Ένα από τα λιγότερο γνωστά, αλλά πολύ σημαντικά κεφάλαια της Επανάστασης του 1821 ήταν ο αγώνας και η καταστροφή της Κάσου.
Το νησί
Η Κάσος, το νοτιότερο νησί των Δωδεκανήσων, απέχει περί τα 20 ναυτικά μίλια από τη Σητεία. Βρίσκεται σε στρατηγική θέση, καθώς ελέγχει ένα σημαντικό ναυτικό πέρασμα από το Αιγαίο προς την Ανατολική Μεσόγειο και τούμπαλιν. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε αναπτύξει αξιόλογη ναυτιλία και διατηρούσε ένα είδος αυτονομίας από την Υψηλή Πύλη. Αποκόμιζε τεράστια κέρδη τόσο από την εμπορική ναυτιλία, όσο και από την πειρατεία, όπως αναφέρει ο Γόρδων στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης». Πρόκειται για ένα νησάκι του νότιου Αιγαίου, ένα βράχο χαμένο στο πέλαγος, που ακόμα και σήμερα μοιάζει να είναι πολύ μακριά από το ελληνικό κέντρο. Πόσο μάλλον το 1821.
Οι Κάσιοι αρχίζουν τον αγώνα
Είναι πραγματικά εκπληκτική η αψηφισιά, ο ηρωισμός, αλλά η έλλειψη οποιοδήποτε σχεδιασμού, που υπήρχε στην επανάσταση του 1821 στα διάφορα μέρη της Ελλάδας. Μόλις έφτανε η είδηση ότι το γένος ξεσηκώθηκε, περιοχές εντελώς ασύνδετες μεταξύ τους δίχως επικοινωνία και αλληλοβοήθεια, έμπαιναν μόνες τους στη φωτιά ενάντια σε μια αυτοκρατορία, με μόνο οδηγό την αγωνία των απλών ανθρώπων του υπόδουλου ελληνισμού για ελευθερία.
Στις 25 του Μάρτη ξέσπασε η επανάσταση στον Μοριά και τη Ρούμελη. Οι πρώτες σκόρπιες ειδήσεις για τα γεγονότα έφτασαν στην Κάσο λίγες βδομάδες αργότερα. Στο νησί όλοι είναι καραβοκύρηδες και ναυτικοί. Η Κάσος ζούσε από τα καράβια της που έκαναν μεταφορές και εμπόριο σ’ όλη τη μεσόγειο. Δεν είχε και λίγα, οι Κασιώτες ήταν άξιοι άνθρωποι. Ογδόντα μπρίκια, γαλιότες, τρεχαντήρια και κάθε λογής πλεούμενο ήταν αραγμένα στο λιμάνι.
Οι πρόκριτοι μαζεύτηκαν, έκαναν ένα γράμμα στην Ύδρα και ζήτησαν τους προκρίτους να τους ενημερώσουν επίσημα για το τι ακριβώς συνέβαινε. Στις 5 Μαΐου πήραν επίσημη απάντηση, σαφή και περιεκτική: «Το γένος μας είναι με τη βοήθεια του τιμίου σταυρού, κατά τους Οθωμανούς εις άρματα». Μόλις πήραν την επίσημη διαβεβαίωση, ένας στόλος από Κασιώτικα καράβια με τα κανόνια τους γεμάτα βγήκαν στο πέλαγος. Δίχως σχέδιο, δίχως καθοδήγηση, δίχως μπούσουλα, ανοίχτηκαν στα κύματα για να κυνηγήσουν Τούρκους. Έτσι γενικώς και αορίστως.
Αντί να κατευθυνθούν προς δυτικά όπου ήταν το κέντρο του αγώνα, αυτοί έφυγαν ανατολικά. Ίσως να έγινε τυχαία, ίσως ήταν και μια ιδιοφυής κίνηση διότι κανένας δεν τους περίμενε εκεί. Πέρασαν τη Ρόδο και έφθασαν στο μακρινό Καστελόριζο. Ουδείς είχε πάρει χαμπάρι εκεί μακριά τι γινόταν. Δίχως προειδοποίηση, οι Κασιώτες άρχισαν κατ’ ευθείαν να κανονιοβολούν το κάστρο, οπότε οι έκπληκτοι Τούρκοι μπήκαν σ’ ένα καΐκι και πέρασαν απέναντι στην Ασία.
