Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο, τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου 1822, ήταν από τα σημαντικότερα πολεμικά κατορθώματα της επανάστασης του 1821, κατά το οποίο ελληνικό πυρπολικό ανατίναξε τη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου ο οποίος είχε καταστρέψει τη Χίο. Κατά την επιχείρηση σκοτώθηκε και ο ναύαρχος του τουρκικού στόλου, Καρά Αλής.
Τα γεγονότα πριν την επιχείρηση
Στις αρχές Απριλίου του 1822 ισχυρός τουρκικός στόλος αποτελούμενος από 34 πολεμικά πλοία (δίκροτα και φρεγάτες) διενήργησε απόβαση στη Χίο με σκοπό να καταπνίξει την επανάσταση των Ελλήνων κατοίκων της. Η επιχείρηση των Τούρκων κατέληξε στη Σφαγή της Χίου. Στη συνέχεια ο τουρκικός στόλος παρέμεινε αγκυροβολημένος στη Χίο και το στενό του Τσεσμέ.
Η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση, μετά από μερικές ημέρες αδράνειας, και ενώ οι Ψαριανοί αντιμετώπιζαν μεγάλο πρόβλημα επισιτισμού των χιλιάδων Χίων και Μικρασιατών προσφύγων που είχαν καταφύγει στο νησί τους, κατάφερε να συγκεντρώσει 342.000 γρόσια για τον εξοπλισμό στόλου. Ο στόλος αυτός αποτελούνταν από 29 υδραίικα, 19 σπετσιώτικα και 16 ψαριανά καράβια και οι επιχειρήσεις του θα είχαν σκοπό την εκδίωξη των Τούρκων από τη Χίο και την εξουδετέρωση της τουρκικής αρμάδας. Τα ελληνικά πλοία βέβαια δεν ήταν πολεμικά όπως τα τουρκικά, αλλά κυρίως σιταροκάραβα (βατσέλες). Η εξουδετέρωση της τουρκικής αρμάδας είχε επείγουσα σημασία καθώς είχε ήδη καταφθάσει στις ελληνικές θάλασσες ο αιγυπτιακός στόλος.
Επί σαράντα ημέρες οι Έλληνες περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να χτυπήσουν τον τουρκικό στόλο. Τελικά στις 10 Μαΐου και λίγο αργότερα έγιναν δύο επιθέσεις στο στενό του Τσεσμέ, χωρίς επιτυχία. Στις 18 Μαΐου νυκτερινή επιχείρηση των Ελλήνων προκάλεσε σύγχυση στο τουρκικό στόλο και σοβαρές ζημιές των τουρκικών πλοίων χωρίς όμως να πετύχει η προσπάθεια πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας.
Στη συνέχεια υπήρξε διαμάχη μεταξύ των Ελλήνων, με αφορμή κρούσματα απειθαρχίας των πληρωμάτων του στόλου, λόγω καθυστέρησης των μισθών τους αλλά και λόγω ανεξακρίβωτης διαφωνίας μεταξύ των Υδραίων και των Σπετσιωτών ναυάρχων. Η σύρραξη πήρε γενικευμένο χαρακτήρα και οι Σπετσιώτες αποφάσισαν, παρά τις παρακλήσεις των Ψαριανών, να αποχωρήσουν προς την Κρήτη, την 31η Μαΐου, για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Την ίδια ημέρα, οι Ψαριανοί πήραν την απόφαση να χτυπήσουν τον τουρκικό στόλο με πυρπολικά, επειδή κατέφθασαν πληροφορίες ότι ο αιγυπτιακός στόλος βρισκόταν στην Κρήτη. Την απόφαση επικρότησε ο Μιαούλης, καθώς και οι άλλοι δύο υδραίοι ναύαρχοι Λάζαρος Λαλεχός και Ιωάννης Βούλγαρης. Την επιχείρηση ανέλαβαν να εκτελέσουν δύο πυρπολικά, ένα από κάθε πλευρά.
