν και πάλι τριαντατρείς φορές. Πάνω στην πλάκα του τάφου του πλέον στέκει η Δόξα. Περίλαμπρη, φωτεινή, ΑΘΑΝΑΤΗ. Στέκεται και στολίζει ένα από τα λίγα ονόματα που δεν γεννήθηκαν για να πεθάνουν, αυτό του Μάρκου Μπότσαρη!
ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
4 Σχόλια