Οι Κασιώτες αποβιβάστηκαν στο νησί, έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό απ’ τους Έλληνες κατοίκους, φόρτωσαν στα καράβια όλο τον οπλισμό και τα τρόφιμα του κάστρου. Τότε πήραν μήνυμα ότι στο λιμάνι της Αττάλειας οι Τούρκοι είχαν μαζέψει 14 καράβια και φόρτωναν στρατό, είτε για να επέμβουν στο Καστελόριζο, είτε για να τον πάνε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Φεύγουν κατ’ ευθείαν και πάνε έξω απ’ την Αττάλεια. Μόλις βγαίνει το πρώτο τούρκικο το βυθίζουν, ακολουθεί το δεύτερο το ξαναβυθίζουν. Οι Τούρκοι στρατιώτες που φοβούνται τη θάλασσα σαν τον διάολο στασιάζουν και αρνούνται να μπουν στα καράβια, αφού βλέπουν τους Έλληνες να τους περιμένουν.
Όταν είδαν ότι οι Τούρκοι λάκισαν κι από κεί, οι Κασιώτες φεύγουν απ’ την Αττάλεια και αντί να πάνε δυτικά, συνεχίζουν ανατολικά. Φθάνουν στην Κύπρο. Αρχίζουν να κανονιοβολούν το κάστρο της Αμμοχώστου. Εκεί κι αν δεν τους περίμεναν. Φοβισμένοι οι Τούρκοι την κοπανάνε στα χωράφια. Οι Κασιώτες μπαίνουν στο φρούριο και το κάνουν γης Μαδιάμ. Παίρνουν τα βαριά κανόνια τους, τα πυρομαχικά τους, τα τρόφιμα, καίνε ότι βρίσκουν και φεύγουν. Περνούν από τη Ρόδο, ρίχνουν κάτι κανονιές στο φρούριο, το ίδιο στην Πάτμο και μετά επιστρέφουν στο νησί τους. Είχαν κάνει το επαναστατικό τους καθήκον, όπως οι ίδιοι το καταλάβαιναν. Μοίρασαν τα λάφυρα στον πληθυσμό, έβγαλαν τα μισά τούρκικα κανόνια στο νησί για να μπορούν να αμυνθούν σε πιθανή τουρκική επίθεση και τα υπόλοιπα τα έστειλαν στον Κολοκοτρώνη μαζί με πολλά βόλια και πυρομαχικά. Έτσι απλά πολεμούσαν τότε. Κι έτσι νίκησαν τελικά.
Η βοήθεια στην Κρήτη
Η συμβολή της Κάσου ήταν σημαντική και κατά τη διάρκεια του ξεσηκωμού της Κρήτης, καθώς όχι μόνο ανεφοδίαζε τους Κρητικούς αγωνιστές, αλλά και συνελάμβανε πλοία, τουρκικά ή ευρωπαϊκά, που μετέφεραν τρόφιμα και πολεμοφόδια στις τουρκικές δυνάμεις του νησιού. Έτσι,η εξουδετέρωση της κασιώτικης ναυτιλίας θεωρήθηκε αναγκαία από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ και αμέσως μετά την υποταγή της Κρήτης ο αιγυπτιακός στόλος στράφηκε εναντίον του νησιού. Άλλωστε στο νησί είχε καταφύγει και μεγάλος αριθμός ενόπλων κρητικών αγωνιστών υπό τους Δημήτριο Κουρμούλη και Αστρινό Χατζηδάκη.