Την επιχείρηση πυρπόλησης ανέλαβαν να εκτελέσουν οι Κωνσταντίνος Κανάρης και Ανδρέας Πιπίνος. Ο Κανάρης ανέλαβε να κάψει τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή ενώ ο Πιπίνος το δίκροτο του Μπεκήρ μπέη που χρησίμευε ως αντιναυαρχίδα. Τα δύο πυρπολικά (μπουρλότα) θα συνοδεύονταν από τέσσερα πλοία (των Ψαριανών Ν. Γιανίτση και Γ. Κουτσούκου και των Υδραίων Ι. Ζιάκα και Αντ. Ραφαλιά) τα οποία είχαν αποστολή τη διάσωση των πυρπολητών μετά την πυρπόληση.
Η πυρπόληση της ναυαρχίδας
Την 1η Ιουνίου 1822, μετά από μία κατανυκτική λειτουργία στον Άγιο Νικόλαο των Ψαρών και αφού τα πληρώματά τους κοινώνησαν των αχράντων μυστηρίων, δύο πυρπολικά, ένα από τα Ψαρά με κυβερνήτη τον Κωνσταντίνο Κανάρη και ένα από την Ύδρα με κυβερνήτη τον Ανδρέα Πιπίνο, συνοδευόμενα από 4 ακόμη πλοία, δύο από τα Ψαρά (των Ν. Γιαννίτση και Γ. Κουτσούκου) και δύο από την Ύδρα (των Ι. Ζάκα και Α. Ραφαλιά) που θα βοηθούσαν μετά την πυρπόληση, στην περισυλλογή των πληρωμάτων των πυρπολικών αναχώρησαν για να «συναντήσουν» τον τουρκικό στόλο. Την νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου έχοντας ούριο άνεμο πλησίασαν τον τουρκικό στόλο. Εκτός από την ασέληνη νύχτα, ευνοϊκές συνθήκες για την επίθεση έδινε και η γιορτή του Μπαϊραμιού στην οποία θα υπήρχε μεγάλη συμμετοχή των Τούρκων και εορταστικός φωτισμός των πλοίων.
Κάνουμε μια μικρή παρένθεση, εδώ για να αναφέρουμε στοιχεία που προέρχονται από τον Τούρκο ιστορικό Δζεβδέτ πασά, δεν υπήρχαν σε καμία ελληνική πηγή και ήρθαν στην επιφάνεια από τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο το 1960.
«Την 28η του μηνός Ραμαζάν (Ιουνίου 1822), ημέραν Τρίτην, ενώ ο αυτοκρατορικός στόλος ήτο αγκυροβολημένος μεταξύ Χίου και Τσεσμέ, ήλθε εν πλοίον των επαναστατών φέρον αυστριακήν σημαίαν και ηγκυροβόλησεν εις αρκετήν απόστασιν από τον στόλον. Ο πλοίαρχος του προσελθών συνδιελέχθη μετά του καπιτάν-πασά (του Καρά Αλή) και εδήλωσεν ότι θα αποπλεύσει την επιούσαν (την επόμενη μέρα). Εις όμως εκ των επί της ναυαρχίδας μηχανικών, παρατηρήσας το ελθόν πλοίων δια τηλεσκοπίου, συνέλαβεν υπονοίας ως εκ του σχήματος και του όλου εξωτερικού του και ειδοποίησε τον καπιτάν-πασά να διατάξει νηοψίαν. Αλλ’ ούτος, μη λαβών υπ’ όψιν την προειδοποίησιν ταύτην, αλλά στρώσας το «τεψί» (δηλαδή το τραπεζάκι) του ούζου, επιδόθη εις ουζοποσίαν. Εν τω μεταξύ ο ρηθείς πλοίαρχος, ενώ είχεν ειπεί, ότι θα απέπλεε την επιούσαν, ειδοποίησεν ότι θα απέπλεε μετά την δύσιν του ηλίου και ανέμπασεν την άγκυραν».
Όπως γράφει ο Ν. Μοσχόπουλος, το όνομα του ναυτικού αυτού δεν διασώζεται. Ήταν ο Κανάρης, ο Πιπίνος ή κάποιος άλλος που με περισσό θάρρος-θράσος, ανέβηκε στην τουρκική ναυαρχίδα, προφανώς για κατόπτευση και συνομίλησε με τον Καρά Αλή;
Ο Κανάρης κινήθηκε προς την τουρκική ναυαρχίδα, ένα θεόρατο πλοίο με 84 κανόνια, πάνω στο οποίο βρίσκονταν, κατά τον Σαράντο Καργάκο 2.286 άτομα (λόγω της δεξίωσης) και πολλά λάφυρα. Αργότερα δε ο Κανάρης έλεγε: «Ήταν τόσοι πολλοί πάνω στο εχθρικό καράβι, αφού μόνο να έφτυναν θα μας έπνιγαν!»Ο Πιπίνος κινήθηκε προς την υποναυαρχίδα, ένα δίκροτο του Μπεκίρ Μπέη και κόλλησε το πυρπολικό του, αλλά έφυγε βιαστικά χωρίς να το δέσει καλά. Έτσι οι Τούρκοι κατόρθωσαν να το ξεκολλήσουν και να σώσουν το γιγάντιο πλοίο, που όμως έπαθε σοβαρές ζημιές και δεν μπορούσε να πάρει μέρος σε επιχειρήσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αντίθετα, ο Κανάρης, χάρη και στους έξοχους χειρισμούς του πηδαλιούχου Γιάννη Θεοφιλόπουλου (από τα Λαγκάδια της Γορτυνίας, που ήταν πηδαλιούχος και του Παπανικολή στην Ερεσό), έδεσε καλά το πυρπολικό του στην τουρκική ναυαρχίδα στην πλευρά που φυσούσε ο άνεμος. Η φωτιά εξαπλώθηκε παντού στη ναυαρχίδα αλλά και σε ένα γαλιόνι που βρισκόταν κοντά της. Τα 84 κανόνια της ναυαρχίδας άρχισαν να εκπυρσοκροτούν, με καταστροφικά αποτελέσματα και ελάχιστους διασωθέντες από το πλήρωμα των 2.000 ανδρών.
Όπως γράφει ο Δζεβδέτ πασάς: «Ο καπιτάν πασάς με τους άλλους «υπαλλήλους» εξύπνησαν μεθυσμένοι.
Αντιληφθέντες δε, ότι άλλη ελπίς σωτηρίας δεν υπήρχεν, οι μεν αξιωματικοί και ναύται έπεσαν εις την θάλασσαν και κολυμβώντας άλλοι μεν εξήλθον εις την ξηράν, άλλοι δε επνίγησαν. Ο δε καπιτάν κατήλθε με τους υπηρέτες του εις λέμβον, όπως φθάσει εις την ακτήν. Εκραγείσης όμως της πυριτιδαποθήκης της ναυαρχίδας, εφονεύθη υπό πεσούσης κεραίας, ήτις εβύθισε την λέμβον».
Ο Τρικούπης γράφει ότι ο Καρά Αλή σκοτώθηκε από κατάρτι της ναυαρχίδας που έπεσε και τον χτύπησε στη μέση. Κάποιοι βούτηξαν στη θάλασσα όπου είχε πέσει και τον έσωσαν. Τον μετέφεραν στην ακτή, όπου όμως ξεψύχησε.
Αυτό ήταν το τέλος του Καρά Αλή, που όταν κάποιοι αξιωματικοί λίγες ώρες πριν, του είχαν πει να έχουν έτοιμες τις άγκυρες για απόπλου, είπε: «Είσθε δειλοί! Ο άπιστος (δηλ. οι Έλληνες), αν είναι φωτιά, θα κάψει όσο φθάνει το έγκλημά του. Πού να τολμήσει αυτός να κινηθεί;» και εκτόξευσε διάφορες απειλές για τους Έλληνες. Οι 19 πυρπολητές του Πιπίνου και οι 24 του Κανάρη, σώοι και αβλαβείς επέστρεψαν στα Ψαρά όπου γνώρισαν αποθέωση. Μαζί με τον Κανάρη, βρισκόταν κι ο αδελφός του Αναγνώστης. Απ’ όλο το τσούρμο του, μόνο κάποιος Παπαδημητράκης, δείλιασε την τελευταία στιγμή και δεν τον ακολούθησε. Η σύζυγος του, Αγγελική Τσακάλη τον χώρισε (!) «…μη αξιούσα να συζεί μετά τοιούτου περιφρονημένου ανδρός»…
Ο Καρά Αλή, στην προσπάθειά του να ξεφύγει, πληγώθηκε θανάσιμα από φλεγόμενο κατάρτι ενώ ο Κανάρης και οι σύντροφοί κατάφεραν να επιβιβαστούν στα πλοία που τους περίμεναν και να διαφύγουν. Στα Ψαρά, τους περίμεναν στην παραλία ο λαός και ο κλήρος και τους συνόδευσαν στον ναό του Αγίου Νικολάου όπου τελέστηκε δοξολογία.