Από τα μέσα Απριλίου του 1824 υπήρχαν πληροφορίες για τις προθέσεις των Αιγυπτίων και η αγωνία στο νησί ήταν διάχυτη. Στις 12 Μαΐου οι πρόκριτοι της Κάσου ενημέρωσαν την επαναστατική κυβέρνηση και ζήτησαν βοήθεια, αλλά δεν έλαβαν απάντηση. Δύο ημέρες αργότερα, ο αιγυπτιακός στόλος έκανε την εμφάνισή του στ’ ανοιχτά της Κάσου, προερχόμενος από το ορμητήριό του στη Σούδα.
Στις 17 Μαΐου οι Κάσιοι επανήλθαν στο αίτημά τους για βοήθεια, αλλά η απάντηση ότι δεν υπάρχουν λεφτά ήλθε καθυστερημένα στις 27 Μαΐου, όταν ο αιγυπτιακός στόλος έκανε την εμφάνισή του στο νησί. Όλο αυτό το διάστημα οι ντόπιοι, συνεπικουρούμενοι και από τους Κρητικούς αγωνιστές, οργάνωναν την άμυνα του νησιού, κατά το δυνατόν.
Η απόβαση των Αιγυπτίων στην Κάσο
Η επίθεση άρχισε την ίδια ημέρα με ισχυρό κανονιοβολισμό, κυρίως στο χωριό της Αγίας Μαρίνας, όπου είχε συγκεντρωθεί ο κύριος όγκος των αμυνομένων. Οι Κάσιοι ανταπέδωσαν τα πυρά και κατόρθωσαν να κρατήσουν προσωρινά σε απόσταση τα εχθρικά πλοία. Ο αιγυπτιακός στόλος αποτελείτο από 25 έως 45 πλοία, ανάλογα με τις πηγές, στα οποία επέβαιναν 3.000 – 4000 αλβανοί στρατιώτες. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο ικανότατος αλβανός στρατιωτικός Χουσεϊν Μπέης και ναύαρχος ο αλγερινός Ισμαήλ Γιβραλτάρ.
Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαΐου ο Χουσεΐν έκανε μία παραπλανητική απόβαση στην ακτή προς τα βόρεια της Αγίας Μαρίνας, Οι Κάσιοι επικέντρωσαν την προσοχή τους στους επιτιθέμενους, αλλά δεν πήραν είδηση ότι 30 βάρκες γεμάτες αλβανούς στρατιώτες με επικεφαλής του χιλίαρχο Μουσά αποβιβάστηκαν χωρίς αντίσταση στην απόκρημνη τοποθεσία Αντιπέρατος. Την πρώτη απόβαση ακολούθησε και δεύτερη και τα ξημερώματα 2.000 αλβανοί στρατιώτες βρέθηκαν στα νώτα των αμυνομένων.
Ο Χουσεΐν κάλεσε τους Κάσιους να παραδοθούν, με αντάλλαγμα τη ζωή τους, αλλά αυτοί δεν υπάκουσαν. Συνέχιζαν να πολεμούν και να προξενούν φθορά στον εχθρό, αλλά σύντομα κατάλαβαν ότι η προσπάθειά τους ήταν μάταιη, καθώς ο εχθρός συνεχώς ενισχυόταν. Πολλοί από τους κατοίκους επιβιβάσθηκαν σε καράβια, με προορισμό την Κάρπαθο και τις Κυκλάδες.
Άλλοι πήραν τα βουνά για να συνεχίσουν την αντίσταση. Ένας από αυτούς ήταν ο πλοίαρχος Μάρκος Ιωάννου ή Μαλλιαράκης, γνωστός και ως Διακομάρκος, ο οποίος με 40 άνδρες του πολέμησε γενναία, αλλά τελικά συνελήφθη αιχμάλωτος. Προσήχθη ενώπιον του Χουσεΐν, ο οποίος αποφάσισε να του χαρίσει τη ζωή, εντυπωσιασμένος από την ανδρεία του. Όμως, μόλις του έλυσαν τα δεσμά, ο Διακομάρκος άρπαξε ένα γιαταγάνι και σκότωσε τρεις από τους φρουρούς, για να πέσει και ο ίδιος νεκρός λίγο αργότερα.