Απήχηση
Το γεγονός προκάλεσε τους πανηγυρισμούς ολόκληρου του Ελληνισμού και, όπως γράφει ο Τούρκος ιστορικός, Τζεβντέτ πασάς, «άφησε κατάπληκτα τα πληρώματα ολόκληρου του τουρκικού στόλου». Σύμφωνα με τον Άγγλο ιστορικό Τόμας Γκόρντον, η πυρπόληση της ναυαρχίδας «ήταν ένα από τα πιο καταπληκτικά κατορθώματα που αναφέρει η ιστορία» και ο Κανάρης «ο πιο έξοχος εκπρόσωπος του ηρωϊσμού που η Ελλάδα όλων των εποχών μπορεί να υπερηφανεύεται».
Το κατόρθωμα του Κανάρη έδωσε κουράγιο στους επαναστατημένους Έλληνες και συγκίνησε βαθύτατα την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Στην Ευρώπη κυκλοφόρησαν χαλκογραφίες, που παριστούσαν τον Κανάρη με τον δαυλό στο χέρι, και τα χρήματα από τις πωλήσεις τους απεστάλησαν στην Ελλάδα για την ενίσχυση του αγώνα.
Η πυρπόληση της ναυαρχίδας και ο περιορισμός του τουρκικού στόλου, ήταν καθοριστικής σημασίας για την έκβαση του αγώνα. Σήμανε την αδυναμία ανεφοδιασμού της μεγάλης στρατιάς του Δράμαλη, που επιπλέον υπέστη την τακτική της καμμένης γης από τον Κολοκοτρώνη, και κατατροπώθηκε στα Δερβενάκια.
Το τότε Βουλευτικό ενέκρινε πρόταση του ελληνικού Υπουργείου (Μινιστέριου) των Ναυτικών για επιβράβευση των πληρωμάτων των δύο πυρπολικών με κτήματα, διπλώματα και αργυρά παράσημα και υπερψήφισε άλλες, ακόμα μεγαλύτερες, υλικές και ηθικές αμοιβές. Όμως δεν υλοποιήθηκε καμία από αυτές τις αποφάσεις.
Ο Μπεκίρ Μπέης, που ανέλαβε τη διοίκηση του στόλου μετά το θάνατο του Καρα Αλή, δεν τόλμησε να επιτεθεί στα Ψαρά ή τη Σάμο, αλλά περίτρομος εγκατέλειψε τη Χίο και κατέφυγε στον Ελλήσποντο. Αντίθετα, οι Τούρκοι της Χίου, όταν έμαθαν το θλιβερό γι’ αυτούς περιστατικό, αποτελείωσαν τον αφανισμό του νησιού με την καταστροφή των Μαστιχοχωρίων, στα οποία είχε προηγουμένως χορηγηθεί αμνηστία από τον Σουλτάνο. Εκεί είχαν καταφύγει αρκετοί Έλληνες οι οποίοι σχεδόν όλοι σκοτώθηκαν, ενώ τα Μαστιχοχώρια καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Στη συνέχεια ο τουρκικός στόλος αποχώρησε προς τη Μυτιλήνη, αργότερα στα Μοσχονήσια και στη συνέχεια στην Τένεδο.
Πηγές
el.wikipedia.org
https://www.eurohoops.net/
https://cognoscoteam.gr/
2 Σχόλια