Την κατάρρευση της αντίστασης των Κασίων ακολούθησε γενική σφαγή και εξανδραποδισμός. Γύρω στους 2.000 σκοτώθηκαν και αλλά τόσα γυναικόπαιδα αιχμαλωτίσθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Μάταια οι αλβανοί στρατιώτες που ήταν χριστιανοί προσπάθησαν να αποσοβήσουν τη σφαγή των αμάχων και την απαγωγή των κοριτσιών. Τα κασιώτικα πλοία δημεύτηκαν και πολλοί Κάσιοι αναγκάστηκαν να ενταχθούν στα πληρώματά τους για να σώσουν τις οικογένειές τους.
Τα επακόλουθα της καταστροφής της Κάσου
Ο Χουσεΐν, αφού εγκατέστησε τούρκο διοικητή στην Κάσο κι εξασφάλισε αμαχητί την υποταγή της γειτονικής Καρπάθου, αναχώρησε με τα πλοία του για τη βάση του στη Σούδα.
Μόλις έμαθαν τη θλιβερή είδηση και φοβούμενοι ότι οι Αιγύπτιοι θα στραφούν εναντίον τους, Υδραίοι και Σπετσιώτες συγκρότησαν στόλο, που κατευθύνθηκε προς την Κάσο. Στις 21 Ιουνίου ο ναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης αποβιβάστηκε στο νησί και αντίκρισε ιδίοις όμμασι τη μεγάλη καταστροφή, με «σπίτια κατακρημνισμένα… κατακαμμένα… ανθρώπους πολλά ολίγους», που «ερρίφθησαν εις τα δάκρυα με γογγυσμούς φωνάς και θρήνον απαρηγόρητον», όπως έγραψε στα απομνημονεύματά του.
Αφού μάταια ο υδραιοσπετσιώτικος στόλος αναζήτησε τον αιγυπτιακό, στις 24 Ιουνίου, ο ναύαρχος Σαχτούρης πληροφορήθηκε «από πλοίον Σαντοριναίικον με σημαίαν ρωσικήν», την καταστροφή των Ψαρών.
Μέσα από τις στάχτες …
Eίναι πράγματι αξιοσημείωτο και εκπληκτικό το γεγονός ότι παρά τη διαφυγή και τη διασπορά εκατοντάδων κατοίκων της Kάσου σε διάφορα νησιά των Kυκλάδων για να σωθούν από το μένος του εχθρού αμέσως μετά την καταστροφή, κατόρθωσαν μετά από δύο περίπου δεκαετίες να επανέλθουν οι περισσότεροι απ’ αυτούς στο νησί και να επιδοθούν στην ανοικοδόμησή του και τη δημιουργία ενός λαμπρού πολιτισμού, συνισταμένου στη δημιουργία ναυπηγείων για την κατασκευή και επισκευή ιστιοφόρων πλοίων, την οικοδόμηση εκκλησιών, σχολείων, πολυτελών οικιών κ.ά.
Η πρόσκαιρη ιστορική λήθη
Η αναγνώριση της ναυτικής συμβολής της Κάσου στην Επανάσταση του 1821 δεν υπήρξε εξαρχής αυτονόητη για λόγους που, εκτός των άλλων, οφείλονται στην κακή τύχη που είχε η Κάσος, μαζί με τα υπόλοιπα νησιά της Δωδεκανήσου, να μην ενταχθεί στο σύνολο των περιοχών που αποτέλεσε το όριο της ελληνικής επικράτειας, με βάση το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 με το οποίο ιδρύθηκε το Ελληνικό κράτος. Η συνέχιση της τουρκικής κατάκτησης της Δωδεκανήσου έως την αντικατάστασή της από την ιταλική κυριαρχία το 1912, και μέχρι την ενσωμάτωση στο Ελληνικό κράτος το 1947, αποτέλεσε σοβαρό παράγοντα, ώστε η επίσημη αναγνώριση από την Ελληνική πολιτεία της συμβολής της Κάσου στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων του 1821 να παραμείνει μια εντελώς αδρανής και λησμονημένη υπόθεση.
Πηγές:
cognosco.gr
sansimera.gr
www.karpathiakanea.gr
1 Σχόλιο